Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στην ΑΥΓΗ
Η μαζική δολοφονία ανυποψίαστων αμάχων από ισλαμιστές- βομβιστές αυτοκτονίας στο Παρίσι δείχνει, για μία ακόμη φορά, ότι δεν υπάρχουν όρια στον παραλογισμό και την τυφλή βία, για τα οποία είναι ικανοί κάποιοι άνθρωποι. Τα τραγικά αυτά γεγονότα αποτελούν άλλωστε τη συνέχεια εκείνων της Νέας Υόρκης τον Σεπτέμβριο του 2001 και σειράς άλλων παρόμοιων στο ενδιάμεσο διάστημα.
Το κρίσιμο ζήτημα ωστόσο είναι η αντίδραση των θιγόμενων κρατών, αλλά και της διεθνούς «κοινότητας» γενικά, στις επιθέσεις του είδους αυτού. Θα ήταν τραγικό λάθος να παρασυρθεί η Γαλλία, ή και γενικότερα η Ευρώπη, σε θυσία θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων στο βωμό μιας «εκστρατείας κατά της τρομοκρατίας», με αποτέλεσμα ουσιαστικά να καθιστούμε τους ακραίους ισλαμιστές καθοριστικό παράγοντα της οργάνωσης και της πορείας των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Και βέβαια δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια Ευρώπη - «φρούριο» θα αποδειχθεί πιο αποτελεσματική στην προάσπιση της ζωής των πολιτών της, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία διαφαίνεται ότι στην «επιτυχία» των εγκληματιών συνέβαλε όχι τόσο η ύπαρξη υπερβολικής ελευθερίας, όσο μάλλον δυσλειτουργίες των αρμόδιων υπηρεσιών ασφαλείας (όταν π.χ. δεν υπάρχει έγκαιρη εσωτερική ενημέρωση και έτσι οι ηθικοί αυτουργοί ταυτοποιούνται αλλά δεν συλλαμβάνονται στους αστυνομικούς ελέγχους).
Ακόμη χειρότερο θα ήταν να παρασυρθεί η Ευρώπη σε ισλαμοφοβία και να ρυμουλκηθεί σε μία «σύγκρουση πολιτισμών», τοποθετώντας σε θέση αντιπάλου συνολικά τον μουσουλμανικό κόσμο, δηλ. περίπου το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Στην πραγματικότητα άλλωστε το εγκληματικό «Ισλαμικό Κράτος» έχει δολοφονήσει συνολικά πολύ περισσότερους μουσουλμάνους από ό,τι χριστιανούς. Η εκρίζωση του καρκινώματος αυτού από το έδαφος της Συρίας και του Ιράκ πρέπει να γίνει από τις κυβερνήσεις και τις στρατιωτικές δυνάμεις των χωρών αυτών, με την συνδρομή τοπικών παραγόντων, όπως είναι οι αποδεδειγμένα αξιόμαχες κουρδικές πολιτοφυλακές, ή έστω άλλων μουσουλμανικών χωρών (π.χ. Ιράν- Ιορδανία), αλλά χωρίς επέμβαση χερσαίων δυνάμεων από τη Δύση ή τη Ρωσία.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η τερατογένεση του «Ισλαμικού Κράτους» επακολούθησε την ανατροπή του καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, μετά την εισβολή εκεί των ΗΠΑ και άλλων συμμάχων τους («συμμαχία των προθύμων») το 2003, κατά παράβαση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Η εισβολή εκείνη εντασσόταν στο ευρύτερο πλέγμα των αμερικανικών αντιδράσεων μετά το πολύνεκρο χτύπημα στη Νέα Υόρκη το 2001 και κατέληξε στη ριζοσπαστικοποίηση των Σουνιτών του Ιράκ (παραδοσιακών υποστηρικτών του Σαντάμ Χουσεΐν) και την εμφάνιση εκεί του «Ισλαμικού Κράτους», από όπου και πραγματοποίησε μετάσταση και στην Συρία. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι οι δυτικές επεμβάσεις, με τη μορφή εισβολής και κατοχής, στη Μέση Ανατολή, ανεξάρτητα από τα κίνητρα από τα οποία ελαύνονται, όχι μόνο έχουν μακροπρόθεσμα απαγορευτικό πολιτικό και οικονομικό κόστος αλλά και φέρνουν αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα.
Γενικότερα η Ευρώπη και οι ΗΠΑ πρέπει να απαλλαγούν από την ιδεοληψία ότι μπορούν να επιβάλουν παντού καθεστώτα της αρεσκείας τους, υπό τον μανδύα της υποτιθέμενης «χρηστής διακυβέρνησης» (good governance). Είναι ανάγκη η πολιτική τους να προσαρμοστεί στις επιταγές του διεθνούς δικαίου και να υπάρξει σεβασμός προς τις εσωτερικές ισορροπίες των κοινωνιών στη Μέση Ανατολή, με στόχο τη διασφάλιση ειρήνης και σταθερότητας. Η επίτευξη του στόχου αυτού θα επιτρέψει άλλωστε την επιστροφή στις εστίες τους των εκατομμυρίων προσφύγων και θα διαμορφώσει έτσι ευνοϊκότερες συνθήκες για να υποχωρήσουν τα φαινόμενα της ανόδου της ξενοφοβίας και της εθνικιστικής ακροδεξιάς, που απειλούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου