Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Η φοβία απέναντι στην πρόοδο - Άρθρο μου δημοσιευμένο στις 26.05.2020 στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"


Κώστας Χ. Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.

Η φοβία απέναντι στην πρόοδο
Η απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΟΣΔ) της 5ης Μαΐου 2020 σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει προκαλέσει ένα κλίμα ανησυχίας, έως πανικού, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η ίδια η (γερμανίδα) πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επέκρινε δριμύτατα την αμφισβήτηση της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και έκανε λόγο για το ενδεχόμενο κίνησης διαδικασίας σε βάρος της Γερμανίας για παραβίασή του. Στην πραγματικότητα όμως όλα αυτά είναι στο παρόν στάδιο κάπως πρόωρα.
Γεγονός είναι ότι η απόφαση του ΟΣΔ δημιουργεί ένα επικίνδυνο νομολογιακό προηγούμενο, με την έννοια ότι απορρίπτει ως καταφανώς αβάσιμη και μη υποστηρίξιμη (!) την προηγηθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για το ίδιο ζήτημα. Το ΔΕΕ είχε κρίνει τον Δεκέμβριο του 2018, ύστερα μάλιστα από την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από το ίδιο το ΟΣΔ, ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ είναι σύμφωνο με το ενωσιακό δίκαιο. Τώρα το ΟΣΔ επανέρχεται και, παραμερίζοντας την απόφαση του ΔΕΕ, απαγορεύει στην γερμανική κεντρική τράπεζα (την Bundesbank) να συνεχίσει να συμμετέχει στην εκτέλεση του παραπάνω προγράμματος της ΕΚΤ, μετά την πάροδο τριμήνου (δηλ. από τις αρχές Αυγούστου 2020), εκτός εάν το Συμβούλιο της ΕΚΤ αιτιολογήσει επαρκώς την οικονομική αναγκαιότητα του προγράμματος μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα.
Αυτό το «εκτός αν» είναι το κρίσιμο σημείο. Κατ’ ουσία δηλ. πρόκειται απλώς για μια ακόμη προειδοποιητική βολή, από τις πολλές που έχουν προέλθει από το ΟΣΔ σε σχέση με την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η φοβία απέναντι στην πρόοδο της τελευταίας και ο συνταγματικός καθαγιασμός του εθνικού (=γερμανικού) κράτους και των οργάνων του χαρακτήριζαν τα σκεπτικά μιας ολόκληρης σειράς αποφάσεων του ΟΣΔ στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερη τη σχετική με τη συνταγματικότητα της συνθήκης του Μάαστριχτ του 1992 (εκδόθηκε το 1995), χωρίς όμως ποτέ να φθάσουν ως το «δια ταύτα», δηλ. ως την παρεμπόδιση της γερμανικής συμμετοχής. Το ίδιο το ΟΣΔ εξάλλου είτε επανερχόταν και διόρθωνε, με εύσχημο τρόπο, τις εθνοκρατικές εξάρσεις του είτε απλώς τις λησμονούσε.
Με βάση επομένως την ιστορική εμπειρία είναι πιθανόν και η νέα απόφαση του ΟΣΔ να συνιστά άσφαιρα πυρά και οι εξηγήσεις της ΕΚΤ να κριθούν τελικά ικανοποιητικές, όταν υποβληθεί νέα προσφυγή από διάφορους «ανησυχούντες» Γερμανούς πολίτες. Είναι άλλωστε προφανές ότι σε περίπτωση άμεσης διακοπής του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ τα επιτόκια δανεισμού της Ιταλίας (και όχι μόνο) θα εκτιναχθούν σε τέτοια ύψη, ώστε να κινδυνεύσει σοβαρά με κατάρρευση ή έστω με συρρίκνωση τόσο η ευρωζώνη όσο ενδεχομένως και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρεμπιπτόντως, τούτο θα οδηγούσε στην de facto απώλεια μεγάλου μέρους των περίπου ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ (!) που έχουν τοποθετημένα η Bundesbank στο σύστημα Target – 2 της ΕΚΤ και το γερμανικό κράτος στον ΕΜΣ.
Με άλλες λέξεις, η απόφαση της 5ης Μαΐου του ΟΣΔ ενδέχεται να μετουσιωθεί στην πράξη απλώς σε ένα μέσο άσκησης πίεσης από τη Bundesbank και τη γερμανική κυβέρνηση προς τους εταίρους τους, για τη σταδιακή μείωση του ρυθμού αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, την οποία ούτως ή άλλως ποτέ δεν την είχαν δει με ιδιαίτερη συμπάθεια, και όχι σε ένα κέλευσμα ρήξης. Όλα αυτά πάντως υπογραμμίζουν για μια ακόμη φορά πόσο σοβαρές και πολύπλευρες είναι οι αμφισβητήσεις και τα προσκόμματα που ανακύπτουν στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και πόσο ανοικτή, από νομική, πολιτική και τελικά ιστορική άποψη, παραμένει η τελική της έκβαση.