Η εκλογή με μεγάλη πλειοψηφία ενός νέου και πολιτικά άφθαρτου προσώπου όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης στην ηγεσία του τρίτου σε εκλογική δύναμη κόμματος δρομολογεί μια καινούρια ελπίδα για τη χώρα. Οι πρώτες μετεκλογικές δημοσκοπήσεις αφήνουν να εννοηθεί ότι η κοινωνία αρχίζει να ξανασκέφτεται τις βασικές πολιτικές της επιλογές, σε αντίθεση προς τα προηγούμενα δυόμισυ χρόνια, όπου το πολιτικό σκηνικό φαινόταν να είναι παγιωμένο.
Η έλλειψη εξάλλου θεαματικών μεταβολών στα δημοσκοπικά ευρήματα από το φθινόπωρο του 2019 έως πρόσφατα δεν υποδήλωνε ότι είναι αδύνατο να προκύψουν εξελίξεις στις πολιτικές ισορροπίες. Το ισχυρό προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας σχετίζεται με περισσότερο με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι θα μπορούσε, εάν επανερχόταν στην εξουσία, να κάνει κάτι καλύτερο από όσα έκανε στην προηγούμενη κυβερνητική του θητεία και λιγότερο με την ικανοποίηση των ψηφοφόρων από τη σημερινή κυβέρνηση. Η τελευταία έχει εστιάσει στην αντιμετώπιση των, μεγάλων βέβαια, προβλημάτων που έχει προκαλέσει η πανδημία και έχει προχωρήσει ελάχιστα έως καθόλου στην αντιμετώπιση των δομικών αδυναμιών του κράτους και της χώρας. Η πολυνομία και η ασάφεια του νομοθετικού καθεστώτος παραμένει, η γραφειοκρατία δεν έχει περιορισθεί δραστικά, οι ρυθμοί απονομής της δικαιοσύνης δεν έχουν επιταχυνθεί και το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να διογκώνεται σταθερά. Ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, τα περιβόητα έργα στο Ελληνικό κατ΄ ουσία δεν έχουν αρχίσει όχι σε 100 ημέρες αλλά ούτε σε 2,5 χρόνια, το μετρό στη Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να αγνοείται και γενικότερα δεν υπάρχει καμία θεαματική εξέλιξη ικανή να δημιουργήσει αισιοδοξία για το μέλλον του τόπου. Αργά ή γρήγορα όλα αυτά δεν μπορούν παρά να μεταφρασθούν σε πολιτική φθορά για τη Νέα Δημοκρατία.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από την έλλειψη ουσιαστικής αυτοκριτικής για τα κυβερνητικά πεπραγμένα της περιόδου 2015-19 και νέων ιδεών για το μέλλον, είναι φανερή η αναντιστοιχία μεταξύ της οργανωμένης βάσης του κόμματος και της εκλογικής του επιρροής. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παραμείνει πεισματικά προσκολλημένος σε μια οργάνωση λίγων χιλιάδων μελών, σχεδόν την ίδια από τότε που αγωνιζόταν να υπερβεί το όριο του 3% . Οι προκείμενες σ΄ αυτόν συνδικαλιστικές και αυτοδιοικητικές παρατάξεις καταγράφουν ως επί το πλείστον μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, ενώ οι εσωκομματικές του διαδικασίες δεν ενδιαφέρουν κανέναν εκτός από τα στελέχη του. Το χειρότερο είναι ότι ο νέος σε ηλικία πρόεδρός του μοιάζει ολοένα και πιο παλιός από πολιτική άποψη, περιβάλλεται από αυλοκόλακες και ανέχεται προσπάθειες υπονόμευσης εκ των έσω εναντίον όσων πρώην υπουργών διαθέτουν ένα έστω ελαφρώς διακριτό πολιτικό στίγμα. Με άλλες λέξεις η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση όχι μόνο δεν δείχνει να μπορεί να πραγματοποιήσει άνοιγμα προς την κοινωνία, αλλά περιπίπτει σε μια ολοένα χειρότερη εσωστρέφεια.
Ακριβώς ένα άνοιγμα προς την κοινωνία και ιδίως προς τη νεολαία χρειάζεται να επιχειρήσει ο χώρος της κεντροαριστεράς αν θέλει να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει όχι μόνο ένα νέο πρόσωπο στην ηγεσία του, αλλά και ένα νέο κυβερνητικό πρόγραμμα, αρθρωμένο γύρω από τις πραγματικές ανάγκες αυτού του τόπου, με έμφαση στην αποδόμηση του πελατειακού συστήματος και την οικοδόμηση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους, σε όφελος των πολλών μη – προνομιούχων και όχι της οικονομικής και επικοινωνιακής ολιγαρχίας. Το κατά πόσο θα το κατορθώσει μένει να φανεί σε έναν ορίζοντα μηνών, ως τις επόμενες εκλογές, η ετών, ως τις μεθεπόμενες.
Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 20.12.2021