Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

Καινούργια Ελπίδα

Η εκλογή με μεγάλη πλειοψηφία ενός νέου και πολιτικά άφθαρτου προσώπου όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης στην ηγεσία του τρίτου σε εκλογική δύναμη κόμματος δρομολογεί μια καινούρια ελπίδα για τη χώρα. Οι πρώτες μετεκλογικές δημοσκοπήσεις αφήνουν να εννοηθεί ότι η κοινωνία  αρχίζει να ξανασκέφτεται τις βασικές πολιτικές της επιλογές, σε αντίθεση προς  τα προηγούμενα δυόμισυ χρόνια, όπου το πολιτικό σκηνικό φαινόταν να είναι παγιωμένο. 

Η έλλειψη εξάλλου θεαματικών μεταβολών στα δημοσκοπικά ευρήματα από το φθινόπωρο του 2019 έως πρόσφατα δεν υποδήλωνε  ότι είναι αδύνατο να προκύψουν εξελίξεις στις πολιτικές ισορροπίες. Το ισχυρό προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας σχετίζεται με περισσότερο με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι θα μπορούσε, εάν  επανερχόταν στην εξουσία, να κάνει κάτι καλύτερο από όσα έκανε στην προηγούμενη κυβερνητική του θητεία και λιγότερο με την ικανοποίηση των ψηφοφόρων από τη  σημερινή κυβέρνηση. Η τελευταία έχει εστιάσει  στην αντιμετώπιση των, μεγάλων βέβαια, προβλημάτων που έχει προκαλέσει η πανδημία και έχει προχωρήσει ελάχιστα έως καθόλου στην αντιμετώπιση των δομικών αδυναμιών  του κράτους και της χώρας. Η πολυνομία και η ασάφεια του νομοθετικού καθεστώτος παραμένει, η γραφειοκρατία δεν έχει περιορισθεί δραστικά, οι ρυθμοί απονομής της δικαιοσύνης δεν έχουν επιταχυνθεί και το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να διογκώνεται σταθερά.  Ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, τα περιβόητα έργα στο Ελληνικό κατ΄ ουσία δεν έχουν αρχίσει όχι σε 100 ημέρες αλλά ούτε σε 2,5 χρόνια, το μετρό στη Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να αγνοείται και γενικότερα δεν υπάρχει καμία θεαματική  εξέλιξη ικανή να δημιουργήσει  αισιοδοξία για το μέλλον του τόπου. Αργά ή γρήγορα όλα αυτά δεν μπορούν παρά να μεταφρασθούν σε πολιτική φθορά για τη Νέα Δημοκρατία.    

Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από την έλλειψη ουσιαστικής αυτοκριτικής για τα κυβερνητικά πεπραγμένα της περιόδου 2015-19 και νέων ιδεών για το μέλλον, είναι φανερή η αναντιστοιχία μεταξύ της οργανωμένης βάσης του κόμματος και της εκλογικής του επιρροής. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παραμείνει πεισματικά προσκολλημένος σε μια οργάνωση λίγων χιλιάδων μελών, σχεδόν την ίδια από τότε που αγωνιζόταν να υπερβεί το όριο του 3% . Οι προκείμενες σ΄ αυτόν συνδικαλιστικές και αυτοδιοικητικές  παρατάξεις καταγράφουν ως επί το πλείστον μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, ενώ οι εσωκομματικές του διαδικασίες  δεν ενδιαφέρουν κανέναν εκτός από τα στελέχη του. Το χειρότερο  είναι ότι ο νέος σε ηλικία πρόεδρός του μοιάζει ολοένα και πιο παλιός  από πολιτική άποψη, περιβάλλεται από αυλοκόλακες   και ανέχεται προσπάθειες υπονόμευσης εκ των έσω εναντίον όσων πρώην υπουργών διαθέτουν ένα έστω ελαφρώς διακριτό πολιτικό στίγμα. Με άλλες λέξεις η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση όχι μόνο δεν δείχνει να μπορεί να πραγματοποιήσει άνοιγμα προς την κοινωνία, αλλά περιπίπτει σε μια ολοένα χειρότερη εσωστρέφεια.

Ακριβώς ένα άνοιγμα προς την κοινωνία και ιδίως προς τη νεολαία χρειάζεται να επιχειρήσει ο χώρος της κεντροαριστεράς αν θέλει να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει όχι μόνο ένα νέο πρόσωπο στην ηγεσία του, αλλά και ένα νέο κυβερνητικό πρόγραμμα, αρθρωμένο γύρω από τις πραγματικές ανάγκες αυτού του τόπου, με έμφαση στην αποδόμηση του πελατειακού συστήματος και την οικοδόμηση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους, σε όφελος των πολλών μη – προνομιούχων και όχι της οικονομικής και επικοινωνιακής ολιγαρχίας. Το κατά πόσο θα το κατορθώσει μένει να φανεί σε έναν ορίζοντα μηνών, ως τις επόμενες εκλογές, η ετών, ως τις μεθεπόμενες.      

 Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.


Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 20.12.2021

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Ένα νέο ξεκίνημα


Η επικείμενη εκλογή νέου αρχηγού του ΚΙΝ.ΑΛ. μπορεί να σηματοδοτήσει την αλλαγή σελίδας για τον πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς που εξακολουθεί να βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, δώδεκα χρόνια μετά την  εκλογική νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 2009. Μέσα στη δωδεκαετία αυτή σημειώθηκαν σεισμικές αλλαγές στο πολιτικό τοπίο  της χώρας, με κυριότερη τη μετακίνηση του κύριου όγκου των ψηφοφόρων του κεντροαριστερού χώρου στον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Το ζητούμενο  για το ΚΙ.ΝΑΛ. είναι να ανακτήσει την κρίσιμη τούτη μάζα ψηφοφόρων, ώστε να  ξαναγίνει κόμμα εξουσίας και να αμφισβητήσει τη φαινομενική παντοδυναμία της «Νέας Δημοκρατίας».

  Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ασφαλώς δύσκολο και θα χρειαστεί χρόνο, δεν είναι όμως ακατόρθωτο. Υπάρχει άλλωστε το ιστορικό προηγούμενο του 1958- 1961, όταν η τότε ΕΔΑ είχε αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση,  αλλά στη συνέχεια συρρικνώθηκε και πάλι, μετά τη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου . Και πέρα όμως από την ιστορία, γεγονός είναι ότι ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. δεν εχει  διευρύνει την  περιορισμένη βάση των κομματικών μελών του και  η επιρροή των προσκείμενων σ΄ αυτόν παρατάξεων στον συνδικαλισμό και την τοπική/περιφερειακή αυτοδιοίκηση παραμένει σαφώς μικρότερη από ό,τι των αντίστοιχων του ΚΙΝ.ΑΛ. Άρα η κοινωνική του αγκύρωση είναι πιο αβέβαιη από όσο δείχνουν τα αποτελέσματα της επταετίας 2012-2019 σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών και ευρωεκλογών. 

Το ΚΙΝ.ΑΛ. δεν μπορεί να επανασυνδεθεί με τον κόσμο του, δηλ. κατά βάση με τους μη – προνομιούχους της ελληνικής κοινωνίας, αναδιφώντας το παρελθόν. Πρέπει να πείσει τους ψηφοφόρους ότι διαθέτει πρόγραμμα για το μέλλον,  πιο φιλολαϊκό από εκείνο της «Νέας Δημοκρατίας» και πιο ρεαλιστικό από αυτό του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Το ΚΙΝ.ΑΛ. χρειάζεται να υποβάλει στο εκλογικό σώμα μια πρόταση εξουσίας που θα συνδυάζει την αναπτυξιακή οικονομική δυναμική, η οποία αποδεδειγμένα λείπει από τον πολιτικό λόγο αλλά και την κυβερνητική πρακτική του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, με την κοινωνική δικαιοσύνη/αναδιανομή υπέρ των ασθενέστερων, που βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό έξω από την οπτική της «Νέας Δημοκρατίας». Και πέρα από  αυτό, για να δείξει ότι μπορεί να αλλάξει την Ελλάδα προς το καλύτερο, πρέπει να αλλάξει και το ίδιο, κατακτωντας ένα ανωτερο επίπεδο δημοκρατικής λειτουργίας στο εσωτερικό του, σε αντιδιαστολή τόσο προς τον αρρωστημένο ηγεμονισμό του Αλέξη Τσίπρα , όσο και προς την κληρονομική φεουδαρχία των βαρώνων της «Νέας Δημοκρατίας». 

Οι  ηγετικές προσωπικότητες παίζουν πάντα ρόλο, συμβολικό και όχι μόνο. Η Φώφη Γεννηματά κατόρθωσε να ανακόψει την πορεία προς την άβυσσο, επιδεικνύοντας στις κρίσιμες στιγμές κοινή λογική και πολιτική ενσυναίσθηση. Αυτός όμως που βάζει φρένο στην πτώση δεν ταυτίζεται κατ΄ ανάγκη με εκείνον που θα εξασφαλίσει την αναγκαία ώθηση για την άνοδο. Για να δρομολογηθεί η τελευταία χρειάζεται στροφή προς τη νέα γενιά, η οποία εδώ και καιρό έχει γυρίσει την πλάτη της στην κεντροαριστερά. Χρειάζεται ένα πρόσωπο νέο και άφθαρτο, για ένα νέο ξεκίνημα. Από τις γνωστές υποψηφιότητες για την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. τα χαρακτηριστικά αυτά φαίνεται να τα συγκεντρώνει περισσότερο εκείνη του Νίκου Ανδρουλάκη. 

Πέρα από τα πρόσωπα βέβαια καθοριστικής σημασίας είναι και η διαδικασία. Η συμμετοχή περισσότερων από 200.000 ψηφοφόρων στην προηγούμενη εσωκομματική εκλογή του  2017 και η ομαλή διεξαγωγή της θέτουν υψηλά τον πήχη και για το 2021, εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού. Η υπέρβασή του θα αποτελούσε ασφαλώς αίσιο οιωνό για το μέλλον του  χώρου, ο οποίος μακροπρόθεσμα μπορεί να αναδειχθεί πιο ισχυρός αντίπαλος της «Νέας Δημοκρατίας» από ό,τι ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., επειδή μπορεί να απευθυνθεί και σε έναν μεσαίο χώρο ψηφοφόρων πολιτικά απρόσιτο για τον τελευταίο.     

     Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.


Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 13.9.2021

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

To πολιτικό μας σύστημα μοιάζει με σκάφος που έχει πάρει κλίση προς τη μία πλευρά

Η κυβερνητική διετία 2019-2021 χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την υποτονικότητά της αντιπολίτευσης, η οποία αποτυπώνεται στο σύνολο των σχετικών δημοσκοπήσεων με χαμηλές αξιολογήσεις της τελευταίας από την κοινή γνώμη και με σταθερή την πρώτη θέση της «Νέας Δημοκρατίας» στην πρόθεση ψήφου, σε μεγάλη απόσταση από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.

Το βασικό πρόβλημα βέβαια του τελευταίου είναι όσα έπραξε, αλλά και όσα δεν έπραξε, στην προηγηθείσα δική του θητεία στην εξουσία.

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέγραψε την Ιούλιο του 2019 μια πολύ ικανοποιητική επίδοση, με 31,5% των ψήφων, έχοντας υποστεί περιορισμένη φθορά σε σχέση με το 35,5% του Σεπτεμβρίου του 2015, αλλά έκτοτε δε φαίνεται να έχει ανοδική δυναμική, διότι δεν πείθει ότι μπορεί να προσφέρει στη χώρα ένα νέο ξεκίνημά (άλλωστε δεν το πρόσφερε ούτε το 2015-19, όταν περιορίσθηκε σε προσπάθειες αναδιανομής, υπέρ κάποιων από τους οικονομικά ασθενέστερους, ενός απελπιστικά συρρικνωμένου εθνικού εισοδήματος).

Όσο για το ΚΙΝ.ΑΛ., εκείνο βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, καθώς όχι μόνο το βαρύνουν οι αποτυχίες προηγούμενων κυβερνητικών θητειών του, αλλά αντιμετωπίζει και δυσκολίες προσανατολισμού.

Συχνά ετεροπροσδιορίζεται σε ό,τι αφορά στις πολιτικές του θέσεις, επιδιώκοντας να κρατήσει ένα είδος μέσης γραμμής ανάμεσα σε αυτές των μεγαλύτερων γειτόνων του, προς τα δεξιά (ΝΔ) και τα αριστερά (ΣΥ.ΡΙΖ.Α), χωρίς να διαθέτει μια δική του πολιτική πρόταση με στοιχεία καινοτομίας.

Παρά ταύτα, τα ερείσματά του στον συνδικαλισμό και την τοπική αυτοδιοίκηση παραμένουν ισχυρά, και πάντως πολύ ισχυρότερα τόσο από τα αντίστοιχα του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τα ποσοστά του ίδιου του ΚΙΝΑΛ στις βουλευτικές εκλογές της τελευταίας δεκαετίας.

Τούτο αφήνει να εννοηθεί ότι η μετακίνηση του κύριου όγκου των ψηφοφόρων του προς τον ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να αποδειχθεί στο μέλλον μια διαδρομή μετ’ επιστροφής.

Εξάλλου, τα μικρότερα κόμματα στα δεξιά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος είναι μάλλον εφήμερα (με την εξαίρεση - βέβαια - του ΚΚΕ) σχήματα διαμαρτυρίας, με περιορισμένη δυνατότητα, ή και επιθυμία, να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες.

Οι αδυναμίες αυτές της αντιπολίτευσης δεν είναι ωφέλιμες για το πολιτικό μας σύστημα, αφού το κάνουν να μοιάζει με σκάφος που έχει πάρει κλίση προς τη μία (την κυβερνητική) πλευρά του.

Κυρίως όμως δεν είναι ωφέλιμες για τη χώρα, εφόσον και η κυβέρνηση περιορίζεται κατά βάση στη διαχείριση των, ομολογουμένως τεράστιων, προβλημάτων τα οποία έχει προκαλέσει η πανδημία, χωρίς να μπορεί κατά τα άλλα να αντιμετωπίσει τις τεράστιες παθογένειες του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας.

Ακόμα και οι πιο εμβληματικές της εξαγγελίες, όπως οι περιβόητες «μπουλντόζες στο Ελληνικό» ή η καταπολέμηση της εγκληματικότητας, έχουν μείνει γράμμα νεκρό επί δύο χρόνια, ενώ η αναξιοκρατία, οι πελατειακές σχέσεις, η γραφειοκρατία κλπ εξακολουθούν να ταλανίζουν τον τόπο.

Και βεβαία το μακροπρόθεσμα μεγαλύτερο εθνικό πρόβλημα, δηλαδή το δημογραφικό, απουσιάζει σχεδόν πλήρως από τη δημόσια συζήτηση και ασφαλώς δεν αντιμετωπίζεται με την πρόσφατα καθιερωμένη πενιχρή κρατική επιχορήγηση των 2.000 ευρώ στα νεογέννητα.

Η Ελλάδα χρειάζεται restart, το οποίο δεν μπορεί να της το προσφέρει το σημερινό κομματικό σύστημα.

Το κατά πόσο το ζητούμενο μπορεί να προκύψει μέσα από έναν μετασχηματισμό κάποιου από τους υπάρχοντες πολιτικούς φορείς (οι εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝ.ΑΛ ίσως θα μπορούσαν να είναι μια αφορμή) ή μέσα από τη δημιουργία νέων σχημάτων θα φανεί στα επόμενα χρόνια.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι, αν συνεχισθεί η υστέρησή μας απέναντι στην πρόοδο που επιτελούν άλλες χώρες (πχ: στα τελευταία 30 χρόνια όλα τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας έχουν ξεπεράσει σε κατά κεφαλή εθνικό εισόδημα, πλην Βουλγαρίας και Ρουμανίας, οι οποίες θα μας ξεπεράσουν σε μερικά χρόνια αν συνεχισθούν οι σημερινοί ρυθμοί), σε συνδυασμό με τις αρνητικές δημογραφικές ροές, το μέλλον του Ελληνισμού διαγράφεται ζοφερό.

Κ. Χρυσόγονος - Καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.


Άρθρο μου δημοσιευμένο την Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021 στο liberal.gr

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Το ζήτημα της προστασίας της τιμής των δημοσίων προσώπων - Άρθρο μου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

 Κώστας Χρυσόγονος

Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.

Το Σύνταγμα (άρθρο 14) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 10) προστατεύουν την ελευθερία της έκφρασης, με ιδιαίτερη έμφαση στην ελευθερία ειδικότερα του τύπου. Η παραπάνω ελευθερία αποτελεί ένα από τα κύρια θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας (απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 7.12.1976, υπόθεση Handyside) και περιορίζεται μόνο για λόγους προστασίας άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η «τιμή» του προσώπου (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Συντάγματος).

Ιδιαίτερη διάσταση έχει πάντως το ζήτημα της προστασίας της τιμής των δημόσιων προσώπων. Αν και ο πολιτικός δεν στερείται της προστασίας γενικά της υπόληψής του, πάντως πρέπει να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή στην κριτική από ό, τι ο απλός πολίτης, αφού άλλωστε το στοιχείο της αντιπαράθεσης και αντιδικίας χαρακτηρίζει εξ ορισμού την πολιτική. Με παρόμοιο σκεπτικό το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός ενός πολιτικού ως «ηλίθιου» σε δημοσιογραφικό άρθρο δεν συνιστούσε υπέρβαση των θεμιτών ορίων της κριτικής και άρα, η ποινική καταδίκη του δημοσιογράφου γι αυτόν ήταν αντίθετη στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ. Την ίδια αντίληψη εκφράζει η νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία δέχεται ότι τα ΜΜΕ έχουν δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τη διατύπωση σχολίων σχετικών με τη συμπεριφορά προσώπων που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, είναι επιτρεπτοί χαρακτηρισμοί π.χ. για τη συμπεριφορά βουλευτή, εκτός αν αποτελούν συκοφαντική δυσφήμηση ή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλ. προσβολής της τιμής με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου ή με περιφρόνηση αυτού.

Με άλλα λόγια, ένα πολιτικό πρόσωπο μπορεί να αξιώνει από δημοσιογράφους και/ή εκδότες να μην προσβάλλουν την τιμή του με τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, όχι όμως και να μην ερμηνεύουν και σχολιάζουν κατά την κρίση τους το ένα ή το άλλο γεγονός. Η ενοικίαση εξοχικής κατοικίας από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ένα γεγονός που ούτε ο ίδιος δεν αμφισβητεί. Η υποβολή εκ μέρους του αγωγής κατά εκδότη και δημοσιογράφου για τον τρόπο με τον οποίο σχολίασαν την ενοικίαση, θεωρώντας την σκάνδαλο με βάση ένα δικό τους σκεπτικό, φαίνεται να ξεπερνάει τα όρια της θεμιτής προστασίας της τιμής του. Το σχόλιο κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ ότι η αγωγή υποβλήθηκε επειδή οι εναγόμενοι, μετά την επίδοση εξωδίκου, συνέχισαν να εκτοξεύουν «ειρωνείες, υπαινιγμούς και χαρακτηρισμούς» συνοψίζει, προφανώς χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι συντάκτες του, την ουσία της υπόθεσης, αφού τίποτε από όλα αυτά, στρεφόμενο κατά πολιτικού προσώπου, δεν απαγορεύεται σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Απαγορεύεται μόνο η εμφάνιση ψευδών γεγονότων ως αληθών και τούτο είναι το μοναδικό αντικείμενο που μπορεί να κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Να ανακτήσουμε τη χαμένη έννοια της προόδου - Άρθρο μου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Χρυσόγονος

Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.

    Η συζήτηση για κυβερνητική σύμπραξη στο μέλλον μεταξύ ΚΙΝ.ΑΛ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α., υπό την επιγραφή της «προοδευτικής διακυβέρνησης», εντείνεται τελευταία από αμφότερες τις πλευρές. Στην πραγματικότητα άλλωστε τα δύο κόμματα δεν τα χωρίζουν διαφορές στρατηγικού χαρακτήρα. Αμφότερα αποδέχονται το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα (παρά τις κατά καιρούς ρητορικές εξάρσεις περί «μετασχηματισμών» του) και τους βασικούς διεθνείς προσανατολισμούς της χώρας (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ευρωζώνη). Σ’ αυτά βέβαια δεν συμπίπτουν μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τη «Νέα Δημοκρατία». Η διαφορά των τριών εντοπίζεται κυρίως σε ποσοτικά ζητήματα, δηλ. στο πόση ακριβώς αναδιανομή μέρους του συνολικού κοινωνικού προϊόντος από τους έχοντες προς τους  μη έχοντες θεωρούν επιθυμητή και/ή εφικτή, και δευτερευόντως σε άλλα επιμέρους, από τα ιδιωτικά Α.Ε.Ι. ως τον τρόπο εκφοράς του πολιτικού λόγου. 

    Μια συγκυβέρνηση μεταξύ κάποιων από τα κόμματα αυτά δεν είναι επομένως θεωρητικά απίθανη. Και πρακτικά όμως, η «Νέα Δημοκρατία» είχε συγκυβερνήσει το 1989-1990 και το 2012-2015 με προκάτοχα σχήματα των άλλων δύο (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και «Συνασπισμό»). Εξάλλου τον Σεπτέμβριο του 2015, αν οι ΑΝ.ΕΛ. δεν εξασφάλιζαν εντελώς οριακά την είσοδό τους στη Βουλή, είναι αρκετά πιθανό ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και (τότε) «Δημοκρατική Συμπαράταξη» θα αναγκάζονταν να συγκυβερνήσουν. Το πρόβλημα ωστόσο έγκειται στο ότι ιστορικά η συγκυβέρνηση στην Ελλάδα μετά το 1974 αποδεικνύεται εκλογικά επιζήμια έως καταστροφική για τον μικρότερο εταίρο. Ανεξάρτητα από το που οφείλεται το φαινόμενο, πάντως η είσοδος του ΚΙΝ.ΑΛ. ως ελάσσονος εταίρου σε κυβέρνηση είτε Μητσοτάκη είτε Τσίπρα δεν προβλέπεται να το ωφελήσει. 

    Πέρα όμως από το ερώτημα ποιοί μπορούν να συγκυβερνήσουν στο μέλλον, κρίσιμο είναι να απαντηθεί τι θα συνιστούσε «προοδευτική» διακυβέρνηση. Εδώ υπάρχει σκόπιμη σύγχυση, αφού όποιος αποχαρακτηρίζεται «αριστερός» (έστω με προσθήκες, π.χ. κεντροαριστερός) αξιώνει να θεωρηθεί αυτομάτως και προοδευτικός, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να υποστηρίζει αντιδραστικές θέσεις (π.χ. το νεοσταλινικό ΚΚΕ, που ευαγγελίζεται τη μετατροπή της σημερινής Ελλάδας σε μικρογραφία της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, είναι ένα βαθιά αντιδραστικό κόμμα). 

    Το ζητούμενο είναι να ανακτήσουμε τη χαμένη έννοια της προόδου, ώστε να αποκτήσει η χώρα μας την προοπτική να προοδεύσει αληθινά. Πρόοδος θα ήταν η αποδόμηση του πελατειακού συστήματος και η οικοδόμηση ενός σύγχρονου κράτους, το οποίο να υποβοηθήσει την οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, αντί να παρακολουθεί απαθές την επιδείνωση της θέσης μας στην παγκόσμια οικονομία (πριν από 30 χρόνια το κατά κεφαλή ΑΕΠ μας ήταν υψηλότερο από όλων των χωρών της Ευρ. Ένωσης, σήμερα είναι χαμηλότερο όλων, εκτός Βουλγαρίας και Ρουμανίας). Πρόοδος θα ήταν η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, που κατατρώει τα σωθικά του Ελληνισμού, με κατάλληλες φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές πολιτικές, σε συνδυασμό με ενεργητική μεταναστευτική πολιτική σε σχέση με ανθρώπους πολιτισμικά ενσωματώσιμους. Πρόοδος, με άλλα λόγια, θα ήταν μια συνολική αλλαγή πορείας, για την οποία όμως αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να είναι έτοιμη η γηρασμένη και φοβική ελληνική κοινωνία.