Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο Liberal.gr 01/06
Η Ελλάδα βρίσκεται την τελευταία εξαετία σε κατάσταση de facto χρεοκοπίας και κοινωνικής κρίσης, μετά την απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου την άνοιξη του 2010, χωρίς προς το παρόν να διαγράφεται διέξοδος. Η τελευταία απόφαση του Eurogroup αφήνει να διαφανεί πιο καθαρά η προοπτική επανόδου στις κεφαλαιαγορές μετά το τέλος του τρέχοντος δανειακού προγράμματος το 2018, αλλά η επίτευξη του στόχου αυτού δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα συνοδευθεί από άμεση βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού που δοκιμάζεται σκληρά επί σειρά ετών.
Η αφετηρία των προβλημάτων μας ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο του 2010, δηλ. στη σταδιακή απώλεια του παραγωγικού μοντέλου και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Σ' αυτό συνέβαλε τόσο η ενσωμάτωση της ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της νοτιοανατολικής Ασίας, με πιο έντονο τρόπο από ο,τι παλιότερα, στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας όσο και η βιαστική ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που έπληξε καίρια τη δασμοβίωτη ελληνική βιομηχανία χωρίς να της έχει δοθεί επαρκής χρόνος προσαρμογής (εξ ου και η πρώτη γενιά προβληματικών επιχειρήσεων τη δεκαετία του 1980, οι οποίες επιχειρήθηκε να "διασωθούν" μέσω του κράτους, με αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό του δημοσίου χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ τη δεκαετία εκείνη). Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την ακόμη πιο βεβιασμένη είσοδο της χώρας στο ενιαίο νόμισμα, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη εμπειρία ή τεκμηρίωση για τις πιθανές επιδράσεις του στις οικονομίες των κρατών-μελών, με κατάληξη την απώλεια της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε τέτοιο σημείο ώστε το 2009 να καταγράψουμε μάλλον παγκόσμιο ρεκόρ ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, ύψους περίπου 15% του ΑΕΠ.
Σήμερα, μετά από μια εξαετία οδυνηρής "λιτότητας", τόσο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και το πρωτογενές δημοσιονομικό έχουν βρεθεί σε θετικό έδαφος, υποδηλώνοντας ότι η ελληνική οικονομία έχει "ισορροπήσει". Η ισορροπία όμως αυτή δεν επιτεύχθηκε με την αύξηση της παραγωγής αλλά με τη μείωσή της, παράλληλα με ακόμη μεγαλύτερη μείωση της κατανάλωσης. Το χειρότερο είναι ότι η χώρα μαστίζεται από εξαιρετικά υψηλή ανεργία, αφού μόλις το 33% του συνολικού πληθυσμού εργάζεται (περίπου 3,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι σε πληθυσμό 11 εκατομμυρίων), ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 43% (218 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε πληθυσμό 508 εκατομμυρίων). Με άλλες λέξεις, μας λείπουν περίπου 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας για να μπορέσουμε να βρεθούμε σε επίπεδα παρόμοια με τους εταίρους μας και τούτο έχει τραγικές, αν και προς το παρόν αθέατες, δημογραφικές συνέπειες, αφού οι γεννήσεις μειώνονται διαρκώς λόγω της ανεργίας ιδίως των νέων, πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό και τελικά η Ελλάδα κινδυνεύει να αποψιλωθεί από τον γηγενή πληθυσμό της.
Εδώ που βρισκόμαστε τώρα η λύση δεν μπορεί να αναζητηθεί ούτε στην επάνοδο σε ένα ανύπαρκτο εθνικό νόμισμα ούτε γενικότερα στον αυτοαποκλεισμό της χώρας από την συντελούμενη σε παγκόσμια κλίμακα προσέγγιση των οικονομιών και των κοινωνιών.
Η λύση βρίσκεται στον εντοπισμό των τομέων εκείνων οικονομικής δραστηριότητας στους οποίους διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα και στη συστηματική προώθησή τους, στο πλαίσιο ενός στρατηγικού προγραμματισμού με την ευρύτερη δυνατή πολιτική αποδοχή, ώστε να μην κινδυνεύει με ανατροπές στο πλαίσιο της εναλλαγής των κυβερνήσεων. Και βέβαια η υλοποίησή του προϋποθέτει τη δραστική βελτίωση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης και της ποιότητας της νομοθετικής παραγωγής, ώστε να λειτουργήσουν ως προωθητικός μοχλός και όχι ως τροχοπέδη για την οικονομία, καθώς και την υπέρβαση της κρατούσας νοοτροπίας των "κατ' οικονομίαν" (δηλ. πρόχειρων) λύσεων (παράδοση που ανατρέχει πολλούς αιώνες πίσω) και της ανοχής σε ημι-νόμιμες/ημι-παραβατικές συμπεριφορές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο χωροταξικός σχεδιασμός, που συνιστά ανεκπλήρωτη συνταγματική επιταγή από το 1975, ενώ παράλληλα το πολεοδομικό μας δίκαιο περιέλαβε κατά καιρούς διάφορες διατάξεις-"γκρίζες ζώνες" (ημιυπαίθριοι, ημιυπόγεια κλπ). Έτσι ενώ θεωρητικά η Ελλάδα, με τη χωροθέτηση περιοχών εξοχικής κατοικίας, θα μπορούσε να προσελκύσει μεγάλο αριθμό Ευρωπαίων αγοραστών για θερινή ή και σταθερή διαμονή, αποκτώντας έτσι μια οιονεί "εξαγωγική βιομηχανία" παράλληλη με τον εποχιακό τουρισμό, στην πράξη ελάχιστοι αλλοδαποί δέχονται να αγοράσουν υπό όρους ημιπαρανομίας, "τακτοποιήσεων" κ.ο.κ.
Γενικότερα εξάλλου πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι η υγιής επιχειρηματικότητα, ιδίως των νέων, και η τεχνολογική καινοτομία είναι οι άξονες πάνω στους οποίους μπορούμε να στηριχθούμε για την ανάκαμψη της οικονομίας μας. Από εκεί θα προέλθουν οι νέες θέσεις εργασίας που χρειάζεται η χώρα προκειμένου να ανακάμψει και να εξέλθει από τη στενωπό.
Η Ελλάδα βρίσκεται την τελευταία εξαετία σε κατάσταση de facto χρεοκοπίας και κοινωνικής κρίσης, μετά την απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου την άνοιξη του 2010, χωρίς προς το παρόν να διαγράφεται διέξοδος. Η τελευταία απόφαση του Eurogroup αφήνει να διαφανεί πιο καθαρά η προοπτική επανόδου στις κεφαλαιαγορές μετά το τέλος του τρέχοντος δανειακού προγράμματος το 2018, αλλά η επίτευξη του στόχου αυτού δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα συνοδευθεί από άμεση βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού που δοκιμάζεται σκληρά επί σειρά ετών.
Η αφετηρία των προβλημάτων μας ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο του 2010, δηλ. στη σταδιακή απώλεια του παραγωγικού μοντέλου και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Σ' αυτό συνέβαλε τόσο η ενσωμάτωση της ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της νοτιοανατολικής Ασίας, με πιο έντονο τρόπο από ο,τι παλιότερα, στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας όσο και η βιαστική ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που έπληξε καίρια τη δασμοβίωτη ελληνική βιομηχανία χωρίς να της έχει δοθεί επαρκής χρόνος προσαρμογής (εξ ου και η πρώτη γενιά προβληματικών επιχειρήσεων τη δεκαετία του 1980, οι οποίες επιχειρήθηκε να "διασωθούν" μέσω του κράτους, με αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό του δημοσίου χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ τη δεκαετία εκείνη). Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την ακόμη πιο βεβιασμένη είσοδο της χώρας στο ενιαίο νόμισμα, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη εμπειρία ή τεκμηρίωση για τις πιθανές επιδράσεις του στις οικονομίες των κρατών-μελών, με κατάληξη την απώλεια της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε τέτοιο σημείο ώστε το 2009 να καταγράψουμε μάλλον παγκόσμιο ρεκόρ ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, ύψους περίπου 15% του ΑΕΠ.
Σήμερα, μετά από μια εξαετία οδυνηρής "λιτότητας", τόσο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και το πρωτογενές δημοσιονομικό έχουν βρεθεί σε θετικό έδαφος, υποδηλώνοντας ότι η ελληνική οικονομία έχει "ισορροπήσει". Η ισορροπία όμως αυτή δεν επιτεύχθηκε με την αύξηση της παραγωγής αλλά με τη μείωσή της, παράλληλα με ακόμη μεγαλύτερη μείωση της κατανάλωσης. Το χειρότερο είναι ότι η χώρα μαστίζεται από εξαιρετικά υψηλή ανεργία, αφού μόλις το 33% του συνολικού πληθυσμού εργάζεται (περίπου 3,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι σε πληθυσμό 11 εκατομμυρίων), ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 43% (218 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε πληθυσμό 508 εκατομμυρίων). Με άλλες λέξεις, μας λείπουν περίπου 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας για να μπορέσουμε να βρεθούμε σε επίπεδα παρόμοια με τους εταίρους μας και τούτο έχει τραγικές, αν και προς το παρόν αθέατες, δημογραφικές συνέπειες, αφού οι γεννήσεις μειώνονται διαρκώς λόγω της ανεργίας ιδίως των νέων, πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό και τελικά η Ελλάδα κινδυνεύει να αποψιλωθεί από τον γηγενή πληθυσμό της.
Εδώ που βρισκόμαστε τώρα η λύση δεν μπορεί να αναζητηθεί ούτε στην επάνοδο σε ένα ανύπαρκτο εθνικό νόμισμα ούτε γενικότερα στον αυτοαποκλεισμό της χώρας από την συντελούμενη σε παγκόσμια κλίμακα προσέγγιση των οικονομιών και των κοινωνιών.
Η λύση βρίσκεται στον εντοπισμό των τομέων εκείνων οικονομικής δραστηριότητας στους οποίους διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα και στη συστηματική προώθησή τους, στο πλαίσιο ενός στρατηγικού προγραμματισμού με την ευρύτερη δυνατή πολιτική αποδοχή, ώστε να μην κινδυνεύει με ανατροπές στο πλαίσιο της εναλλαγής των κυβερνήσεων. Και βέβαια η υλοποίησή του προϋποθέτει τη δραστική βελτίωση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης και της ποιότητας της νομοθετικής παραγωγής, ώστε να λειτουργήσουν ως προωθητικός μοχλός και όχι ως τροχοπέδη για την οικονομία, καθώς και την υπέρβαση της κρατούσας νοοτροπίας των "κατ' οικονομίαν" (δηλ. πρόχειρων) λύσεων (παράδοση που ανατρέχει πολλούς αιώνες πίσω) και της ανοχής σε ημι-νόμιμες/ημι-παραβατικές συμπεριφορές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο χωροταξικός σχεδιασμός, που συνιστά ανεκπλήρωτη συνταγματική επιταγή από το 1975, ενώ παράλληλα το πολεοδομικό μας δίκαιο περιέλαβε κατά καιρούς διάφορες διατάξεις-"γκρίζες ζώνες" (ημιυπαίθριοι, ημιυπόγεια κλπ). Έτσι ενώ θεωρητικά η Ελλάδα, με τη χωροθέτηση περιοχών εξοχικής κατοικίας, θα μπορούσε να προσελκύσει μεγάλο αριθμό Ευρωπαίων αγοραστών για θερινή ή και σταθερή διαμονή, αποκτώντας έτσι μια οιονεί "εξαγωγική βιομηχανία" παράλληλη με τον εποχιακό τουρισμό, στην πράξη ελάχιστοι αλλοδαποί δέχονται να αγοράσουν υπό όρους ημιπαρανομίας, "τακτοποιήσεων" κ.ο.κ.
Γενικότερα εξάλλου πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι η υγιής επιχειρηματικότητα, ιδίως των νέων, και η τεχνολογική καινοτομία είναι οι άξονες πάνω στους οποίους μπορούμε να στηριχθούμε για την ανάκαμψη της οικονομίας μας. Από εκεί θα προέλθουν οι νέες θέσεις εργασίας που χρειάζεται η χώρα προκειμένου να ανακάμψει και να εξέλθει από τη στενωπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου