Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ThePresident.gr
Η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης έναντι της Βουλής και μέσω αυτής και έναντι του εντολέα της, δηλαδή του λαού αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η αρχή αυτή εξαγγέλλεται πανηγυρικά στο άρθρο 85 του Συντάγματος και υλοποιείται κυρίως με τις διατάξεις του άρθρου 84 περί δυνατότητας της Βουλής να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης οποτεδήποτε εκφράσει την δυσπιστία της προς εκείνη. Στην πράξη βέβαια η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αυτών περιορίζεται όσο πιο ομοιογενής, ισχυρή και πειθαρχημένη είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την εκάστοτε κυβέρνηση.
Έστω πάντως και αν παραμένει ένα απλό θεωρητικό ενδεχόμενο, η έννοια της πολιτικής ευθύνης είναι κατ’ εξοχήν συνυφασμένη με την απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, μέσω του καταλογισμού τέτοιας ευθύνης από την Βουλή με την υπερψήφιση πρότασης δυσπιστίας ή μέσω της οικειοθελούς ανάληψής της από τον εκάστοτε πρωθυπουργό δια της υποβολής παραιτήσεως. Με μια ευρύτερη έννοια μπορεί να γίνεται λόγος γενικότερα για τον κοινοβουλευτικό διάλογο ως διαδικασία πραγμάτωσης της κυβερνητικής ευθύνης, δεδομένου ότι μέσα από αυτόν εκφράζεται θεσμικά η κριτική της αντιπολίτευσης ή η τυχόν αυτοκριτική της κυβέρνησης για τα πεπραγμένα της. Τούτο μπορεί να έχει συνέπειες όχι τόσο για την υπόσταση της κυβέρνησης όσο για τη νομιμοποίησή της, ενόψει και των επόμενων κάθε φορά Βουλευτικών εκλογών.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι η ύπαρξη ενός σκεπτικού σχετικά με τις κυβερνητικές πράξεις ή παραλείψεις, όπως αυτό που εκτίθεται στο κείμενο μιας πρότασης δυσπιστίας ή αναπτύσσεται σε αγορεύσεις στο Κοινοβούλιο. Αν λείπει κάθε τέτοιο σκεπτικό και κάθε λόγος αυτοκριτικής και εάν η εξαγγελία περί ανάληψης πολιτικής ευθύνης για συγκεκριμένο γεγονός γίνεται από τον πρωθυπουργό όχι στα πλαίσια κάποιας μορφής διαλόγου αλλά ως μονόλογος στις τηλεοπτικές κάμερες, χωρίς να συνοδεύεται και από καμιά προοπτική παραίτησης, τότε η εξαγγελία αυτή είναι ψευδεπίγραφη. Κατ’ ουσίαν δεν πρόκειται για παραδοχή ευθύνης, αλλά για παροχή κάλυψης στους υφισταμένους του (υπουργούς, γραμματείς κλπ ), με την επιφύλαξη ότι ο ίδιος θα τους κρίνει και ενδεχομένως θα τους απομακρύνει όταν ευδοκήσει.
Με άλλες λέξεις υποκρύπτεται εδώ μια εκδήλωση αλαζονείας από τον ηγεμόνα της κυβέρνησης και του κόμματος, ο οποίος αξιώνει να λειτουργεί ως μόνος κριτής ορατών τε πάντων και αοράτων. Και υπογραμμίζει εμφατικά την αξίωσή του αυτή απαγορεύοντας σε όλους τους υποτακτικούς του να εμφανίζονται σε τηλεοπτικούς σταθμούς που μεταδίδουν πληροφορίες (σωστές ή λάθος) για τις προθέσεις του να απομακρύνει στελέχη του κρατικού μηχανισμού.
Με όλα αυτά ο Αλέξης Τσίπρας αποδεικνύει ότι είναι πολύ πιο παλιός από το παλιό και ότι, σε αντίθεση προς τις εξαγγελίες του, το πραγματικό του πολιτικό σχέδιο για τη χώρα είναι βαθιά αντιδραστικό. Ο νεότερος πρωθυπουργός του 20ου και 21ου αιώνα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με πολιτική επανέκδοση του νεότερου πρωθυπουργού του 19ου αιώνα, του αρχιερέα της ρουσφετολογίας Επαμεινώνδα Δεληγεώργη. Πού ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόταν άλλος.
Η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης έναντι της Βουλής και μέσω αυτής και έναντι του εντολέα της, δηλαδή του λαού αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η αρχή αυτή εξαγγέλλεται πανηγυρικά στο άρθρο 85 του Συντάγματος και υλοποιείται κυρίως με τις διατάξεις του άρθρου 84 περί δυνατότητας της Βουλής να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης οποτεδήποτε εκφράσει την δυσπιστία της προς εκείνη. Στην πράξη βέβαια η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αυτών περιορίζεται όσο πιο ομοιογενής, ισχυρή και πειθαρχημένη είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την εκάστοτε κυβέρνηση.
Έστω πάντως και αν παραμένει ένα απλό θεωρητικό ενδεχόμενο, η έννοια της πολιτικής ευθύνης είναι κατ’ εξοχήν συνυφασμένη με την απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, μέσω του καταλογισμού τέτοιας ευθύνης από την Βουλή με την υπερψήφιση πρότασης δυσπιστίας ή μέσω της οικειοθελούς ανάληψής της από τον εκάστοτε πρωθυπουργό δια της υποβολής παραιτήσεως. Με μια ευρύτερη έννοια μπορεί να γίνεται λόγος γενικότερα για τον κοινοβουλευτικό διάλογο ως διαδικασία πραγμάτωσης της κυβερνητικής ευθύνης, δεδομένου ότι μέσα από αυτόν εκφράζεται θεσμικά η κριτική της αντιπολίτευσης ή η τυχόν αυτοκριτική της κυβέρνησης για τα πεπραγμένα της. Τούτο μπορεί να έχει συνέπειες όχι τόσο για την υπόσταση της κυβέρνησης όσο για τη νομιμοποίησή της, ενόψει και των επόμενων κάθε φορά Βουλευτικών εκλογών.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι η ύπαρξη ενός σκεπτικού σχετικά με τις κυβερνητικές πράξεις ή παραλείψεις, όπως αυτό που εκτίθεται στο κείμενο μιας πρότασης δυσπιστίας ή αναπτύσσεται σε αγορεύσεις στο Κοινοβούλιο. Αν λείπει κάθε τέτοιο σκεπτικό και κάθε λόγος αυτοκριτικής και εάν η εξαγγελία περί ανάληψης πολιτικής ευθύνης για συγκεκριμένο γεγονός γίνεται από τον πρωθυπουργό όχι στα πλαίσια κάποιας μορφής διαλόγου αλλά ως μονόλογος στις τηλεοπτικές κάμερες, χωρίς να συνοδεύεται και από καμιά προοπτική παραίτησης, τότε η εξαγγελία αυτή είναι ψευδεπίγραφη. Κατ’ ουσίαν δεν πρόκειται για παραδοχή ευθύνης, αλλά για παροχή κάλυψης στους υφισταμένους του (υπουργούς, γραμματείς κλπ ), με την επιφύλαξη ότι ο ίδιος θα τους κρίνει και ενδεχομένως θα τους απομακρύνει όταν ευδοκήσει.
Με άλλες λέξεις υποκρύπτεται εδώ μια εκδήλωση αλαζονείας από τον ηγεμόνα της κυβέρνησης και του κόμματος, ο οποίος αξιώνει να λειτουργεί ως μόνος κριτής ορατών τε πάντων και αοράτων. Και υπογραμμίζει εμφατικά την αξίωσή του αυτή απαγορεύοντας σε όλους τους υποτακτικούς του να εμφανίζονται σε τηλεοπτικούς σταθμούς που μεταδίδουν πληροφορίες (σωστές ή λάθος) για τις προθέσεις του να απομακρύνει στελέχη του κρατικού μηχανισμού.
Με όλα αυτά ο Αλέξης Τσίπρας αποδεικνύει ότι είναι πολύ πιο παλιός από το παλιό και ότι, σε αντίθεση προς τις εξαγγελίες του, το πραγματικό του πολιτικό σχέδιο για τη χώρα είναι βαθιά αντιδραστικό. Ο νεότερος πρωθυπουργός του 20ου και 21ου αιώνα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με πολιτική επανέκδοση του νεότερου πρωθυπουργού του 19ου αιώνα, του αρχιερέα της ρουσφετολογίας Επαμεινώνδα Δεληγεώργη. Πού ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόταν άλλος.