Συνέντευξή μου για το podcast Lifo Politics:
https://www.lifo.gr/podcasts/lifo-politics/313304/ta-dikaiomata-kai-oi-eleytheries-poy-periorizontai-ston-kairo-tis-pandimias
Συνέντευξή μου για το podcast Lifo Politics:
https://www.lifo.gr/podcasts/lifo-politics/313304/ta-dikaiomata-kai-oi-eleytheries-poy-periorizontai-ston-kairo-tis-pandimias
Κώστας Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.
Το Σύνταγμα (άρθρο 14) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 10) προστατεύουν την ελευθερία της έκφρασης, με ιδιαίτερη έμφαση στην ελευθερία ειδικότερα του τύπου. Η παραπάνω ελευθερία αποτελεί ένα από τα κύρια θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας (απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 7.12.1976, υπόθεση Handyside) και περιορίζεται μόνο για λόγους προστασίας άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η «τιμή» του προσώπου (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Συντάγματος).
Ιδιαίτερη διάσταση έχει πάντως το ζήτημα της προστασίας της τιμής των δημόσιων προσώπων. Αν και ο πολιτικός δεν στερείται της προστασίας γενικά της υπόληψής του, πάντως πρέπει να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή στην κριτική από ό, τι ο απλός πολίτης, αφού άλλωστε το στοιχείο της αντιπαράθεσης και αντιδικίας χαρακτηρίζει εξ ορισμού την πολιτική. Με παρόμοιο σκεπτικό το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός ενός πολιτικού ως «ηλίθιου» σε δημοσιογραφικό άρθρο δεν συνιστούσε υπέρβαση των θεμιτών ορίων της κριτικής και άρα, η ποινική καταδίκη του δημοσιογράφου γι αυτόν ήταν αντίθετη στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ. Την ίδια αντίληψη εκφράζει η νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία δέχεται ότι τα ΜΜΕ έχουν δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τη διατύπωση σχολίων σχετικών με τη συμπεριφορά προσώπων που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, είναι επιτρεπτοί χαρακτηρισμοί π.χ. για τη συμπεριφορά βουλευτή, εκτός αν αποτελούν συκοφαντική δυσφήμηση ή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλ. προσβολής της τιμής με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου ή με περιφρόνηση αυτού.
Με άλλα λόγια, ένα πολιτικό πρόσωπο μπορεί να αξιώνει από δημοσιογράφους και/ή εκδότες να μην προσβάλλουν την τιμή του με τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, όχι όμως και να μην ερμηνεύουν και σχολιάζουν κατά την κρίση τους το ένα ή το άλλο γεγονός. Η ενοικίαση εξοχικής κατοικίας από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ένα γεγονός που ούτε ο ίδιος δεν αμφισβητεί. Η υποβολή εκ μέρους του αγωγής κατά εκδότη και δημοσιογράφου για τον τρόπο με τον οποίο σχολίασαν την ενοικίαση, θεωρώντας την σκάνδαλο με βάση ένα δικό τους σκεπτικό, φαίνεται να ξεπερνάει τα όρια της θεμιτής προστασίας της τιμής του. Το σχόλιο κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ ότι η αγωγή υποβλήθηκε επειδή οι εναγόμενοι, μετά την επίδοση εξωδίκου, συνέχισαν να εκτοξεύουν «ειρωνείες, υπαινιγμούς και χαρακτηρισμούς» συνοψίζει, προφανώς χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι συντάκτες του, την ουσία της υπόθεσης, αφού τίποτε από όλα αυτά, στρεφόμενο κατά πολιτικού προσώπου, δεν απαγορεύεται σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Απαγορεύεται μόνο η εμφάνιση ψευδών γεγονότων ως αληθών και τούτο είναι το μοναδικό αντικείμενο που μπορεί να κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο.
Κώστας Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.
Η συζήτηση για κυβερνητική σύμπραξη στο μέλλον μεταξύ ΚΙΝ.ΑΛ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α., υπό την επιγραφή της «προοδευτικής διακυβέρνησης», εντείνεται τελευταία από αμφότερες τις πλευρές. Στην πραγματικότητα άλλωστε τα δύο κόμματα δεν τα χωρίζουν διαφορές στρατηγικού χαρακτήρα. Αμφότερα αποδέχονται το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα (παρά τις κατά καιρούς ρητορικές εξάρσεις περί «μετασχηματισμών» του) και τους βασικούς διεθνείς προσανατολισμούς της χώρας (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ευρωζώνη). Σ’ αυτά βέβαια δεν συμπίπτουν μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τη «Νέα Δημοκρατία». Η διαφορά των τριών εντοπίζεται κυρίως σε ποσοτικά ζητήματα, δηλ. στο πόση ακριβώς αναδιανομή μέρους του συνολικού κοινωνικού προϊόντος από τους έχοντες προς τους μη έχοντες θεωρούν επιθυμητή και/ή εφικτή, και δευτερευόντως σε άλλα επιμέρους, από τα ιδιωτικά Α.Ε.Ι. ως τον τρόπο εκφοράς του πολιτικού λόγου.
Μια συγκυβέρνηση μεταξύ κάποιων από τα κόμματα αυτά δεν είναι επομένως θεωρητικά απίθανη. Και πρακτικά όμως, η «Νέα Δημοκρατία» είχε συγκυβερνήσει το 1989-1990 και το 2012-2015 με προκάτοχα σχήματα των άλλων δύο (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και «Συνασπισμό»). Εξάλλου τον Σεπτέμβριο του 2015, αν οι ΑΝ.ΕΛ. δεν εξασφάλιζαν εντελώς οριακά την είσοδό τους στη Βουλή, είναι αρκετά πιθανό ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και (τότε) «Δημοκρατική Συμπαράταξη» θα αναγκάζονταν να συγκυβερνήσουν. Το πρόβλημα ωστόσο έγκειται στο ότι ιστορικά η συγκυβέρνηση στην Ελλάδα μετά το 1974 αποδεικνύεται εκλογικά επιζήμια έως καταστροφική για τον μικρότερο εταίρο. Ανεξάρτητα από το που οφείλεται το φαινόμενο, πάντως η είσοδος του ΚΙΝ.ΑΛ. ως ελάσσονος εταίρου σε κυβέρνηση είτε Μητσοτάκη είτε Τσίπρα δεν προβλέπεται να το ωφελήσει.
Πέρα όμως από το ερώτημα ποιοί μπορούν να συγκυβερνήσουν στο μέλλον, κρίσιμο είναι να απαντηθεί τι θα συνιστούσε «προοδευτική» διακυβέρνηση. Εδώ υπάρχει σκόπιμη σύγχυση, αφού όποιος αποχαρακτηρίζεται «αριστερός» (έστω με προσθήκες, π.χ. κεντροαριστερός) αξιώνει να θεωρηθεί αυτομάτως και προοδευτικός, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να υποστηρίζει αντιδραστικές θέσεις (π.χ. το νεοσταλινικό ΚΚΕ, που ευαγγελίζεται τη μετατροπή της σημερινής Ελλάδας σε μικρογραφία της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, είναι ένα βαθιά αντιδραστικό κόμμα).
Το ζητούμενο είναι να ανακτήσουμε τη χαμένη έννοια της προόδου, ώστε να αποκτήσει η χώρα μας την προοπτική να προοδεύσει αληθινά. Πρόοδος θα ήταν η αποδόμηση του πελατειακού συστήματος και η οικοδόμηση ενός σύγχρονου κράτους, το οποίο να υποβοηθήσει την οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, αντί να παρακολουθεί απαθές την επιδείνωση της θέσης μας στην παγκόσμια οικονομία (πριν από 30 χρόνια το κατά κεφαλή ΑΕΠ μας ήταν υψηλότερο από όλων των χωρών της Ευρ. Ένωσης, σήμερα είναι χαμηλότερο όλων, εκτός Βουλγαρίας και Ρουμανίας). Πρόοδος θα ήταν η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, που κατατρώει τα σωθικά του Ελληνισμού, με κατάλληλες φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές πολιτικές, σε συνδυασμό με ενεργητική μεταναστευτική πολιτική σε σχέση με ανθρώπους πολιτισμικά ενσωματώσιμους. Πρόοδος, με άλλα λόγια, θα ήταν μια συνολική αλλαγή πορείας, για την οποία όμως αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να είναι έτοιμη η γηρασμένη και φοβική ελληνική κοινωνία.