Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ 21/07
Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος είναι μια πραγματική μεταρρύθμιση, η οποία μπορεί μακροπρόθεσμα να συμβάλει στον εξορθολογισμό του κράτους και ειδικότερα της νομοθετικής λειτουργίας του. Η τελευταία χαρακτηρίζεται παραδοσιακά από έναν υπερπληθωρισμό διατάξεων (πολυνομία), που συχνά θεσπίζονται με τρόπο πρόχειρο και τελικά αντιπαραγωγικό για την οικονομία και την κοινωνία. Τούτο ίσχυε ιδίως στις εποχές των μονοκομματικών κυβερνήσεων, όταν ο καθ’ ύλη αρμόδιος υπουργός ή ομάδες βουλευτών της συμπολίτευσης ενίοτε νομοθετούσαν σχεδόν λαθραία, με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής σε άσχετα νομοσχέδια, έχοντας διασφαλισμένη εκ των προτέρων την υπερψήφισή τους.
Η αναλογική κατανομή των εδρών μεταξύ των κομμάτων που υπερβαίνουν το «κατώφλι» εισόδου στη Βουλή θα σημάνει ότι αποχαιρετούμε την περιβόητη «αυτοδυναμία» και ότι για τον σχηματισμό πλειοψηφιών και κυβερνήσεων θα απαιτείται στο εξής η σύμπραξη περισσότερων του ενός και, υπό τις σημερινές συνθήκες, ίσως και τεσσάρων κομμάτων.
Επομένως η ψήφιση νόμων θα γίνει δυσκολότερη, καθώς θα προϋποθέτει διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων, ενώ και οι τυχόν κοινωνικές αντιδράσεις ίσως παίζουν μεγαλύτερο ρόλο, διότι κάποιοι από τους συγκυβερνώντες μπορεί να αποδεικνύονται πιο ευαίσθητοι σ’ αυτές από ό,τι άλλοι. Ως αποτέλεσμα ενδέχεται να έχουμε λιγότερους νόμους, οι οποίοι θα έχουν καταστεί αντικείμενο ευρύτερων συναινέσεων. Οι διαφωνούντες με την εκλογική μεταρρύθμιση προβάλλουν βέβαια το φόβητρο της ακυβερνησίας.
Ωστόσο εκλογικά συστήματα με τα ίδια θεμελιώδη χαρακτηριστικά (εκλογικό «κατώφλι» και αναλογική για όσους το υπερβαίνουν) υπάρχουν και λειτουργούν από πολλές δεκαετίες σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη (π.χ. Γερμανία), χωρίς να διαταραχθεί η κυβερνητική σταθερότητα.
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι τα κόμματα θα επιδείξουν την απαιτούμενη πολιτική ωριμότητα και δεν θα προβάλλουν στείρες αρνήσεις συμμετοχής σε κυβερνητικά σχήματα ή υπερφίαλες αξιώσεις κατά τον καθορισμό της κυβερνητικής πολιτικής ή κατά την επιλογή των προσώπων για τις θέσεις ευθύνης.
Αρνητικά ωστόσο μπορεί να αξιολογηθεί το γεγονός ότι παραμένει αμετάβλητος στις 300 ο αριθμός των εδρών της Βουλής, παρότι το άρθρο 51 παρ. 1 του Συντάγματος δίνει τη δυνατότητα μείωσής του στους 200, οπότε και θα μειωνόταν αντίστοιχα η δημόσια δαπάνη για μισθούς, έξοδα, συνεργάτες κ.λπ. Σε μια εποχή δραματικών οικονομικών δυσκολιών για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, η μείωση του αριθμού των βουλευτών θα αποτελούσε έναν ισχυρό συμβολισμό ότι το πολιτικό σύστημα συμμετέχει και συμπάσχει. Όταν π.χ. η Ολλανδία, με μεγαλύτερο πληθυσμό και πολλαπλάσια οικονομικά μεγέθη από την Ελλάδα, αρκείται σε 150 βουλευτές, η ανάγκη να συντηρούμε εμείς τους διπλάσιους είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτη.
Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος είναι μια πραγματική μεταρρύθμιση, η οποία μπορεί μακροπρόθεσμα να συμβάλει στον εξορθολογισμό του κράτους και ειδικότερα της νομοθετικής λειτουργίας του. Η τελευταία χαρακτηρίζεται παραδοσιακά από έναν υπερπληθωρισμό διατάξεων (πολυνομία), που συχνά θεσπίζονται με τρόπο πρόχειρο και τελικά αντιπαραγωγικό για την οικονομία και την κοινωνία. Τούτο ίσχυε ιδίως στις εποχές των μονοκομματικών κυβερνήσεων, όταν ο καθ’ ύλη αρμόδιος υπουργός ή ομάδες βουλευτών της συμπολίτευσης ενίοτε νομοθετούσαν σχεδόν λαθραία, με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής σε άσχετα νομοσχέδια, έχοντας διασφαλισμένη εκ των προτέρων την υπερψήφισή τους.
Η αναλογική κατανομή των εδρών μεταξύ των κομμάτων που υπερβαίνουν το «κατώφλι» εισόδου στη Βουλή θα σημάνει ότι αποχαιρετούμε την περιβόητη «αυτοδυναμία» και ότι για τον σχηματισμό πλειοψηφιών και κυβερνήσεων θα απαιτείται στο εξής η σύμπραξη περισσότερων του ενός και, υπό τις σημερινές συνθήκες, ίσως και τεσσάρων κομμάτων.
Επομένως η ψήφιση νόμων θα γίνει δυσκολότερη, καθώς θα προϋποθέτει διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων, ενώ και οι τυχόν κοινωνικές αντιδράσεις ίσως παίζουν μεγαλύτερο ρόλο, διότι κάποιοι από τους συγκυβερνώντες μπορεί να αποδεικνύονται πιο ευαίσθητοι σ’ αυτές από ό,τι άλλοι. Ως αποτέλεσμα ενδέχεται να έχουμε λιγότερους νόμους, οι οποίοι θα έχουν καταστεί αντικείμενο ευρύτερων συναινέσεων. Οι διαφωνούντες με την εκλογική μεταρρύθμιση προβάλλουν βέβαια το φόβητρο της ακυβερνησίας.
Ωστόσο εκλογικά συστήματα με τα ίδια θεμελιώδη χαρακτηριστικά (εκλογικό «κατώφλι» και αναλογική για όσους το υπερβαίνουν) υπάρχουν και λειτουργούν από πολλές δεκαετίες σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη (π.χ. Γερμανία), χωρίς να διαταραχθεί η κυβερνητική σταθερότητα.
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι τα κόμματα θα επιδείξουν την απαιτούμενη πολιτική ωριμότητα και δεν θα προβάλλουν στείρες αρνήσεις συμμετοχής σε κυβερνητικά σχήματα ή υπερφίαλες αξιώσεις κατά τον καθορισμό της κυβερνητικής πολιτικής ή κατά την επιλογή των προσώπων για τις θέσεις ευθύνης.
Αρνητικά ωστόσο μπορεί να αξιολογηθεί το γεγονός ότι παραμένει αμετάβλητος στις 300 ο αριθμός των εδρών της Βουλής, παρότι το άρθρο 51 παρ. 1 του Συντάγματος δίνει τη δυνατότητα μείωσής του στους 200, οπότε και θα μειωνόταν αντίστοιχα η δημόσια δαπάνη για μισθούς, έξοδα, συνεργάτες κ.λπ. Σε μια εποχή δραματικών οικονομικών δυσκολιών για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, η μείωση του αριθμού των βουλευτών θα αποτελούσε έναν ισχυρό συμβολισμό ότι το πολιτικό σύστημα συμμετέχει και συμπάσχει. Όταν π.χ. η Ολλανδία, με μεγαλύτερο πληθυσμό και πολλαπλάσια οικονομικά μεγέθη από την Ελλάδα, αρκείται σε 150 βουλευτές, η ανάγκη να συντηρούμε εμείς τους διπλάσιους είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου