Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Αποχαιρετισμός στον Κώστα Μπέη

Έφυγε από κοντά μας ένας σπουδαίος δάσκαλος και ερευνητής της νομικής επιστήμης. Ο Κώστας Μπέης δεν ήταν μόνο κορυφαίος δικονομολόγος, με ογκώδες και πρωτότυπο συγγραφικό έργο. Ήταν άνθρωπος με άποψη, που δεν δίσταζε να καυτηριάζει το «ελληνικό έλλειμμα κράτους δικαίου», όπως ήταν ο τίτλος του ομώνυμου βιβλίου του το μακρινό πια 1998 (ανατριχιαστικά επίκαιρος σήμερα, μετά το πρόσφατο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα). Αν και καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας ο ίδιος, είχε το θάρρος να καταγγέλλει τη μετατροπή στη χώρα μας της δικονομίας σε θυσιαστήριο επί του οποίου σφαγιάζονται τα δικαιώματα του ουσιαστικού δικαίου, ως αποτέλεσμα των αστοχιών του νομοθέτη και της τυπολατρείας των δικαστών. Πέρα από αυτό, ήταν μια εξέχουσα πνευματική φυσιογνωμία, με διαρκείς φιλοσοφικές ανησυχίες και πολύπλευρη συμμετοχή στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι. Από την γνωριμία μου μαζί του αποκόμισα βαθύ σεβασμό για την προσωπικότητα και το ήθος ενός πραγματικού αγωνιστή. Και βέβαια ο Κώστας Μπέης έφυγε, το έργο του όμως παραμένει εδώ για πάντα. 


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Οι σκληρές αλήθειες του Ψηφίσματος του Ευρωκοινοβουλίου

 

Το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7.2.2024 για την κατάσταση του κράτους δικαίου και της ελευθερίας της ενημέρωσης στην Ελλάδα εκθέτει σκληρές αλήθειες, τις οποίες το εγχώριο σύστημα εξουσίας συστηματικά αποκρύπτει από την κοινή γνώμη στη χώρα μας. Το Ψήφισμα ξεκινάει μάλιστα με την εξαιρετικά δυσοίωνη υπόμνηση ότι η συμμόρφωση κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης (άρθρο 2 της ιδρυτικής Συνθήκης), δηλαδή κυρίως ο σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές του κράτους δικαίου, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την εκ μέρους του απόλαυση των δικαιωμάτων που συνεπάγεται η ιδιότητα του μέλους, περιλαμβανομένης της χρηματοδότησής του από την Ένωση. Συνεπώς δεν πρόκειται απλά για ένα θέμα εικόνας της χώρας μας στο εξωτερικό, αλλά για την προοπτική επιβολής οδυνηρών κυρώσεων, αν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των θεσμών μας και του πολιτικού μας συστήματος.

Επί της ουσίας το Ψήφισμα διαπιστώνει ότι τα τελευταία χρόνια η κατάσταση του κράτους δικαίου και της ελευθερίας της ενημέρωσης επιδεινώνεται στην Ελλάδα. Δίνει μάλιστα έμφαση στο γεγονός ότι η χώρα μας κατέχει την χειρότερη θέση μεταξύ όλων των κρατών-μελών της Ένωσης (και 107η παγκοσμίως) στην ετήσια κατάταξη για την ελευθερία του τύπου της διεθνούς οργάνωσης «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» το έτος 2023, όπως και ότι οι δύο δολοφονίες δημοσιογράφων και εννέα περιπτώσεις απειλών παραμένουν ανεξιχνίαστες. Ακόμη σημειώνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής κατά της διαφθοράς από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας και ότι η θέση της χώρας μας στον ετήσιο Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς της οργάνωσης «Διεθνής Διαφάνεια»  χειροτέρευσε ανησυχητικά το 2023. Αδιαφάνεια επισημαίνεται εξάλλου και ως προς την κατανομή της δημόσιας διαφημιστικής δαπάνης (η περιβόητη «Λίστα Πέτσα») σε ΜΜΕ και social media, ενώ αρνητικά αξιολογείται η άσκηση εκφοβιστικών αγωγών αποζημίωσης κατά δημοσιογράφων και εφημερίδων από πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του πρωθυπουργού για άρθρα γνώμης που δημοσίευσαν σε βάρος τους.

Παραπέρα επιβαρυντικά στοιχεία συνιστούν, σύμφωνα με το Ψήφισμα, η χωρίς προηγούμενο στα χρονικά άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης για συνάντηση με ερευνητική αντιπροσωπεία του Ευρωκοινοβουλίου τον Απρίλιο του 2022, η παροχή ασυλίας από τη Βουλή σε δύο πρώην υπουργούς για την κακοδιαχείριση 700 εκατομμυρίων ευρώ ενωσιακών χρηματοδοτήσεων σχετικών με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, η οποία ερευνάται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, οι καθυστερήσεις στην ενημέρωση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για χιλιάδες περιπτώσεις τηλεφωνικών παρακολουθήσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας το 2002 κ.ά. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις το Ευρωκοινοβούλιο συμπεραίνει ότι υπάρχουν σοβαρές απειλές για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα, εκφράζοντας ιδιαίτερη ανησυχία για το γεγονός ότι παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστη η δολοφονία του δημοσιογράφου Καραϊβάζ το 2021, για την υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία σε διάφορα περιστατικά, καθώς και για το γεγονός ότι τα συστηματικά ΜΜΕ ελέγχονται από την οικονομική ολιγαρχία, με αποτέλεσμα την αποσιώπηση συγκεκριμένων θεμάτων, όπως π.χ. οι αμφιβολίες για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων πριν από το δυστύχημα των Τεμπών. Εξάλλου καταδικάζει απερίφραστα την απαράδεκτη εργαλειοποίηση του όρου «απειλή της εθνικής ασφάλειας» για τη συγκάλυψη της απαράδεκτης παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των ευρωβουλευτών Ανδρουλάκη και Κύρτσου.

Το Ψήφισμα καλεί τη Βουλή και την κυβέρνηση να διασφαλίσουν την πλήρη ανεξαρτησία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, να θεσπίσουν ρυθμίσεις για την αποτελεσματική καταπολέμηση των υποκλοπών και ιδίως του κακόβουλου λογισμικού Predator και να ακυρώσουν την υπαγωγή των κρατικών μυστικών υπηρεσιών απευθείας στον πρωθυπουργό (που χρονολογείται από το 2019). Ακόμη ζητά την άμεση υιοθέτηση μέτρων για να βελτιωθεί η ικανότητα της αστυνομίας να ερευνά υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας επί των ισχυρών ενδείξεων διαπλοκής μεταξύ αστυνομίας και οργανωμένου εγκλήματος, την πλήρη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τη συμμετοχή του ίδιου του δικαστικού σώματος στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και τη βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας με εισαγωγή εντατικότερης διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και την εγκατάλειψη της πρακτικής των άσχετων τροπολογιών της τελευταίας στιγμής στα συζητούμενα νομοσχέδια. Η κατάληξη του Ψηφίσματος είναι η διατύπωση πρόσκλησης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κάνει πλήρη χρήση των εργαλείων που διαθέτει, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις παραβιάσεις των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης οι οποίες λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, ουσιαστικά δηλαδή να περιορίσει τη ροή των ενωσιακών χρηματοδοτήσεων προς τη χώρα μας.

Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα πραγματικά συγκλονιστικό κείμενο, το οποίο αποκαλύπτει και καυτηριάζει σε όλη τους την έκταση τις καθεστωτικές πρακτικές της σημερινής κυβέρνησης, καθώς και τις γενικότερες παθογένειες του ελληνικού δημόσιου βίου, που αναπαράγονται επί σειρά δεκαετιών και υπονομεύουν τις θεμελιώδεις αρχές όχι μόνο του δικαίου της Ένωσης, αλλά και του ελληνικού Συντάγματος. Κάθε δημοκρατικός άνθρωπος πρέπει να μελετήσει με προσοχή το Ψήφισμα για να αντιληφθεί ποιά είναι τα διακυβεύματα για τη χώρα και την κοινωνία μας τα επόμενα χρόνια. Η υλοποίηση των συστάσεων του Ψηφίσματος είναι απολύτως αναγκαία, αν θέλουμε να συμμετέχουμε στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και να διορθώσουμε τα θεσμικά και δημοκρατικά  μας ελλείμματα, ώστε να μπορέσει ο Ελληνισμός να προοδεύσει μέσα στον 21ο αιώνα.

 

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Η συνταγματική αρχή της ελεύθερης εντολής - Άρθρο μου στα ΝΕΑ του Σαββάτου 25.11.2023

Κώστας Χρυσόγονος

Στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα ισχύει η αρχή της ελεύθερης εντολής του βουλευτή, σε αντίθεση προς τα καθεστώτα του (πρώην) υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη, όπου προβλεπόταν η δέσμευση του βουλευτή από τις κατευθύνσεις τις οποίες του έδιναν τυπικά οι ψηφοφόροι και κατ’ ουσία το κυρίαρχο (κομμουνιστικό) κόμμα, όπως επίσης και η δυνατότητα ανάκλησής του. Έτσι το άρθρο 60 του ελληνικού Συντάγματος προβλέπει ότι οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση και ότι η παραίτηση από το αξίωμά του είναι δικαίωμα του βουλευτή, με την υποβολή σχετικής γραπτής δήλωσής του στον Πρόεδρο της Βουλής. Εξυπακούεται ότι η δήλωση αυτή υποβάλλεται μόνο σε ενεστώτα χρόνο και δεν μπορεί να συνοδεύεται από όρους ή προϋποθέσεις, διότι διαφορετικά η παραίτηση μετατρέπεται από δικαίωμα σε υποχρέωση (εάν π.χ. ένα πολιτικό κόμμα έχει αποσπάσει εκ των προτέρων υπεύθυνες δηλώσεις των υποψηφίων βουλευτών του ότι δεσμεύονται να παραιτηθούν αν ανεξαρτητοποιηθούν ή αν το κόμμα τους διαγράψει, ως προϋπόθεση για να συμπεριληφθούν στους συνδυασμούς του).

Νομικά επομένως ο βουλευτής που αποστασιοποιείται από το κόμμα του, αδιάφορο με πρωτοβουλία του ίδιου ή της κομματικής ηγεσίας, δεν έχει καμία υποχρέωση να παραιτηθεί. Ηθικά και πολιτικά βέβαια η αποστασία συνεπάγεται βαρύτατο στίγμα, ιδιαίτερα μετά την τραυματική εμπειρία του 1965, όταν πενήντα περίπου βουλευτές της Ένωσης Κέντρου (η οποία είχε πλειοψηφήσει στις εκλογές του 1964 με 53%) πρόδωσαν τη λαϊκή εντολή για εκδημοκρατισμό του δημόσιου βίου και στήριξαν το βασιλικό πραξικόπημα κατά του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ανοίγοντας τον δρόμο για το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Η αποστασία είναι όμως μια εντελώς διαφορετική περίπτωση από την πολιτική διαφωνία.

Αποστασία υπάρχει όταν ο βουλευτής αποχωρήσει από το κόμμα του (ή προκαλέσει τη διαγραφή του με αντικαταστατικές/αντικομματικές ενέργειές του) για ιδιοτελείς λόγους, προσχωρώντας ουσιαστικά σε αντίπαλη πολιτική παράταξη έναντι αντιπαροχής. Η αντιπαροχή αυτή το 1965 συνίστατο στην κατάληψη κυβερνητικών θέσεων στις αυθαίρετα (κατά παράβαση της αρχής της «δεδηλωμένης») διορισμένες από τον επίορκο βασιλιά Κωνσταντίνο κυβερνήσεις Νόβα/ Τσιριμώκου/ Στεφανόπουλου, που στηρίχθηκαν από την Ε.Ρ.Ε., χωρίς να έχει προϋπάρξει πολιτική διαφωνία των αποστατών με τον Γεώργιο Παπανδρέου (αντίθετα μάλιστα, λίγες μέρες πριν τη διαφωνία του τελευταίου με τον Κωνσταντίνο, όλοι ανεξαιρέτως είχαν εκφράσει την εμπιστοσύνη τους στον πρωθυπουργό, σε σχετική ψηφοφορία της Βουλής).

Αν όμως ο βουλευτής καταστεί ανεξάρτητος εξαιτίας πολιτικής διαφωνίας με το κόμμα του, χωρίς με τον τρόπο αυτό να επέρχεται, ή έστω να προδιαγράφεται, αλλαγή κυβέρνησης και χωρίς ο ίδιος να αποκομίζει οποιοδήποτε προσωπικό όφελος, τότε η συμπεριφορά του συνιστά θεμιτή υλοποίηση της συνταγματικής αρχής της ελεύθερης εντολής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν από τη γενικότερη πολιτική ατμόσφαιρα γίνεται φανερό ότι δεν πρόκειται για ατομική κίνηση του ίδιου, αλλά για μια επιμέρους εκδήλωση ενός γενικότερου φαινομένου απομάκρυνσης στελεχών και, κυρίως, ψηφοφόρων από το συγκεκριμένο κόμμα, για καθαρά πολιτικούς λόγους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η τυχόν διατύπωση από τον αρχηγό του κόμματος απαίτησης για παραίτηση των διαφωνούντων βουλευτών από το αξίωμά τους συνιστά όχι μόνο συμπεριφορά αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της ελεύθερης εντολής, αλλά επίσης εκδήλωση ηγεμονισμού και ιδιοκτησιακής νοοτροπίας.

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Αποχαιρετισμός στον Γιώργο Γραμματικάκη

Τον Γιώργο Γραμματικάκη τον γνώρισα από κοντά το 2014, μετά την εκλογή μας ως ευρωβουλευτών, αν και βέβαια η λαμπρή επιστημονική του πορεία ήταν ήδη γνωστή από πολλά χρόνια νωρίτερα στο πανελλήνιο. Στην πενταετία της κοινοβουλευτικής μας θητείας είχα όμως την πραγματικά σπάνια ευκαιρία να θαυμάσω την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, ο οποίος αβίαστα κέρδιζε τον σεβασμό όλων όσοι ήταν γύρω του, με την πραότητα του χαρακτήρα, το βάρος της πνευματικής του συγκρότησης, το ανεπιτήδευτο ύφος και το αψεγάδιαστο ήθος του. Ο εκλιπών ήταν ο ουσιαστικός πρύτανης των Ελλήνων και Ελληνίδων ευρωβουλευτών, όχι επειδή το επεδίωκε ή επειδή είχε ασκήσει και τυπικά το αξίωμα αυτό στο παρελθόν, στο Πανεπιστήμιο της γενέτειράς του Κρήτης, αλλά επειδή η ποιότητά του τον έκανε να ξεχωρίζει από όλους εμάς τους υπόλοιπους. Το γεγονός εξάλλου ότι πριν από εννιά χρόνια, σε μια πανελλαδική εκλογή με σταυρό προτίμησης, περίπου 74.000 εκλογείς ή σχεδόν το 20% όσων είχαν ψηφίσει τότε το «Ποτάμι», αναγνώρισαν και τίμησαν μια αληθινή αξία του τόπου μας, δείχνει ότι μερικές φορές είμαστε σε θέση, ως πολιτική κοινωνία, «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα», όπως έλεγε ο μεγάλος μας ποιητής. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σκεπάσει τον Γιώργο.


12 έδρες αναζητούν ιδιοκτήτη

Η υποβολή την προηγούμενη εβδομάδα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτησης προς τη Βουλή για παροχή αδείας, κατά το άρθρο 62 του Συντάγματος, προκειμένου να εξετασθούν ως ύποπτοι τέλεσης του ποινικού αδικήματος της εξαπάτησης εκλογέων 11 βουλευτές του κόμματος των «Σπαρτιατών» (δηλαδή όλοι πλην του Προέδρου του, από τις δημόσιες καταγγελίες του οποίου προήλθε το όλο ζήτημα) ανοίγει το ποινικό σκέλος της υπόθεσης του κόμματος αυτού. Στην πραγματικότητα βέβαια το αδίκημα της εξαπάτησης εκλογέα (άρθρο 112 παρ. 2 του Εκλογικού Κώδικα, π.δ. 26/2012) είναι ελαφρύ πλημμέλημα, με ανώτατη απειλούμενη ποινή τα δύο έτη φυλάκισης, και σε περίπτωση καταδίκης του ο κατηγορούμενος μπορεί να τύχει των ευεργετημάτων είτε της αναστολής (αν έχει λευκό ποινικό μητρώο) είτε έστω της εξαγοράς της ποινής του. Συνεπώς οι βουλευτές των «Σπαρτιατών» δεν κινδυνεύουν να βρεθούν συγκρατούμενοι των πρώην βουλευτών της «Χρυσής Αυγής». 

Ωστόσο, οι διαπιστώσεις της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στο έγγραφό της προς τον Πρόεδρο της Βουλής, ότι δηλαδή οι ένδεκα βουλευτές «προσέφεραν στην πραγματικότητα το κόμμα των Σπαρτιατών ως μανδύα νέου πολιτικού κόμματος στον Ηλία Κασιδιάρη, διευκολύνοντάς τον να καταστρατηγήσει τους περιορισμούς εκλογιμότητας που τάσσονται  από την εκλογική νομοθεσία», ισχυροποιούν de facto τους ταυτόσημου περιεχομένου ισχυρισμούς ενστάσεων οι οποίες έχουν υποβληθεί ήδη στο ΑΕΔ (Εκλογοδικείο) κατά της εκλογής όλων βουλευτών των «Σπαρτιατών». Αν και από τυπική, δικονομική άποψη το εκλογικό αυτό σκέλος είναι ανεξάρτητο από το ποινικό, εντούτοις η αποδοχή από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου της πραγματικής βάσης των ενστάσεων είναι φανερό ότι δημιουργεί μια ευνοϊκή περιρρέουσα ατμόσφαιρα για εκείνες και αυξάνει τις πιθανότητες τελικής ευδοκίμησής τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Εκλογοδικείο θα μπορούσε είτε να διατάξει την επανάληψη της ψηφοφορίας στις εκλογικές περιφέρειες όπου έχουν εκλεγεί οι καθ’ ων η ένσταση, πράγμα όμως πρακτικά απίθανο, είτε, το πιθανότερο να ανακατανείμει τις έδρες τους στα υπόλοιπα κόμματα, κατ’ αναλογία της εκλογικής δύναμης εκείνων, με βάση τη σχετική διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 ν. 345/1976 (εφόσον κρίνει ότι η επανάληψη της ψηφοφορίας είναι περιττή, ότι δηλαδή οι εκλογικοί συσχετισμοί μεταξύ των άλλων κομμάτων δεν θα επηρεάζονταν από την απουσία των «Σπαρτιατών»). 

Και από χρονική άποψη εξάλλου, ενώ το (λιγότερο σημαντικό) ποινικό σκέλος της υπόθεσης θα κριθεί, με βάση τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στα ποινικά δικαστήρια της χώρας μας, μετά από αρκετά χρόνια, το πιο κρίσιμο εκλογικό/κοινοβουλευτικό σκέλος θα αποδειχθεί πολύ ταχύτερο. Οι ενστάσεις ενώπιον του ΑΕΔ κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών θεωρούνται πάγια ως υποθέσεις μείζονος σημασίας και έτσι εκδικάζονται σε σχετικά σύντομο διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση περίπτωση μπορεί να διακινδυνεύσει κανείς την πρόβλεψη ότι η τύχη των δώδεκα εδρών των «Σπαρτιατών» (μη εξαιρουμένης εκείνης του προέδρου τους, ο οποίος περιλαμβάνεται προφανώς στους καθ΄ων η ένσταση) θα έχει κριθεί ως το τέλος του τρέχοντος δικαστικού έτους, το καλοκαίρι του 2024. 


Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Ο δρόμος προς την ολική επαναφορά - άρθρο μου στο ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 23/07/2023

Κώστας Χρυσόγονος

Μέλος Π.Σ. ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ

Οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023 παρήγαγαν το παράδοξο, μιας ισχυρής κυβέρνησης (με 41% των ψήφων και 158 έδρες) χωρίς, επί της ουσίας, μείζονα ή «αξιωματική» αντιπολίτευση. Τυπικά τον ρόλο αυτό επωμίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πράξη η απώλεια των μισών περίπου ψήφων (930.000 τον Ιούνιο του 2023 έναντι 1.781.000 τον Ιούλιο του 2019, με ποσοστό 17,8% τώρα έναντι 31,5% τότε) και εδρών του (47 έναντι 86) προοιωνίζεται τη μελλοντική επιστροφή του κόμματος αυτού στον παραδοσιακό του ρόλο, ενός σχήματος διαμαρτυρίας στα επίπεδα του 3% ή 4%. Το μόνο ιστορικό προηγούμενο μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία όχι μόνο δεν κατάφερε να επωφεληθεί από τη φθορά που συνεπάγεται η άσκηση της εξουσίας για την κυβέρνηση, αλλά κατέρρευσε η ίδια, ήταν εκείνο της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου, από το 20% το 1974 στο 12% το 1977, για να ακολουθήσει η αυτοδιάλυση της τα επόμενα χρόνια.

Συνεπώς, οι ευρωεκλογές του Μαΐου 2024 αποκτούν αυξημένη σημασία για τα εθνικά μας πολιτικά δρώμενα, πέρα από την αυτονόητη ευρωπαϊκή τους διάσταση. Θα φανεί αν κάποιο από τα επτά συνολικά κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης θα καταφέρει να αναδειχθεί σε ρόλο δυνητικά επικίνδυνου αντιπάλου για τη «Νέα Δημοκρατία», στην προοπτική των επόμενων εθνικών εκλογών του 2027. Τούτο είναι πάντως ευκταίο από την άποψη της εύρυθμης λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος, αφού μια κυβέρνηση χωρίς αντιπολίτευση είναι ένα φαινόμενο πολλαπλώς επικίνδυνο, τόσο για τα συνταγματικά δικαιώματα (π.χ. τηλεφωνικές υποκλοπές), όσο και για τους θεσμούς (χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το έλλειμμα δικαστικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα).

Στην πραγματικότητα ο μόνος υποψήφιος να αναδειχθεί σε «αντίπαλον δέος» για τη «Νέα Δημοκρατία» είναι το ΠΑ.ΣΟ.Κ./ΚΙΝ.ΑΛ. Από τον Ιούλιο του 2019 στον Ιούνιο του 2023, το – προς το παρόν – τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα κατέγραψε τη μεγαλύτερη άνοδο από κάθε άλλο, ανεβαίνοντας από το 8,1% στο 11,8%, ενώ η μαζική συμμετοχή στη διαδικασία που οδήγησε στην εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη (270.000 πολίτες, έναντι 404.000 στην αντίστοιχη διαδικασία της Ν.Δ. το 2015 και μόλις 152.00 στον ΣΥΡΙΖΑ το 2022 επίσης), σε συνδυασμό με την αδιάκοπη ισχυρή παρουσία του στον συνδικαλισμό και την αυτοδιοίκηση (πολύ ισχυρότερη από την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση), καταδεικνύουν ότι υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις επιτάχυνσης της ανοδικής του πορείας και της επανόδου του σε ρόλο διεκδικητή της εξουσίας. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. οφείλει να πείσει τη μεγάλη μάζα των μη προνομιούχων ότι υπάρχει ένας «τρίτος δρόμος» για τη χώρα, ένας δρόμος δίκαιης ισορροπίας μεταξύ φόρων και κοινωνικών παροχών, μακριά τόσο από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους της τελευταίας τετραετίας, όσο και από τη συριζαϊκή φοροκαταιγίδα τη προηγούμενης τετραετίας, προκειμένου στις ευρωεκλογές του 2024 να εγγράψει προσημείωση για την ολική επαναφορά του ως κόμμα εξουσίας το 2027.

Δευτερεύουσα σημασία έχει, στο πλαίσιο αυτό, το κατά πόσο το όριο συμμετοχής στην κατανομή των εδρών θα παραμείνει στο 3% ή θα αυξηθεί στο 5% όπως φημολογείται ευρέως (γεγονός είναι ότι στα περισσότερα από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ένωσης το εκλογικό αυτό «κατώφλι» είναι υψηλότερο απ’ ό,τι στη χώρα μας, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος πολιτικού κατακερματισμού). Προβληματισμός, εξάλλου, ανακύπτει για τον τρόπο ανάδειξης των ευρωβουλευτών (σταυρός ή λίστα), δεδομένου ότι τα πρόσφατα κρούσματα παραβατικών συμπεριφορών από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους μας αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας διεθνώς. Ούτως ή άλλως πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι η ψήφος μας είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, τόσο στις εθνικές όσο και στις ευρωπαϊκές εκλογές.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Το κρίσιμο ερώτημα για αύξηση του ορίου του 3% - Άρθρο μου στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ 7.7.2023

Κώστας Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ

Οι εκλογές της 25.6.2023, με τον κατακερματισμό της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης σε επτά (και παραλίγο οκτώ) κόμματα, κανένα από τα οποία δεν έφθασε το 18% των έγκυρων ψήφων ή τις 50 έδρες, έθεσαν επί τάπητος το ζήτημα της λειτουργικότητας της Βουλής. Δεδομένου ότι η τελευταία δεν είναι μόνο λαϊκή αντιπροσωπεία, αλλά και κρατικό όργανο, εξοπλισμένο με αρμοδιότητες καίριας σημασίας για τη λειτουργία του πολιτεύματος, η διασφάλιση της δυνατότητας άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών συνιστά συνταγματική επιταγή, ως απόρροια της κοινοβουλευτικής αρχής και της διάκρισης των λειτουργιών (βλ. αναλυτικότερα Κ. Χρυσόγονου, Εκλογικό σύστημα και Σύνταγμα, 1996, σ. 217 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα το ζήτημα προκύπτει όχι υπό την έκφανση της διακινδύνευσης της κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά της δυσχέρειας άσκησης των ελεγκτικών δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης, λόγω ακριβώς του κατακερματισμού της (π.χ. αδυναμία κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας με τις απαιτούμενες 50 υπογραφές, κ.ά.).

Ανακύπτει έτσι εύλογα το ερώτημα, μήπως θα ήταν σκόπιμο να αυξηθεί το απαιτούμενο όριο για τη συμμετοχή ενός κόμματος (ή συνασπισμού) στην κατανομή των εδρών από το 3% των εγκύρων ψήφων πανελλαδικά (άρθρο 99 παρ. 1 του Εκλογικού Κώδικα, π.δ. 26/2012), π.χ. στο 5%. Το ερώτημα τούτο μπορεί να καταστεί πιεστικότερο στο μέλλον, εφόσον στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις μειωθεί αισθητά το ποσοστό ψήφων (και) του πρώτου κόμματος, ως αποτέλεσμα της συνήθους φθοράς από την άσκηση εξουσίας. Τότε ενδέχεται να τεθεί και ζήτημα κυβερνητικής σταθερότητας, δεδομένου ότι το πολιτικό σκηνικό εμφανίζεται άκρως πολωμένο, αφού κανείς από τους οκτώ κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς δεν φαίνεται να έχει μελλοντική διάθεση κυβερνητικής συνεργασίας με κανέναν.

Μια ματιά στα συγκριτικά δεδομένα δείχνει ότι από τα άλλα 26 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα τέσσερα υπάρχει όριο 4%, σε ένδεκα το όριο είναι 5%, ενώ υπάρχουν και κράτη μέλη (π.χ. Γαλλία, Ιρλανδία, Μάλτα, Πορτογαλία) όπου το όριο μπορεί να καταλήγει κατ’ αποτέλεσμα να τίθεται ακόμη υψηλότερα, λόγω της εφαρμογής πλειοψηφικού συστήματος ή της κατανομής των εδρών σε επίπεδο ελάσσονος περιφέρειας. Μόνο η Δανία και η Ολλανδία φαίνονται να έχουν τελικά χαμηλότερο εκλογικό «κατώφλι» από την Ελλάδα.

Πρόκειται πάντως για θέμα αναγόμενο στο εκλογικό σύστημα και έτσι μια τυχόν αλλαγή εδώ θα χρειαζόταν να υπερψηφισθεί με πλειοψηφία 200 βουλευτών, προκειμένου να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές (άρθρο 54 παρ.1 Συντ.), αλλιώς θα πρέπει να περιμένει έως τις μεθεπόμενες. Ο περιορισμός όμως αυτός αφορά (μόνο) τις εθνικές εκλογές, ενώ για τις ευρωεκλογές ο νομοθέτης δεν κωλύεται συνταγματικά να θεσπίσει την αύξηση του ορίου συμμετοχής στην κατανομή των εδρών με άμεση ισχύ.