Άρθρο 3 προστίθεται ερμηνευτική δήλωση «Η αναγνώριση επικρατούσας θρησκείας δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων».
Άρθρο 13 προστίθεται ερμηνευτική δήλωση «Οι προβλεπόμενες στο νόμο ή στο Σύνταγμα υποχρεώσεις ορκοδοσίας δεν αφορούν εκείνους οι οποίοι δηλώνουν ότι η δόση όρκων αντιβαίνει στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις».
Άρθρο 19 παρ. 3 αντικαθίσταται ως εξής: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με παραβίαση συνταγματικών διατάξεων από δημόσια αρχή».
Στο άρθρο 21 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: «7. Το κράτος εγγυάται για κάθε Έλληνα που διαμένει στην Επικράτειά του ένα ελάχιστο όριο εισοδήματος όπως νόμος ορίζει».
Άρθρο 22 παρ.2 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι γενικοί όροι εργασία; στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα καθορίζονται σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία.
Η παρ. 3 του άρθρου 22 καταργείται.
Άρθρο 29 παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής : «Έλληνες πολίτες μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η εσωτερική οργάνωσή τους οφείλει να μην αντιβαίνει στις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές».
Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις αποδεδειγμένες εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες και υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται στις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς την οικονομική τους διαχείριση, όπως νόμος ορίζει.
εδ. β’: Με νόμο επιβάλλεται ανώτατο όριο εκλογικών δαπανών, μπορεί να απαγορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής και καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παράβαση των σχετικών διατάξεων συνιστά λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα ύστερα από ένσταση όποιου έχει έννομο συμφέρον.
Το υφιστάμενο εδ. β’ καταργείται, το εδ. γ’ καθίσταται εδάφιο β’ και τροποποιείται ως ανωτέρω.
Το υφιστάμενο εδάφιο δ’ καθίσταται εδάφιο γ’ και τροποποιείται ως εξής: «Ο έλεγχος της διαχείρισης των οικονομικών των κομμάτων, των εκλογικών δαπανών και του πόθεν έσχες των βουλευτών διενεργείται από ειδικό όργανο που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει». Αντιστοίχως το εδ. ε’ καθίσταται δ’.
Άρθρο 32 παρ. 3: διαγράφεται το τρίτο εδάφιο από το "αν δεν επιτευχθεί… των βουλευτών. Προστίθεται παράγραφος:
«4. Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην δεύτερη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, προκηρύσσεται εκλογή για άμεση ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υπόδειξη των υποψηφίων και την εκλογική διαδικασία. Εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 54 παράγραφος 1».
Άρθρο 42 παρ. 1 εδ. α΄ στο τέλος προστίθεται «και αφού έχουν παρέλθει οι προθεσμίες της παραγράφου 2 του άρθρου 44».
Άρθρο 44 παρ. 2: « Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου, ύστερα από ενυπόγραφη πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών, που υποβάλλεται το αργότερο μέσα σε πέντε ημέρες από την ψήφιση του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου, ή ύστερα από ενυπόγραφες αιτήσεις τουλάχιστον τριακοσίων χιλιάδων πολιτών εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, που υποβάλλονται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την ψήφιση του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής».
Άρθρο 54 παρ. 3: καταργείται
Άρθρο 54 ερμηνευτική δήλωση: H σειρά εκλογής των προσώπων που περιλαμβάνονται στους εκλογικούς συνδυασμούς καθορίζεται είτε με ψήφο προτίμησης είτε με εσωκομματικές προκριματικές εκλογές, όπως νόμος ορίζει.
Καθιέρωση ενός ανώτατου ορίου βουλευτικής θητείας, η υπέρβαση του οποίου να συνεπάγεται γενικό και απόλυτο κώλυμα εκλογιμότητας.
Άρθρο 56 παρ. 1 εδ. α’: Διαγράφονται οι λέξεις «αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης».
Στην ίδια παράγραφο προστίθεται νέο εδάφιο ε’ ως εξής: «Δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές όσοι έχουν συμπληρωμένα περισσότερα των δώδεκα ετών βουλευτικής θητείας κατά την ημέρα προκήρυξης των εκλογών».
Άρθρο 56 προστίθεται νέα παρ. 5: «Δεν μπορεί να ανακηρυχθεί υποψήφιος ούτε να εκλεγεί βουλευτής όποιος έχει συμπληρώσει δώδεκα έτη συνολικής θητείας ως βουλευτής».
Περιστολή του ακαταδίωκτου στα όρια της πολιτικής δραστηριότητας του βουλευτή.
Άρθρο 62: «Ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε
φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια της
Βουλής για πολιτικά και μικτά εγκλήματα κατά τη διάρκεια της
βουλευτικής περιόδου και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής, εκτός από τα αυτόφωρα.
Άρθρο 68 παρ. 2: εδ. α΄ και β΄ αντικαθίστανται ως εξής: «Η Βουλή συνιστά από τα μέλη της εξεταστικές επιτροπές ύστερα από ενυπόγραφη πρόταση του ενός τρίτου του όλου αριθμού των βουλευτών».
Το εδ. γ΄ μένει ως έχει.
Πρόβλεψη δυνατότητας δικαστικού ελέγχου για διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νόμου στον οποίο περιέχονται και συνεπώς αντισυνταγματικές για τον λόγο αυτόν.
Άρθρο 74 παρ. 5: Καταργείται το εδάφιο στ΄ («σε περίπτωση αμφισβήτησης αποφαίνεται η Βουλή»).
Άρθρο 86 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί δεν διώκονται ούτε συλλαμβάνονται ούτε φυλακίζονται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζονται, για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο ύστερα από άδεια της Βουλής.
2. Αρμόδιο για την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό με κατηγορούμενους πρόσωπα που διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί, για αδικήματα τα οποία τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είναι Ειδικό Δικαστήριο. Το Ειδικό Δικαστήριο συγκροτείται για κάθε υπόθεση από ένδεκα μέλη που κληρώνονται μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση μεταξύ όλων των διορισμένων πριν από την κατηγορία Αρεοπαγιτών, όπως νόμος ορίζει. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει το αρχαιότερο μέλος. Καθήκοντα εισαγγελέα ασκεί Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση.»
Άρθρο 88 παρ. 2 τα εδάφια γ΄, δ΄ και ε΄ καταργούνται
Άρθρο 89 παρ. 2 αντικαθίσταται ως εξής: « Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται σε δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».
Άρθρο 90 παρ. 1: Ενίσχυση της εσωτερικής ανεξαρτησίας των κατώτερων δικαστικών λειτουργών με κατοχύρωση δυνατότητας του κοινού νομοθέτη να θεσπίσει ένα (δεσμευτικό για το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο) σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις τους.
Άρθρο 90 παρ. 4 νέο εδάφιο (β’): Mε νόμο που ψηφίζεται με πλειοψηφία τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να θεσπισθεί σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστικών λειτουργών, το οποίο δεσμεύει το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο και την ολομέλεια ως δευτεροβάθμιο συμβούλιο.
Άρθρο 90 παρ. 5 εδ. α’ : Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, στην οποία περιλαμβάνονται τρία από τα μέλη του, όπως νόμος ορίζει, και επιλογή ενός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χωρίς προσυπογραφή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 90: Δεν επιτρέπεται η σύσταση περισσότερων της μίας θέσεων αντιπροέδρου στον Άρειο Πάγο, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Άρθρο 96
4. Ειδικοί νόμοι ορίζουν: α) Τα σχετικά με τα στρατιωτικά δικαστήρια, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες. β) Τα σχετικά με το δικαστήριο λειών.
5. Τα δικαστήρια του στοιχείου α’ της προηγούμενης παραγράφου συγκροτούνται από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται
με όλες τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστών. Νόμος ορίζει την βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων με τους λοιπούς τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς καθώς και τη σύνθεση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, των πειθαρχικών συμβούλιων και τα της επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών. Για τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. Τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο».
Άρθρο 100 παρ. 1 περ. α΄ αντικαθίσταται ως εξής: « α) Η εκδίκαση ενστάσεων κατά τα άρθρα 29 παρ. 2 και 58».
Άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ αντικαθίσταται ως εξής: «ε) Η κήρυξη διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού και η άρση της αμφισβήτησης για την έννοια διάταξης τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι΄ αυτήν αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Στην ίδια παράγραφο προστίθενται περιπτώσεις ζ΄ , η΄, θ΄ και ι΄, ως εξής:
«ζ) Η εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και του προεδρείου της Βουλής, που υποβάλλονται από βουλευτή.
η) Η μετά από αίτηση βουλευτή ακύρωση των προεδρικών διαταγμάτων διορισμού του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, απαλλαγής τους από τα καθήκοντά τους, διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών για παράβαση του Συντάγματος.
θ) Η μετά από αίτηση βουλευτή ακύρωση πράξης νομοθετικού περιεχομένου για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν οι συνταγματικοί όροι έκδοσής της.
ι) Η εκδίκαση διαφορών σχετικών με τις κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική ή συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων».
Άρθρο 100 παρ. 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το δικαστήριο της προηγούμενης παραγράφου συγκροτείται από δώδεκα μέλη, από τα οποία τα έξι εκλέγονται από την Ολομέλεια της Βουλής με μυστική ψηφοφορία για όλες τις θέσεις ταυτόχρονα. Κάθε βουλευτής έχει δικαίωμα να ψηφίσει υπέρ ενός μόνο υποψηφίου, διαφορετικά η ψήφος είναι άκυρη. Εκλέγονται οι υποψήφιοι που έλαβαν τις περισσότερες ψήφους, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους. Ένα περαιτέρω μέλος του δικαστηρίου εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία από τον Άρειο Πάγο, ένα από το Συμβούλιο της Επικρατείας και ένα από το Ελεγκτικό Συνέδριο, μεταξύ των μελών τους, και ένα από το σύνολο των καθηγητών πρώτης βαθμίδας καθεμιάς από τις νομικές σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Κομοτηνής, μεταξύ των καθηγητών πρώτης βαθμίδας κάθε σχολής.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο εκλέγει τον Πρόεδρο και τον
Αντιπρόεδρό του, μεταξύ των μελών του.
Τα καθήκοντα του μέλους του δικαστηρίου είναι ασυμβίβαστα με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.
Η θητεία των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου διαρκεί εννέα έτη. Επανεκλογή δεν επιτρέπεται. Σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας μέλους του Δικαστηρίου νέο μέλος εκλέγεται μόνο για το υπόλοιπο της θητείας από το όργανο που ανέδειξε το μέλος του οποίου η θητεία έληξε πρόωρα. Εάν το μέλος αυτό έχει εκλεγεί από την Ολομέλεια της Βουλής και εφόσον δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της, το νέο μέλος επιλέγεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
101Α παρ. 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε ανεξάρτητης αρχής. Η επιλογή τους γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. Εάν δεν επιτευχθεί η ως άνω πλειοψηφία μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από τότε που κενώνεται με οποιονδήποτε τρόπο η αντίστοιχη θέση, ο ορισμός των μελών γίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Άρθρο 100 παρ. 5 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Όταν σχηματισμός του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο».
Προστίθεται ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο 102 ως εξής:
«Η διάταξη της παραγράφου 2 δεν εμποδίζει την ανάθεση με νόμο αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στο σώμα των δημοτών, μέσω συνέλευσης ή τοπικού δημοψηφίσματος, ούτε την αναγνώριση με νόμο του εκλογικού δικαιώματος σε αλλοδαπούς που διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην περιφέρεια του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης».