Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Οικοδομώντας ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος

    Η Ελλάδα ταλαιπωρήθηκε στα προηγούμενα χρόνια από μια πρωτοφανή σε καιρό ειρήνης οικονομική κρίση, με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) σε τρέχουσες τιμές να μειώνεται σχεδόν κατά το ένα τρίτο μέσα σε μια δωδεκαετία (από 237 δις ευρώ το 2009 στα 165 δις το 2020). Το δημόσιο χρέος, αν και παρέμεινε σε γενικές γραμμές στα ίδια επίπεδα σε απόλυτους αριθμούς μετά την αναδιάρθρωσή του (συντεταγμένη χρεωκοπία) το 2012, έχει εκτοξευθεί σε ύψος άνω του 200% του ΑΕΠ λόγω της προαναφερόμενης πτώσης του τελευταίου. Ως να μην έφθαναν αυτά, η χώρα αντιμετωπίζει ένα από τα χειρότερα προβλήματα υπογεννητικότητας παγκοσμίως, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για έναν πληθυσμό της τάξης των μόλις 7,5 εκατομμυρίων στο όχι και τόσο μακρινό έτος 2060. Προκύπτει συνεπώς ένα εφιαλτικό σκηνικό, όπου η υπερχρέωση του κράτους, σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση και την πληθυσμιακή συρρίκνωση, θα οδηγήσει με βεβαιότητα κάποια στιγμή στην κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος και πιθανόν σε νέα και χειρότερη χρεοκοπία. Η πραγματική κατάστασή μας γίνεται σε κάποιον βαθμό αντιληπτή από την κοινωνία, όπου κυριαρχούν συναισθήματα απογοήτευσης και φόβου για το μέλλον. Το ζητούμενο ωστόσο είναι η κοινωνία αυτή να αντιδράσει, αλλάζοντας νοοτροπίες και συμπεριφορές και διεκδικώντας κάτι καλύτερο για το αύριο αυτού του τόπου. Το καλύτερο είναι μάλλον ουτοπικό όμως να το περιμένουμε για όσο διάστημα εξακολουθούν να κυριαρχούν δύο πολιτικές δυνάμεις βαθιά συντηρητικές επί της ουσίας, δηλ. αφενός η «Νέα Δημοκρατία» και αφετέρου ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Το ότι κανένα από τα δύο κόμματα δεν διαθέτει μια δυναμική πραγματικής ανανέωσης αποδείχθηκε δυστυχώς κατά την τετραετία 2015-2019 για τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση και αποδεικνύεται καθημερινά για την τωρινή κυβέρνηση έκτοτε. Εξάλλου, σε αντίθεση προς ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία), σ’ εμάς νέα πολιτικά σχήματα δεν μπόρεσαν να μακροημερεύσουν και να μεγαλώσουν σε βαθμό επαρκή ώστε να διεκδικήσουν ή και να κατακτήσουν την εξουσία. Άρα η αλλαγή σελίδας που χρειάζεται η Ελλάδα προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει μακροπρόθεσμα εδώ ο ελληνισμός (αφού αυτό είναι, χωρίς καμία υπερβολή, το μακροπρόθεσμο ιστορικό στοίχημα), θα πρέπει να προέλθει μέσα από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Μια πολιτική δύναμη πέρα από τα δύο σημερινά μεγάλα κόμματα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να προτείνει και, εφόσον το εγκρίνει ο ελληνικός λαός, να εφαρμόσει νέες προοδευτικές πολιτικές, αποδομώντας το πελατειακό σύστημα και οικοδομώντας ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που θα δρομολογήσει βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και θα ανακόψει τον δημογραφικό κατήφορο. Μετά την ανάληψη της ηγεσίας του από ένα νέο και άφθαρτο πρόσωπο, όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης, το ΚΙΝΑΛ δημιουργεί την ελπίδα πως θα μπορέσει ν’ αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Άλλωστε η μεταβολή φαίνεται από τις πρώτες κιόλας μέρες να συνοδεύεται από μία νέα προσέγγιση των προβλημάτων του τόπου, στη βάση ρεαλιστικών εκτιμήσεων και κοστολογημένων προτάσεων. Ένας παραπέρα λόγος αισιοδοξίας είναι ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος, έχοντας μείνει εκτός του νυμφώνος της εξουσίας μετά το 2011 (αυτοδύναμος), ή έστω το 2015, είχε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του από τους άλλους δύο (ΝΔ – ΣΥ.ΡΙΖ.Α) για αναστοχασμό και ανασυγκρότηση. Τα υπόλοιπα θα φανούν όταν έρθει η ώρα των εκλογών.

Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.


Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 22.1.2022