Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στη «Μακεδονία της Κυριακής» 12/06
Το ενδεχόμενο μιας νέας συνταγματικής αναθεώρησης αναμένεται να τεθεί και πάλι επί τάπητος το προσεχές διάστημα, αφού άλλωστε η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης δίνει αντικειμενικά το περιθώριο για κάτι τέτοιο. Ζητούμενο βέβαια στη διαδικασία αυτή είναι η επίτευξη ευρείας συναίνεσης, η οποία συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση κατά το άρθρο 110 του συντάγματος, προκειμένου να επιτευχθεί η αναθεώρησή του (πλειοψηφία τουλάχιστον 180 βουλευτών στη Βουλή που θα διαπιστώσει την ανάγκη αναθεώρησης και 151 στην επόμενη, η οποία θα ψηφίσει τελικά την αναθεώρηση, ή το αντίστροφο).
Επί της ουσίας το κύριο ερώτημα είναι η κατεύθυνση της αναθεώρησης. Υπάρχει και εκφράζεται με διάφορους τρόπους και από διάφορους πολιτικούς χώρους της σημερινής αντιπολίτευσης η άποψη ότι για την de facto χρεοκοπία της χώρας έφταιξε η υπερβολική δημοκρατία ή η κατάχρηση της δημοκρατίας και συνεπώς χρειάζεται να περιστείλουμε όλα αυτά. Έτσι π.χ. ακούγονται φωνές υπέρ της επέκτασης της βουλευτικής περιόδου από τα τέσσερα στα πέντε έτη, υπέρ της καθιέρωσης ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτικού και υπουργικού αξιώματος (οπότε θα είχαμε δοτούς υπουργούς χωρίς προσωπική δημοκρατική νομιμοποίηση) κ.ο.κ.
Γνώμη μου είναι ότι στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο, ότι δηλαδή οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία εξαιτίας της έλλειψης δημοκρατίας, ιδίως εσωκομματικής, και εξαιτίας της επικράτησης ενός πελατειακού συστήματος στηριγμένου σε -κατά βάθος φεουδαρχικές- λογικές προσωπικών εξυπηρετήσεων και εξαρτήσεων. Η χαρακτηριστική στον τόπο μας οικογενειοκρατία και οι πολιτικές δυναστείες είναι μόνο η κορυφή αυτού του πελατειακού παγόβουνου. Τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) ήταν οι κύριοι πυλώνες του παραπάνω συστήματος και γι’ αυτό τον λόγο αδυνατούσαν να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί παραγωγής -κατά κυριολεξία- πολιτικής και ως fora δημοκρατικής διαβούλευσης για την πορεία της χώρας.
Συνεπώς το ζητούμενο πρέπει να είναι μια αναθεώρηση προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού του πολιτικού μας συστήματος και γενικότερα του ελληνικού δημόσιου βίου. Ο εκδημοκρατισμός αυτός οφείλει να είναι βαθύτερος και ουσιαστικότερος από την αναμφισβήτητη δημοκρατική τομή του 1974-75, όταν η χώρα απαλλάχθηκε από την κληρονομική βασιλεία και από τις επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική, όχι όμως και από τις πελατειακές παθογένειες, οι οποίες επιπολάζουν από τον 19ο αιώνα έως τον 21ο. Μόνο αν επιτευχθεί η απαιτούμενη κατά το σύνταγμα ευρεία συναίνεση για μια αναθεώρηση αυτής της “φιλοσοφίας” θα μπορούσε η αλλαγή του συνταγματικού μας κειμένου να συμβάλει στην πολιτική πρόοδο της χώρας.
Πέρα εξάλλου από τη συνταγματική αναθεώρηση, χρήσιμο θα ήταν να ξανασκεφθούμε και το ζήτημα του εκλογικού συστήματος. Η “ενισχυμένη” αναλογική, δηλαδή η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με σημαντικό αριθμό εδρών πάνω από το ποσοστό που αντιστοιχεί στις ψήφους του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί τον στόχο της κυβερνητικής σταθερότητας, εφόσον με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται η κοινοβουλευτική του “αυτοδυναμία” (δηλαδή η κατάκτηση εκ μέρους του της απόλυτης πλειοψηφίας των εδρών στη Βουλή). Κάτι τέτοιο όμως έχει να συμβεί από το 2009 και φαίνεται ότι το εκλογικό σώμα δεν εμπιστεύεται έκτοτε κανέναν από τους “μνηστήρες” της εξουσίας σε τέτοιον βαθμό, ώστε να του την παραδώσει κατ’ αποκλειστικότητα, με ποσοστά ψήφων της τάξης του 40% και άνω, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Δεδομένου λοιπόν πως έχουμε ούτως ή άλλως φτάσει σε μια εποχή κυβερνήσεων συνεργασίας, δεν είναι ευδιάκριτο ποια θεσμική σκοπιμότητα εξυπηρετεί η υπέρμετρη ενίσχυση του πρώτου κόμματος έναντι των υπολοίπων που έχουν ξεπεράσει το εκλογικό κατώφλι (επί του παρόντος 3%). Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως είναι ευκολότερο να επιτευχθούν συνεργασίες χωρίς το πρώτο κόμμα, όπως συνέβη π.χ. πρόσφατα στην Πορτογαλία. Σε κάθε περίπτωση τις σχετικές αποφάσεις θα μπορούσαν να τις λαμβάνουν τα ίδια τα κόμματα και όχι ο εκλογικός νομοθέτης πριν από αυτά για αυτά.
Το ενδεχόμενο μιας νέας συνταγματικής αναθεώρησης αναμένεται να τεθεί και πάλι επί τάπητος το προσεχές διάστημα, αφού άλλωστε η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης δίνει αντικειμενικά το περιθώριο για κάτι τέτοιο. Ζητούμενο βέβαια στη διαδικασία αυτή είναι η επίτευξη ευρείας συναίνεσης, η οποία συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση κατά το άρθρο 110 του συντάγματος, προκειμένου να επιτευχθεί η αναθεώρησή του (πλειοψηφία τουλάχιστον 180 βουλευτών στη Βουλή που θα διαπιστώσει την ανάγκη αναθεώρησης και 151 στην επόμενη, η οποία θα ψηφίσει τελικά την αναθεώρηση, ή το αντίστροφο).
Επί της ουσίας το κύριο ερώτημα είναι η κατεύθυνση της αναθεώρησης. Υπάρχει και εκφράζεται με διάφορους τρόπους και από διάφορους πολιτικούς χώρους της σημερινής αντιπολίτευσης η άποψη ότι για την de facto χρεοκοπία της χώρας έφταιξε η υπερβολική δημοκρατία ή η κατάχρηση της δημοκρατίας και συνεπώς χρειάζεται να περιστείλουμε όλα αυτά. Έτσι π.χ. ακούγονται φωνές υπέρ της επέκτασης της βουλευτικής περιόδου από τα τέσσερα στα πέντε έτη, υπέρ της καθιέρωσης ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτικού και υπουργικού αξιώματος (οπότε θα είχαμε δοτούς υπουργούς χωρίς προσωπική δημοκρατική νομιμοποίηση) κ.ο.κ.
Γνώμη μου είναι ότι στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο, ότι δηλαδή οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία εξαιτίας της έλλειψης δημοκρατίας, ιδίως εσωκομματικής, και εξαιτίας της επικράτησης ενός πελατειακού συστήματος στηριγμένου σε -κατά βάθος φεουδαρχικές- λογικές προσωπικών εξυπηρετήσεων και εξαρτήσεων. Η χαρακτηριστική στον τόπο μας οικογενειοκρατία και οι πολιτικές δυναστείες είναι μόνο η κορυφή αυτού του πελατειακού παγόβουνου. Τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) ήταν οι κύριοι πυλώνες του παραπάνω συστήματος και γι’ αυτό τον λόγο αδυνατούσαν να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί παραγωγής -κατά κυριολεξία- πολιτικής και ως fora δημοκρατικής διαβούλευσης για την πορεία της χώρας.
Συνεπώς το ζητούμενο πρέπει να είναι μια αναθεώρηση προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού του πολιτικού μας συστήματος και γενικότερα του ελληνικού δημόσιου βίου. Ο εκδημοκρατισμός αυτός οφείλει να είναι βαθύτερος και ουσιαστικότερος από την αναμφισβήτητη δημοκρατική τομή του 1974-75, όταν η χώρα απαλλάχθηκε από την κληρονομική βασιλεία και από τις επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική, όχι όμως και από τις πελατειακές παθογένειες, οι οποίες επιπολάζουν από τον 19ο αιώνα έως τον 21ο. Μόνο αν επιτευχθεί η απαιτούμενη κατά το σύνταγμα ευρεία συναίνεση για μια αναθεώρηση αυτής της “φιλοσοφίας” θα μπορούσε η αλλαγή του συνταγματικού μας κειμένου να συμβάλει στην πολιτική πρόοδο της χώρας.
Πέρα εξάλλου από τη συνταγματική αναθεώρηση, χρήσιμο θα ήταν να ξανασκεφθούμε και το ζήτημα του εκλογικού συστήματος. Η “ενισχυμένη” αναλογική, δηλαδή η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με σημαντικό αριθμό εδρών πάνω από το ποσοστό που αντιστοιχεί στις ψήφους του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί τον στόχο της κυβερνητικής σταθερότητας, εφόσον με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται η κοινοβουλευτική του “αυτοδυναμία” (δηλαδή η κατάκτηση εκ μέρους του της απόλυτης πλειοψηφίας των εδρών στη Βουλή). Κάτι τέτοιο όμως έχει να συμβεί από το 2009 και φαίνεται ότι το εκλογικό σώμα δεν εμπιστεύεται έκτοτε κανέναν από τους “μνηστήρες” της εξουσίας σε τέτοιον βαθμό, ώστε να του την παραδώσει κατ’ αποκλειστικότητα, με ποσοστά ψήφων της τάξης του 40% και άνω, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Δεδομένου λοιπόν πως έχουμε ούτως ή άλλως φτάσει σε μια εποχή κυβερνήσεων συνεργασίας, δεν είναι ευδιάκριτο ποια θεσμική σκοπιμότητα εξυπηρετεί η υπέρμετρη ενίσχυση του πρώτου κόμματος έναντι των υπολοίπων που έχουν ξεπεράσει το εκλογικό κατώφλι (επί του παρόντος 3%). Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως είναι ευκολότερο να επιτευχθούν συνεργασίες χωρίς το πρώτο κόμμα, όπως συνέβη π.χ. πρόσφατα στην Πορτογαλία. Σε κάθε περίπτωση τις σχετικές αποφάσεις θα μπορούσαν να τις λαμβάνουν τα ίδια τα κόμματα και όχι ο εκλογικός νομοθέτης πριν από αυτά για αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου