Η ποινική καταδίκη στελεχών της «Χρυσής Αυγής» για τις εγκληματικές
πράξεις τους έρχεται με πολυετή καθυστέρηση, η οποία είναι δυστυχώς
χαρακτηριστική για τους ρυθμούς απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Θα ακολουθήσει άλλωστε η κατ΄ έφεση δίκη και ενδεχομένως η αναιρετική διαδικασία
στον Άρειο Πάγο, ενώ δεν αποκλείεται μετά από όλα αυτά να ασκηθούν και
προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνεπώς η
πολύκροτη αυτή υπόθεση θα συνεχίσει να μας απασχολεί για χρόνια.
Όσο για το πολιτικό σκέλος του ζητήματος, η καταδίκη αφορά συγκεκριμένα
πρόσωπα και όχι το πολιτικό κόμμα ως τέτοιο. Διαδικασία απαγόρευσης του
τελευταίου δεν υφίσταται στην ελληνική έννομη τάξη και άρα μπορεί να ξαναδούμε
εκλογικούς συνδυασμούς του νεοναζιστικού μορφώματος στις επόμενες εκλογές.
Εξάλλου η παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων έχει
καταργηθεί το 2019 και επομένως οι καταδικασθέντες μπορούν να εκθέσουν εκ νέου
υποψηφιότητες, ακόμη και αν κρατούνται στις φυλακές. Άλλωστε και χωρίς τη
νομοθετική τροποποίηση του 2019 θα απαιτούνταν αμετάκλητη καταδίκη (δηλ.
απόρριψη των εφέσεων και αναιρέσεων) και τούτο δεν θα προλάβαινε να συμβεί έως
το 2023. Η τυχόν επαναφορά της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων στον Ποινικό
Κώδικα δεν μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, να έχει
αναδρομική ισχύ και άρα δεν οδηγεί στη μη εκλογιμότητα των καταδικασθέντων.
Συμπερασματικά, η ποινική δικαιοσύνη έκρινε τους Μιχαλολιάκο και σια από
ποινική άποψη και τους καταδίκασε. Για την πολιτική τους καταδίκη όμως μόνο
αρμόδιο είναι το εκλογικό σώμα.