Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.


Αναδημοσίευση από εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 27/4/2014.

Το άρθρο 345 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι: «Οι Συνθήκες δεν προδικάζουν με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη». Η εν λόγω διάταξη, η οποία επαναλαμβάνεται στερεότυπα από την αρχική Συνθήκη ΕΟΚ της Ρώμης το 1957, συνεπάγεται ότι καμιά διάταξη του πρώην κοινοτικού και ήδη ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επίκλησης με σκοπό την εναντίωση στους κανόνες των εθνικών δικαίων που καθορίζουν κάθε φορά το «καθεστώς της ιδιοκτησίας». Συνεπώς στα κράτη-μέλη ανήκει η αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζουν αν τα μέσα παραγωγής αγαθών ή υπηρεσιών θα ανήκουν στον τομέα της δημόσιας ή της ιδιωτικής οικονομίας και αντίστοιχα δεσμεύεται η Ένωση σε μια αυστηρή ουδετερότητα όταν τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται από κράτος-μέλος. Με άλλες λέξεις, δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ούτε οποιουδήποτε άλλου ενωσιακού οργάνου, να ζητά και πολύ περισσότερο να επιβάλει στα κράτη-μέλη ιδιωτικοποιήσεις (ή εθνικοποιήσεις).
Παρά ταύτα η τρόικα στο τελευταίο επεισόδιο του πολυδράματος της δοσομανούς χώρας μας απαίτησε από τη μνημονιακή συγκυβέρνηση ως ένα από τα προαπαιτούμενα για την εκταμίευση της δόσης των 8,3 δις (6,3 δις υποδόσης Μαΐου, 1 δις υποδόσης Ιουνίου και 1 ακόμη δις υποδόσης Ιουλίου) και την έναρξη  ιδιωτικοποίησης του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της υλοποίησης των στόχων για έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις που περιέχουν οι σχετικές με τη χώρα μας («διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος») αποφάσεις του Συμβουλίου της Ε.Ε. και κατ’ επέκταση το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Έτσι, σε ευπειθή συμμόρφωση προς τις επιταγές των δανειστών, το ΤΑΙΠΕΔ δημοσίευσε αιφνιδιαστικά τη Μεγάλη Δευτέρα 14 Απριλίου 2014 πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών του δεύτερου μεγαλύτερου λιμένα της χώρας.
 Σύμφωνα με την πρόσκληση, παρέχεται στον μελλοντικό επενδυτή το δικαίωμα λειτουργίας και εκμετάλλευσης του λιμένα Θεσσαλονίκης μέχρι το μακρινό 2051, παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων βουλευτών, σύσσωμης της τοπικής κοινωνίας και των αρχών, παραγωγικών και οικονομικών φορέων. Και τούτο παρότι ο Ο.Λ.Θ. (όπως όμως και άλλα εκποιούμενα στοιχεία του ελληνικού Δημοσίου) είναι ένας κερδοφόρος οργανισμός με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης στην Ελλάδας και τα Βαλκάνια, ο οποίος τα τελευταία έχει χρόνια έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις εκατομμυρίων σε αναπτυξιακά έργα και εκσυγχρονισμό των τεχνικών υποδομών.
Είναι προφανές ότι η σπουδή της τριαρχίας των δανειστών να επιβάλουν παράνομα την εκποίηση σήμερα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και αύριο άλλων υποδομών της χώρας σε ξένα αρπακτικά «επενδυτικά» σχήματα σχετίζεται με τον λεγόμενο «πολιτικό κίνδυνο». Για τους επίδοξους άρπαγες της δημόσιας περιουσίας «κίνδυνο» συνιστά η ενδεχόμενη κατάρρευση των κομμάτων της μνημονιακής συγκυβέρνησης στις επερχόμενες ευρωεκλογές και η δρομολόγηση μετά ταύτα πολιτικών εξελίξεων. Για τον ελληνικό λαό αυτό ακριβώς συνιστά όμως ελπίδα και ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.

Η αναίρεση της ελευθερίας.


Αναδημοσίευση από εφημερίδα ΑΥΓΗ στις 27/4/2014.

Την περασμένη Δευτέρα συμπληρώθηκαν 47 χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Η θλιβερή εκείνη επέτειος φαίνεται σήμερα μακρινή υπόθεση, αφού μετά τη μεταπολίτευση του 1974 ο συνυπεύθυνος για την εκτροπή βασιλιάς και η δυναστεία του έγιναν παρελθόν, όπως και οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική. Ωστόσο η απόσταση που χωρίζει τον σημερινό δημόσιο βίο στην Ελλάδα από εκείνον της προδικτατορικής περιόδου ίσως να είναι μικρότερη από όση διακρίνεται με την πρώτη ματιά.
Ούτε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ούτε και κανένα άλλο πραξικόπημα στην ιστορία δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Προηγείται πάντα μια προλείανση του εδάφους από πολιτική και ιδεολογική άποψη και η ισοπέδωση των αναστολών και επιφυλάξεων, οι οποίες υπάρχουν υπό ομαλές συνθήκες στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους και τους αποτρέπουν από την κατάληψη της εξουσίας με τη βία ή την απειλή βίας. Εξάλλου οι εκτροπές από τον κοινοβουλευτισμό δεν αποτελούν μονοπώλιο των στρατιωτικών, αφού συχνά προέρχονται από κυβερνήσεις περιβεβλημένες με ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής (όπως η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936), ενώ ενίοτε δεν παίρνουν τη μορφή μιας απροσχημάτιστης κατάλυσης του Συντάγματος, αλλά μιας συγκαλυμμένης καταστρατήγησής του.
Προοίμιο και προϋπόθεση κάθε εκτροπής αποτελεί η διάδοση σε επαρκή κλίμακα, στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας, της αντίληψης ότι υπέρτατη αξία δεν είναι ο σεβασμός στη συνταγματική νομιμότητα, αλλά η αποτροπή κάποιων (ως επί το πλείστον φανταστικών) κινδύνων που απειλούν τον κοινωνικό σχηματισμό. Το ρωμαϊκό αξίωμα salus populi suprema lex είναι η μόνιμη επωδός όλων των πραξικοπηματιών, αρχαίων και νεότερων(«υπέρτατος νόμος η σωτηρία της πατρίδος» κατά την παράφραση του αλήστου μνήμης Κόλλια στο «διάγγελμα» της 22.4.1967).
Κοινό στοιχείο μεταξύ της εποχής του μετεμφυλιακού «παρασυντάγματος» των εκτοπίσεων, πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων και λοιπών «εκτάκτων μέτρων», το 1952 – 1967, και της εποχής των μνημονίων μετά το 2010, είναι η συστηματική και συνεχής παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων ατόμων και συλλογικοτήτων. Τότε βέβαια στοχοποιούνταν από τις κυβερνήσεις και τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες κυρίως τα ατομικά δικαιώματα, κατ’ επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου, ενώ τώρα στοχοποιούνται πρώτιστα τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των εργαζομένων (και ανέργων, συνταξιούχων κλπ.), με επίκληση του κινδύνου της «άτακτης» χρεοκοπίας. Όμως, όπως δίδαξε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, «η ελευθερία είναι ενιαία και αδιαίρετη, άσχετα αν εμφανίζεται ειδικότερα σαν ελευθερία-αυτονομία ή σαν ελευθερία-συμμετοχή στον πολιτικό και κοινωνικό βίο» (Ατομικές ελευθερίες, 1982, σ. 25). Αντίστοιχα και η αναίρεση της ελευθερίας κινδυνεύει, με αφετηρία τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα, να καταστεί συνολική.   
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές δίνουν στον ελληνικό λαό την ευκαιρία να αποδοκιμάσει με τον πιο έντονο τρόπο την πολιτική της ευπειθούς συμμόρφωσης στις επιταγές της τριαρχίας («τρόικα») που ακολουθεί η μνημονιακή συγκυβέρνηση και οδηγεί την οικονομία σε κατάρρευση και την κοινωνία σε έκρηξη. Η αποδοκιμασία αυτή, καθώς και η διεκδίκηση μιας εντελώς διαφορετικής πολιτικής, η οποία θα στοχεύει στην αποτροπή της επαπειλούμενης ανθρωπιστικής κρίσης και όχι στα κέρδη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, πρέπει να εκφρασθεί μέσα από την υπερψήφιση της κύριας αντιμνημονιακής δύναμης, δηλ. του ΣΥΡΙΖΑ. Στη ριζοσπαστική αριστερά ανήκει σήμερα η κύρια ιστορική ευθύνη για την προάσπιση της δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους απέναντι στο εγχείρημα της επιβολής μιας μετανεωτερικής δικτατορίας των κεφαλαιαγορών.   

Ρεαλιστική επιλογή η διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους.


Αναδημοσίευση από εφημερίδα REAL NEWS στις 27/4/2014.

Η μνημονιακή συγκυβέρνηση και τα συστημικά ΜΜΕ επιστρατεύουν όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, για να αποτρέψουν τη διαφαινόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές ή τουλάχιστον να περιορίσουν τις διαστάσεις της. Την Εβδομάδα των Παθών του 2014 (μέρος της μνημονιακής τετραετίας των Παθών για την ελληνική κοινωνία) η πολεμική τους εστιάσθηκε στη διαφωνία μιας μειοψηφίας μέσα στους κόλπους της ριζοσπαστικής αριστεράς, σε σχέση με την προσέγγιση του ζητήματος του νομίσματος.
Το δίλημμα ευρώ ή δραχμή ήταν υπαρκτό την δεκαετία του 1990, όταν η κυβέρνηση του «εκσυγχρονισμού» οδήγησε τη χώρα στο ενιαίο νόμισμα χρησιμοποιώντας μεθόδους «δημιουργικής» λογιστικής και αποφεύγοντας επιμελώς τον δημόσιο διάλογο για το ζήτημα (σε αντίθεση π.χ. με τη Σουηδία, όπου διεξάχθηκε δημοψήφισμα με αρνητική έκβαση). Το δίλημμα ήταν υπαρκτό και την άνοιξη του 2010, όταν το δημόσιο χρέος υπαγόταν ακόμη σε ελληνικό δίκαιο και άρα θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να δραχμοποιηθεί. Σήμερα όμως πρόκειται πια για ψευτοδίλημμα.
Το κρισιμότερο πρόβλημα της χώρας είναι η υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου, η οποία ματαιώνει εκ των προτέρων κάθε σοβαρή προοπτική οικονομικής ανάκαμψης και δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί παρά μόνο με γενναία διαγραφή κεφαλαίου (και όχι με εμβαλωματικές «λύσεις» τύπου επιμήκυνσης και μείωσης επιτοκίων). Η επιστροφή στη δραχμή δεν θα έλυνε το πρόβλημα, αφού το χρέος διέπεται ήδη στο σύνολό του από το αγγλικό δίκαιο και άρα βρίσκεται έξω από το βεληνεκές του έλληνα νομοθέτη. Εξάλλου, ακόμη και αν φθάναμε σε συμφωνία με τα άλλα κράτη της ευρωζώνης για την έξοδό μας από αυτή, θα εξακολουθούσαμε να δεσμευόμαστε, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τους όρους του Δημοσιονομικού Συμφώνου του 2012 (για σώρευση πρωτογενών πλεονασμάτων ώστε να μειώνεται σταδιακά το χρέος), που είναι αρκετοί για να μας οδηγήσουν σε οικονομική ασφυξία αν δεν προηγηθεί διαγραφή χρέους.  
Από την άλλη πλευρά, είναι φανερό ότι το ενιαίο νόμισμα έχει προκαλέσει τεράστιες ανισορροπίες στο εσωτερικό της ευρωζώνης, με υπερδιόγκωση του πλεονάσματος του γερμανικού ιδίως ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και υψηλή ανεργία στο μεσογειακό νότο. Αν δεν αλλάξει εκ βάθρων η αρχιτεκτονική της, η κατάρρευση της ευρωζώνης είναι μάλλον θέμα χρόνου. Η αφετηρία της θα μπορούσε να είναι η απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας ενός από τα μεγάλα ευρωμεσογειακά κράτη (ήδη π.χ. η βιωσιμότητα του ιταλικού δημοσίου χρέους, που έχει ανέλθει στο 132% του ΑΕΠ, είναι ένα κατά συνθήκη ψεύδος) ή κάποιο απρόβλεπτο γεγονός («ατύχημα»).
Ούτως ή άλλως όμως, η μονομερής έξοδος από το ενιαίο νόμισμα δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή για μια μικρή χώρα που στερείται συναλλαγματικά αποθέματα, ενώ το δημόσιο χρέος της έχει καταστεί διακρατικό και υπάγεται σε ξένο δίκαιο. Ρεαλιστική επιλογή αποτελεί αντίθετα η διεκδίκηση της διαγραφής μεγάλου μέρους  του χρέους, όπως συνέβη και για τη Γερμανία με τη συμφωνία του Λονδίνου το 1953, παράλληλα με την παύση εφαρμογής της υφεσιακής μνημονιακής πολιτικής. Αυτή ακριβώς είναι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει καθορισθεί  δεσμευτικά με τις σχετικές αποφάσεις του ιδρυτικού του συνεδρίου τον Ιούλιο του 2013, και αυτή θα αποτελέσει τον άξονα της πολιτικής του, εφόσον μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δρομολογηθεί η διεξαγωγή εθνικών εκλογών και η λήξη της μνημονιακής συγκυβέρνησης.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

47 χρόνια μετά..


Η σημερινή επέτειος των 47 ετών από την αποφράδα 21η Απριλίου 1967 βρίσκει την Ελλάδα σε μια κατάσταση που παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με την εποχή του προδικτατορικού μετεμφυλιακού κράτους (1949 – 1967). Όπως τότε, έτσι και σήμερα το Σύνταγμα ισχύει, αλλά σε μεγάλο βαθμό δεν εφαρμόζεται. Όπως τότε, έτσι και σήμερα οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες είναι πρόθυμες να θυσιάσουν τα συνταγματικά δικαιώματα στον βωμό της αντιμετώπισης ενός (κατά τη δική τους αντίληψη) επικείμενου κινδύνου, δηλ. τότε του κομμουνιστικού κινδύνου και τώρα του κινδύνου της άτακτης χρεοκοπίας. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, οι δικαστικές ιδίως εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να το θωρακίσουν. Τότε βέβαια παραβιάζονταν κυρίως τα παραδοσιακά ατομικά δικαιώματα, ενώ τώρα στη γραμμή του πυρός βρίσκονται περισσότερο τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα. Επί της ουσίας όμως το ζητούμενο είναι το ίδιο, δηλ. να αντιδράσει η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία και να προασπίσει τα δικαιώματα αυτά. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν την αρχή του τέλους της μνημονιακής υποτέλειας και της βίαιης πτωχοποίησης της κοινωνίας.  


Κώστας Χ. Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Υποψήφιος Ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Γιατί θέτω υποψηφιότητα σε αυτές τις Ευρωεκλογές;

Η συμμετοχή μου στον συνδυασμό του ΣΥΡΙΖΑ στις  ευρωεκλογές αποτελεί έμπρακτη εκδήλωση της αγωνίας μου για την πορεία της χώρας μας και ολόκληρης της Ευρώπης. Ως καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου έχω καταγγείλει τη συντελούμενη εκτροπή από τη συνταγματική νομιμότητα και την καταστρατήγηση του Συντάγματος. Έχω καυτηριάσει τη σιωπηρή μεταβολή του πολιτεύματος στην πατρίδα μας. Τη μετατροπή της δημοκρατίας αρχικά σε κλεπτοκρατία και πλέον σε χρεοκρατία. Παράλληλα η ενωμένη Ευρώπη από ένωση ισότιμων κρατών με στόχο την ευημερία των λαών τους μεταλλάσσεται σε ένωση δανειστών και οφειλετών με στόχο την ευημερία των κεφαλαιαγορών. H Ευρωπαϊκή Ένωση μεταλλάσσεται σε ένα αυτοκρατορικό μόρφωμα και η Ελλάδα σε αποικία χρέους. Σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορώ να αρκεστώ να διδάσκω στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα νόμους, διατάξεις και δικαιώματα που υπάρχουν, αλλά δεν εφαρμόζονται πια. Αισθάνομαι ότι έχω χρέος να απευθυνθώ σε όλους τους πολίτες, μέσα από ενεργή πολιτική δράση, για να συμβάλω στην ανατροπή της μνημονιακής υποτέλειας.


Κώστας Χ. Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Υποψήφιος Ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ

Οικονομία σε ασφυξία


Αναδημοσίευση από εφημερίδα ΕΘΝΟΣ στις 14/4/2014.

Οι πανηγυρισμοί της μνημονιακής συγκυβέρνησης για τη δήθεν «έξοδο στις αγορές» (για συμβολικό ποσό) συσκοτίζουν την πραγματικότητα της αφερεγγυότητας του ελληνικού δημοσίου. Η αφερεγγυότητα προκύπτει από την ύπαρξη ενός εμφανώς μη βιώσιμου δημοσίου χρέους σε ύψος άνω του 175% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), συμπαρασύρει τους ιδιώτες και ματαιώνει κάθε προοπτική οικονομικής ανάκαμψης.
Πέρα όμως από το έλλειμμα φερεγγυότητας, την ασφυξία επιτείνει η πολιτική του τραπεζικού συστήματος, καθ’ υπαγόρευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Το σύνολο του δανεισμού προς επιχειρήσεις, νοικοκυριά, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες σημειώνει διαρκή πτώση κατ’ έτος και έτσι από τα 257 δις ευρώ το Δεκέμβριου του 2010 έπεσε στα 217 δις ευρώ το Δεκέμβριο του 2013. Αν συνυπολογίσουμε τους τόκους συνάγεται ότι η πραγματική πιστωτική επέκταση ήταν αρνητική σε ποσοστό άνω του 30% μέσα στο διάστημα αυτό, δηλαδή αποστραγγίστηκε σχεδόν το 1/3 της ρευστότητας από την πραγματική οικονομία.
Η αποστράγγιση αυτή, που οδηγεί σε κατάρρευση την οικονομική δραστηριότητα, ήταν αρχικά σχεδόν επιβεβλημένη λόγω της διαρροής καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες, από μία τάξη μεγέθους 240 δις ευρώ τα τέλη του 2009 σε λιγότερο από 160 δις τα μέσα του 2012. Στη συνέχεια όμως οι καταθέσεις σε γενικές γραμμές σταθεροποιήθηκαν, ενώ ο τραπεζικός δανεισμός προς τον ιδιωτικό τομέα συνέχισε να συρρικνώνεται. Τούτο οφείλεται στην πίεση της ΕΚΤ, η οποία τον τελευταίο ενάμιση χρόνο μείωσε τη χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μέσω του μηχανισμού εκκαθάρισης συναλλαγών των κεντρικών Τραπεζών (TARGET) περίπου στο μισό, από τα 100 στα 50 δις ευρώ.
Το ευρωπαϊκό κατεστημένο παλινδρομεί διαρκώς μεταξύ μιας τιμωρητικής λογικής απέναντι στην Ελλάδα, που την οδηγεί σε αργή ασφυξία και της ανάγκης να μην εξωθήσει τη χώρα σε ρήξη, με απρόβλεπτες συνέπειες για το ενιαίο νόμισμα. Η παλινδρόμηση θα τερματιστεί μόνο όταν γίνει αντιληπτό ότι η απειλή ρήξης από την ελληνική πλευρά είναι υπαρκτή, ώστε οι ευρωπαϊκές «ελίτ» να υποχρεωθούν να μας δώσουν περιθώριο για να αναπνεύσουμε βαθιά. 

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Έξις δευτέρα φύσις.


Αναδημοσίευση από εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στος 13/4/2014

Κατά το άρθρο 14 του νόμου 3852/2010, γνωστού και ως «Καλλικράτη» προβλέφθηκε –ως μέσο εξασφάλισης της διαφάνειας στο δημόσιο βίο και για την καταπολέμηση της διαπλοκής- κώλυμα και ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του Δημάρχου, για το δεκαοκτάμηνο πριν τη διενέργεια των εκλογών για τους κατέχοντες πρόεδρου διοικητικoύ συμβουλίου των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που διορίζονται «κατ’ ανάθεση» με διοικητική πράξη και εδρεύουν όπου και ο οικείος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης. Ακριβώς δε επειδή η διάταξη αυτή είχε ως στόχο την αποθάρρυνση τέτοιας «ύποπτης» (κατά αμάχητο τεκμήριο του νόμου)  διπλοθεσίας, η διάταξη ασφαλώς ως κανόνας δικαίου είχε γενική και αφηρημένη έναντι πάντων ισχύ, καλύπτοντας δηλαδή όλες –θα υπέθετε κανείς- τις σχετικές περιπτώσεις που ανέκυπταν στην ελληνική επικράτεια.
Ως φαίνεται όμως όχι και την περίπτωση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης λειτουργεί σύμφωνα με τον νόμο 3905 του 2010 ως κοινωφελές μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου υπό δημόσιο έλεγχο, με διοικητικά όργανα που κατά βάση διορίζονται με κριτήρια το «αναγνωρισμένο κύρος τους» ή την «αξιόλογη πείρα τους» από τον εκάστοτε Υπουργό Πολιτισμού, στην πραγματικότητα κατά απόλυτή του διακριτική ευχέρεια. Σε εφαρμογή της διάταξη αυτής με απόφαση του τότε Υπουργού Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ Παύλου Γερουλάνου ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης διορίστηκε στις 25 Ιουλίου 2011 ως πρόεδρος του Φεστιβάλ. Κατά την κοινή λογική αυτό θα δημιουργούσε κώλυμα και ασυμβίβαστο για τον κ. Μπουτάρη και θα μπορούσε όχι απλώς να εμποδίσει την εκ νέου εκλογή του αλλά και να επιφέρει την έκπτωσή του, σήμερα, από το δημαρχιακό θώκο.
Μόλις το γεγονός είδε το φως της δημοσιότητας και προτού κάποιος «ενοχλητικός» πολίτης προλάβει να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, η μνημονιακή συγκυβέρνηση φρόντισε να καλύψει τον εκλεκτό της Δήμαρχο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, εισήγαγε φωτογραφική τροπολογία στο νομοσχέδιο με τίτλο «Επείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών» που ψηφίσθηκε την προηγούμενη εβδομάδα και κατάργησε αναδρομικά το κώλυμα για όσους είναι αιρετοί της τοπικής αυτοδιοίκησης
                Επί της ουσίας είναι συζητήσιμο αν το κώλυμα αυτό θα έπρεπε να υφίσταται για τους δημάρχους γενικά. Εκείνο που δεν είναι συζητήσιμο είναι ότι εφόσον καλώς ή κακώς υπάρχει γενικής ισχύος διάταξη νόμου, η κατάργησή της για να ωφεληθεί, και μάλιστα αναδρομικά, συγκεκριμένος δήμαρχος παραβιάζει κάθε έννοια ισότητας, κράτους δικαίου και συνταγματικού πολιτισμού. Δυστυχώς όμως η μνημονιακή συγκυβέρνηση είναι εθισμένη σε τέτοιου είδου παραβιάσεις. Έξις δευτέρα φύσις.

Τα αντανακλαστικά της εισαγγελέως.


Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΥΓΗ στις 13/4/2014

Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου επέδειξε την προηγούμενη εβδομάδα τα εξαιρετικά αντανακλαστικά της, ανταποκρινόμενη άμεσα στη σχετική αναφορά του λογιωτάτου περί τα νομικά υπουργού «Προστασίας του Πολίτη», και με παραγγελία της προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών επιτάσσει την άμεση κίνηση αυτόφωρης διαδικασίας κατά όσων διακινούν παράνομο οπτικοακουστικό υλικό στα ΜΜΕ. Διευκρινίζει μάλιστα ότι, εκτός από το άρθρο 370 Α του Ποινικού Κώδικα (παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας), εφαρμογή μπορεί να έχει και το «ξεχασμένο» άρθρο 157 του ίδιου (άσκηση βίας ή απειλής βίας κατά της Βουλής ή της κυβέρνησης ή μέλους τους για την εκτέλεση ή παράλειψη πράξης αναγόμενης στα καθήκοντά τους.)
Είναι βέβαια θετικό το γεγονός ότι, μάλλον για πρώτη φορά, η κυβέρνηση και οι εισαγγελικές αρχές αντιδρούν με τόσο άμεσο και κατηγορηματικό τρόπο σε δημόσιες απειλές των νεοναζιστών. Είναι πρόδηλη η αλλαγή στάσης σε σχέση προς ό,τι συνέβαινε έως πριν από μερικούς μήνες, όταν απειλές προερχόμενες από τον ίδιο πολιτικό χώρο, αλλά στρεφόμενες προς άλλες κατευθύνσεις (π.χ. αλλοδαπούς μικροπωλητές, συνδικαλιστές κλπ.), αντιμετωπιζόταν από το επίσημο κράτος με χαρακτηριστική μακαριότητα. Ίσως όμως η διαφορά να είναι ότι τώρα οι απειλές των χρυσαυγιτών αγγίζουν τον ίδιο τον πρωθυπουργό, το περιβάλλον του και τους υπουργούς του.
Από νομική άποψη  η εν αγνοία ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ενέχει παγίδευσή του. Αυτό, όπως έχει δεχθεί ο Άρειος Πάγος, δεν είναι καταρχήν ανεκτό από την έννομη τάξη, ειδάλλως θα ζούσαμε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη έκφρασή μας σε μια ιδιωτική συζήτηση θα μπορούσε κάποια άλλη στιγμή να χρησιμοποιηθεί εναντίον μας (ΑΠ 1/2001 Ολομ.). Όπως όμως έχει πολλές φορές επιβεβαιώσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η προστασία της αμεριμνησίας της ιδιωτικής συνομιλίας ενδέχεται να υποχωρεί, όταν σταθμίζεται με το εύλογο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να ενημερώνεται για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται την εξουσία όσοι κατέχουν δημόσιες θέσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, και εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για τον απαραβίαστο πυρήνα της ιδιωτικής ζωής (ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, υγεία κλπ.), η ελευθερία του τύπου και της πληροφόρησης αποκτά προβάδισμα έναντι της προστασίας των λεγόμενων «δημοσίων προσώπων» (όπως βουλευτές, μέλη και στελέχη της κυβέρνησης).
Εδώ προκύπτει μια ξεκάθαρη διάκριση. Είναι άλλο πράγμα καθαυτές οι αποκρουστικές πρακτικές παγίδευσης ιδιωτικών συνομιλιών, που παραπέμπουν σε παρακράτος και υπόκοσμο. Και άλλο πράγμα το καθήκον ενημέρωσης της κοινής γνώμης, η οποία εν τέλει δικαιούται να γνωρίζει αν άνθρωποι που διαχειρίζονται τις τύχες του ελληνικού λαού «συγχρωτίζονται» και νιώθουν οικειότητα με όσους δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν πρακτικές παρακράτους ή μαφίας. Όποιος δεν μπορεί ή δεν θέλει να κάνει τη στοιχειώδη αυτή διάκριση φοβάμαι πως δεν προασπίζει εντέλει αποτελεσματικά τη δημοκρατία.

Τεχνητή ευφορία.


Αναδημοσίευση από εφημερίδα REAL NEWS στις 13/4/2014.

Η δέσμευση της Ελλάδας στο άρμα των μνημονίων την άνοιξη του 2010 είχε ακολουθήσει την απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου στις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές την ίδια εποχή. Είχε προηγηθεί η κατακόρυφη άνοδος των αποδόσεων (των περιβόητων spread) των ελληνικών ομολόγων, με αντίστοιχη πτώση της τιμής τους στη δευτερογενή αγορά. Τώρα η κυβέρνηση πανηγυρίζει επειδή τα spread μειώνονται, οι τιμές των ελληνικών ομολόγων ανακάμπτουν και έτσι δρομολογήθηκε η λεγόμενη «επάνοδος στις αγορές» (δηλ. η έκδοση και απορρόφηση από την αγορά νέων ελληνικών ομολόγων.)

Στην πραγματικότητα όλα αυτά δεν ανταποκρίνονται στα θεμελιώδη δημοσιονομικά δεδομένα και δημιουργούν μια τεχνητή ευφορία για προεκλογικούς λόγους. Το ελληνικό δημόσιο χρέος υπερβαίνει σήμερα τα 321 δις ευρώ, ή περίπου 175% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ στις αρχές του 2010 βρισκόταν «μόλις» στο 120%. Μετά τις θανατηφόρες δόσεις μνημονιακής «λιτότητας» την τελευταία τετραετία το κράτος εμφανίζεται να έχει σταματήσει να παράγει νέα (πρωτογενή) ελλείμματα, αλλά παραμένει άλυτο το πρόβλημα της συσσωρευμένης υπερχρέωσης, χωρίς άμεση προοπτική επίλυσης, αφού δεν διαφαίνεται καμία αναπτυξιακή δυναμική στην ελληνική οικονομία (ώστε να βελτιωθεί ο λόγος χρέους/ΑΕΠ).
Η δήθεν έξοδος στις αγορές αφορά το συμβολικό, σε σχέση με τον όγκο του ελληνικού χρέους, ποσό των 2 έως 3 δις ευρώ και οφείλεται στο γεγονός ότι το 80% περίπου του χρέους αυτού είναι διακρατικό (προς τα άλλα μέλη της ευρωζώνης, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ) και άρα εκτός διαπραγμάτευσης στη δευτερογενή αγορά. Με άλλες λέξεις, έχουν απομείνει τόσο λίγα ελληνικά ομόλογα στα χέρια ιδιωτών, ώστε η προσφορά τίτλων στη δευτερογενή αγορά να είναι άκρως περιορισμένη και μια έστω αναιμική ζήτηση να ωθεί τις τιμές τους προς τα πάνω. Αν το ελληνικό δημόσιο επιχειρούσε να δανειστεί από τις κεφαλαιαγορές μεγαλύτερα ποσά, ώστε να αρχίσει να αποπληρώνει το διακρατικό χρέος και να απεξαρτηθεί από τα μνημόνια, τότε θα έβλεπε πολύ σύντομα τα spread να ανεβαίνουν ξανά με τους ίδιους ρυθμούς των αρχών του 2010.
Η ελληνική οικονομία είναι εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο αφενός της υπερχρέωσης, η οποία υποβαθμίζει τη φερεγγυότητα του κράτους αλλά κατ’ επέκταση και των επιχειρήσεων και αυξάνει το κόστος του χρήματος, και αφετέρου της έλλειψης αναπτυξιακής δυναμικής, ακριβώς λόγω του απαγορευτικού κόστους του χρήματος. Αυτός ο γόρδιος δεσμός δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο με ένα αποφασιστικό χτύπημα, ώστε ο λόγος χρέους/ΑΕΠ να επανέλθει το πολύ στα επίπεδα του τέλους του 2009, δηλ. να μειωθεί κατά περίπου 100 δις ευρώ.
Τούτο προϋποθέτει δραστικό «κούρεμα» του ίδιου του κεφαλαίου των διακρατικών δανείων και όχι εμβαλωματικές λύσεις, όπως επιμήκυνση της διάρκειάς τους και πτώση των επιτοκίων, τις οποίες συζητούν οι δανειστές. Τέτοιο «κούρεμα» όμως δεν είναι σε θέση να απαιτήσει η μνημονιακή συγκυβέρνηση από τους δανειστές, κυρίως επειδή τα ίδια κόμματα που την συγκροτούν φέρουν την πολιτική και ηθική ευθύνη για την υπερχρέωση, ενώ περαιτέρω είναι εγκλωβισμένα στις διάφορες «λίστες» Siemens, Lagarde κλπ. Η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει εμφατικά το δικαίωμα για μια νέα αρχή, όπως αναγνωρίσθηκε και στη Γερμανία το 1953 με τη συμφωνία του Λονδίνου (με την οποία το γερμανικό δημόσιο χρέος «κουρεύτηκε» κατά 62%). Μια τέτοια διεκδίκηση έχει ως προαπαιτούμενο την κυβερνητική αλλαγή και την παροχή σαφούς λαϊκής εντολής στις αντιμνημονιακές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, με αφετηρία τις επερχόμενες ευρωεκλογές. 

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Πρόκληση και εμπαιγμός.


Αναδημοσίευση από εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 8/4/2014

Την ερχόμενη Παρασκευή η καγκελάριος της Γερμανίας θα μας τιμήσει με τη δεύτερη επίσκεψή της στην Αθήνα μέσα σε ενάμιση χρόνο. Η Ελλάδα είναι μια φιλόξενη χώρα και κάθε ξένος επισκέπτης είναι καταρχήν ευπρόσδεκτος.  Ωστόσο η συγκεκριμένη επίσκεψη έχει ιδιαιτερότητες που της προσδίδουν στοιχεία πρόκλησης απέναντι στον ελληνικό λαό και εμπαιγμού της νοημοσύνης μας.
Η Άνγκελα  Μέρκελ, εξυπηρετώντας τις δικές της εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, είχε επιδοθεί για καιρό, ιδίως το 2010 και το 2011, σε μια εκστρατεία δυσφήμησης του ευρωπαϊκού νότου απέναντι στη γερμανική κοινή γνώμη και μάλιστα με ρατσιστικά υπονοούμενα. Μεταξύ άλλων, κατηγορούσε ως «αμαρτωλά» (Sunderstaaten) τα μεσογειακά κράτη της ευρωζώνης, παραγνωρίζοντας ότι ηθικές ιδιότητες μπορούν να έχουν τα μεμονωμένα άτομα και όχι ολόκληροι λαοί ή κράτη. Ή ακόμη συκοφαντούσε τους Έλληνες, Ιταλούς, Ισπανούς κλπ. ότι εργάζονται λιγότερες ώρες και κάνουν περισσότερες διακοπές  από τους  Γερμανούς, ενώ στην πραγματικότητα τα ωράρια εργασίας στο νότο είναι πολύ απαιτητικότερα και οι μισθοί πολύ χαμηλότεροι από ότι στη Γερμανία (και βέβαια η όλη ρητορική της  ήταν αποπροσανατολιστική, αφού η πραγματική αντίθεση δεν είναι μεταξύ των εργαζομένων των χωρών, αλλά ανάμεσα σε εργαζόμενους και ανέργους, από τη μια, και το αδηφάγο διεθνές  χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αφετέρου). 
Αντίστροφα σήμερα εξαπολύει μια «επίθεση φιλίας», με επισκέψεις και κολακευτικά σχόλια για τον πολιτικό ομογάλακτό της  (στα  πλαίσια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος)  Αντώνη Σαμαρά. Καθόλου τυχαία, όλα αυτά συμβαίνουν στις παραμονές των ευρωεκλογών που θα κρίνουν τη βιωσιμότητα ή μη της  μνημονιακής  συγκυβέρνησης στην Ελλάδα και συνοδεύονται από παραβίαση εθιμοτυπίας, αφού δεν προβλέπεται καμία συνάντηση  με  τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι προφανές ότι η ολιγόωρη  και  χωρίς συγκεκριμένο διαπραγματευτικό αντικείμενο επίσκεψη της καγκελαρίου στην Αθήνα αποκλειστικό σκοπό έχει την άγρα εντυπώσεων προς όφελος της «Νέας Δημοκρατίας» και της απολιθωμένης «Ελιάς» (πρώην ΠΑ.ΣΟ.Κ.).
Το γεγονός ότι η κορυφαία πολιτική εκπρόσωπος της γερμανικής άρχουσας τάξης μπαίνει στον κόπο να στηρίξει προσωπικά με αυτόν τον τρόπο τη μνημονιακή συγκυβέρνηση στη χώρα μας, αποδεικνύει πόσο ψευδή είναι τα στερεότυπα περί μονόδρομου της υποτέλειας. Αν η ευπειθής συμμόρφωση στις επιταγές των δανειστών ήταν  η μοναδική ρεαλιστική επιλογή για οποιαδήποτε κυβέρνηση, όπως επιδιώκουν να μας πείσουν το εγχώριο κλεπτοκρατικό σύστημα εξουσίας και τα φερέφωνά του, τότε η προοπτική  επικράτησης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα θα άφηνε παγερά αδιάφορη την καγκελάριο της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα όμως  μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα είχε περιθώρια αντίδρασης και αντιστροφής της μνημονιακής πολιτικής που οδηγεί την φτώχεια και την ανεργία στα ύψη και γι΄ αυτό ανησυχούν οι εμπνευστές της πολιτικής αυτής.
Πρέπει ωστόσο να παραδεχθούμε ότι, με την πάροδο του χρόνου, τα περιθώρια αντίδρασης  περιορίζονται. Η μετατροπή π.χ. του ελληνικού δημόσιου χρέους σε διακρατικό και η υπαγωγή του στο αγγλικό δίκαιο δυσχεραίνουν το αναγκαίο «κούρεμα», η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας σε εξευτελιστικές τιμές δυσχεραίνει την άσκηση μιας αναδιανεμητικής οικονομικής πολιτικής κ.ο.κ. Γι’ αυτό χρειάζεται το μήνυμα ανατροπής που θα στείλει ο ελληνικό λαός στις  προσεχείς  ευρωεκλογές  να είναι τόσο ισχυρό, ώστε να δρομολογήσει την άμεση κατάρρευση της μνημονιακής συγκυβέρνησης.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Δύο μέτρα και δύο σταθμά η πολιτική της Μέρκελ.


Αναδημοσίευση από εφημερίδα Kontra News στις 8/4/2014.

Η μνημονιακή συγκυβέρνηση επενδύει επικοινωνιακά στην επίσκεψη της καγκελαρίου της Γερμανίας στην Αθήνα, προκειμένου να βελτιώσει τις προοπτικές της Νέας Δημοκρατίας και της απολιθωμένης «Ελιάς» (πρώην ΠΑ.ΣΟ.Κ) στις ευρωεκλογές. Στην πραγματικότητα όμως οι θέσεις της κας. Μέρκελ απέναντι στο ελληνικό ζήτημα έχουν ήδη παρουσιασθεί στην πρόσφατη συνέντευξη του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας σε κυριακάτικη ελληνική εφημερίδα.
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο ενός νέου «κουρέματος» του ελληνικού δημόσιου χρέους ο κ. Σόιμπλε απάντησε πως το PSI του 2012 «ήταν μια μοναδική περίπτωση και πρέπει να παραμείνει μοναδική». Όσο για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και, ιδίως, του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, αφού εξέφρασε τη λύπη του για το «πόσο υπέφερε η Ελλάδα από τη Γερμανία», τόνισε ότι «οι υλικές επανορθώσεις έχουν διευθετηθεί μέσω διεθνών συνθηκών» (προσποιείται δηλ. ότι δεν αντιλαμβάνεται πως άλλο πράγμα είναι οι επανορθώσεις και άλλο το κατοχικό δάνειο). Με άλλες λέξεις, απαιτεί από τους Έλληνες να εξοφλήσουν στο ακέραιο τα δικά τους χρέη, αλλά αρνείται να συζητήσει καν για το γερμανικό χρέος προς την Ελλάδα και  μας εμπαίζει με μια ανέξοδη έκφραση συμπόνοιας.
Πρόκειται βέβαια για δύο μέτρα και δύο σταθμά, πράγμα που αποδεικνύει τη γερμανική υποκρισία, συνδυασμένη και με ισχυρή δόση υπεροψίας, αφού καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές «θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα ίδια ερωτήματα με τα οποία βρέθηκε ο κ. Παπανδρέου». Και η απάντηση αυτή όμως κρύβει ανειλικρίνια, αφού ο κ. Σόιμπλε γνωρίζει καλά ότι οι απαντήσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στα ίδια ερωτήματα θα είναι πολύ διαφορετικές από τις απαντήσεις του τρίτης γενιάς κληρονόμου της παπανδρεϊκής δυναστείας. Γι’ αυτό άλλωστε η καγκελάριος σπεύδει για δεύτερη φορά μέσα σε 1,5 έτος να επισκεφθεί την Αθήνα.
Η γερμανική «ελίτ» αντιλαμβάνεται ότι αν βρεθεί αντιμέτωπη με μια ελληνική κυβέρνηση η οποία θα διεκδικήσει σθεναρά π.χ. τον συμψηφισμό του κατοχικού δανείου έναντι των «μνημονιακών» δανείων της τελευταίας τετραετίας, θα αναγκασθεί τελικά σε οδυνηρές υποχωρήσεις, προκειμένου να μη διακινδυνεύσει τη σταθερότητα της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της, με ανυπολόγιστες μακροπρόθεσμες συνέπειες. Τέτοιες διεκδικήσεις βέβαια δεν μπορούν να προβάλουν κόμματα εγκλωβισμένα στις «λίστες» Siemens κλπ. Η σθεναρή προάσπιση των συμφερόντων της ελληνικής κοινωνίας, και ειδικότερα των χαμηλόμισθων, χαμηλοσυνταξιούχων, ανέργων και άλλων που πλήττονται βάναυσα από τα μνημονιακά μέτρα, προϋποθέτει την προηγούμενη αποδόμηση του εγχώριου κλεπτοκρατικού συστήματος εξουσίας και των κομματικών του πυλώνων. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές μας δίνουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δρομολογήσουμε την αποδόμηση αυτή.    

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Η πρόταση δυσπιστίας και η περιφρόνηση των θεσμών


Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΥΓΗ στις 6/4/2014

Η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ κατά του Υπουργού Οικονομικών οδήγησε τα κόμματα της μνημονιακής συγκυβέρνησης σε ένα ανώτερο επίπεδο περιφρόνησης των κοινοβουλευτικών θεσμών. Ως τώρα γνωρίζαμε ότι θέλουν να αποφεύγουν τη συζήτηση στη Βουλή και γι’ αυτό νομοσχέδια εκατοντάδων σελίδων εισάγονται με το πρόσχημα του «κατεπείγοντος», σε μία και μόνη συνεδρίαση. Την προηγούμενη Κυριακή αποδείχθηκε πως ούτε τα προσχήματα σέβονται, γι’ αυτό και ο Πρόεδρος της Βουλής απέρριψε προκαταβολικά την πρόταση δυσπιστίας κατά του Υπουργού.
Στο ερώτημα αν επιτρέπεται, με βάση το άρθρο 84 του Συντάγματος, η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας κατά υπουργού πριν από την πάροδο του εξαμήνου από την απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης έχουν δοθεί σε ανύποπτο χρόνο διαφορετικές απαντήσεις από ειδικούς επιστήμονες, (θετική από τον γράφοντα το 2003 και την Ιφιγένεια Καμτσίδου το 2011, αρνητική από τον Πέτρο Παραρά το 1999). Ο Πρόεδρος της Βουλής αποφάσισε να προκρίνει τη μία από αυτές χωρίς να είναι ο ίδιος ειδικός και χωρίς να έχει λάβει σχετική γνωμοδότηση από ειδικούς. Η άποψη που προτίμησε εξυπηρετούσε τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς περί αποφυγής ουσιαστικής συζήτησης των ρυθμίσεων του «πολυνομοσχεδίου».
Ακολούθησε η εξαπόλυση μιας επικοινωνιακής καταιγίδας σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ από τα μέσα μαζικής αποχαύνωσης, με την επιστημονικοφανή συνεπικουρία προσώπων που φέρουν καθηγητικούς τίτλους, αλλά ουδέποτε στο παρελθόν είχαν ασχοληθεί επιστημονικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Τώρα όμως το «ανακάλυψαν» και εκφράζουν την κατηγορηματική τους αποδοκιμασία για την ερμηνεία ότι η πρόταση δυσπιστίας κατά υπουργού είναι παραδεκτή και πριν την πάροδο του εξαμήνου από την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, με το περισπούδαστο επιχείρημα ότι αλλιώς διανοίγεται η δυνατότητα καταχρήσεων του θεσμού από την αντιπολίτευση και αλλεπάλληλων τριήμερων συζητήσεων τέτοιων προτάσεων. Με άλλες λέξεις, τους «ανησυχεί» το υποθετικό σενάριο μιας καταχρηστικής στάσης της αντιπολίτευσης (διόλου ρεαλιστικό, αφού αλλεπάληλες απορρίψεις από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις τελικές ψηφοφορίες θα συνεπαγόταν πολιτικό κόστος για την αντιπολίτευση), αλλά δεν τους απασχολεί καθόλου το πραγματικό γεγονός της καταχρηστικής εισαγωγής για (μη) συζήτηση και άμεση ψήφιση σειράς νομοσχεδίων από την κυβέρνηση με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Το κλεπτοκρατικό σύστημα εξουσίας και τα φερέφωνά του αξιώνουν από τον ΣΥΡΙΖΑ να περιορίζεται σε έναν ρόλο παθητικού παρατηρητή, δηλαδή να καταψηφίζει απλώς τα νομοσχέδιά τους και έτσι να τους δίνει ένα κοινοβουλευτικό και δημοκρατικό άλλοθι με την παρουσία του. Όταν όμως η αντιπολίτευση αποδεικνύεται «απείθαρχη» τότε γίνεται «πεζοδρόμιο», προωθεί τον «εκτσογλανισμό της πολιτικής» και τόσα άλλα που της προσάπτουν οι ευγενείς  εκπρόσωποι του συστήματος.
Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς πως όλα αυτά δεν είναι παρά τακτικισμοί χωρίς ενδιαφέρον για την κοινωνία. Αυτή όμως η κοινωνία θα επιβαρυνθεί οριστικά με τα 50 δις ευρώ της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ως συνέπεια της εσπευσμένης ψήφισης του «πολυνομοσχεδίου» και της επικείμενης εκποίησης των τραπεζικών μετοχών τις οποίες κατέχει το ΤΧΣ, χωρίς όριο τιμής προς τα κάτω και με διασφαλισμένη προκαταβολικά την ατιμωρησία των αυτουργών. Αυτή η κοινωνία θα υποστεί την παραπέρα συρρίκνωση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, την εξαφάνιση της εγχώριας κτηνοτροφίας και όλα τα υπόλοιπα μέτρα της βίαιης πτωχοποίησης. Αυτή η κοινωνία τελικά πρέπει να αντισταθεί στις επικοινωνιακές καταιγίδες τις οποίες εξαπολύει το κλεπτοκρατικό σύστημα εξουσίας και να δρομολογήσει την κατεδάφισή του.   
  

Η Απόλυτη Μοναρχία


Αναδημοσίευση από εφημερίδα REAL NEWS στις 6/4/2014

Η διαδικασία ψήφισης του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα της νέας δόσης δανεικών από την τρόικα, την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου, περιείχε διάφορα στοιχεία εξευτελισμού των κοινοβουλευτικών θεσμών. Τέτοια ήταν η εισαγωγή και ψήφισή του με τη διαδικασία του «κατεπείγοντος» χωρίς να υπάρχει κατεπείγον (αφού τα χρεολύσια τα οποία θα καλύψει η δόση είναι καταβλητέα στα μέσα Μαΐου), κατά παράβαση του άρθρου 76 του Συντάγματος, η παρεμβολή σωρείας άσχετων διατάξεων κατά παράβαση του άρθρου 74 Συντ. και άλλα. Το χειρότερο όμως από όλα ήταν η συμπεριφορά του πρωθυπουργού.
΄Οπως το συνηθίζει στα περίπου δύο χρόνια που κατέχει το αξίωμα, ο Αντώνης Σαμαράς απαξίωσε και πάλι να παραστεί έστω και για λίγα λεπτά στη Βουλή και να λάβει τον λόγο. Περιορίσθηκε να προσέλθει στην ψηφοφορία και να διαγράψει μέσα σε λίγα λεπτά από την κοινοβουλευτική ομάδα της «Νέας Δημοκρατίας» τον μοναδικό βουλευτή της τελευταίας ο οποίος σε ένα από τα άρθρα του πολυνομοσχεδίου αντί να υπερψηφίσει προτίμησε το «παρών». Η διαγραφή μάλιστα διεκπεραιώθηκε με θεατρικό τρόπο, αφού ο ηγεμόνας του κυβερνώντος κόμματος έγραψε επιδεικτικά ιδιόχειρο σημείωμα και το παρέδωσε στο Προεδρείο.
Αποδεικνύεται έτσι, για ακόμη μια φορά, ότι το εσωκομματικό «πολίτευμα» στη Ν.Δ. (όπως άλλωστε και στο ΠΑΣΟΚ) είναι η απόλυτη μοναρχία. Ο αρχηγός του κόμματος είναι εκλεγμένος από τα μέλη και τους φίλους, αλλά τούτο επί της ουσίας δεν τον καθιστά λιγότερο μονάρχη από ό, τι ήταν π.χ. οι Οθωμανοί σουλτάνοι, που αποκεφάλιζαν με μεγάλη ευκολία τους βεζίρηδες και άλλους υποτακτικούς τους, όταν δεν τους ικανοποιούσαν. Απλά τότε επρόκειτο για κυριολεκτικό, αιματηρό αποκεφαλισμό, ενώ τώρα για συμβολική κίνηση, με το ίδιο όμως πολιτικό αποτέλεσμα, αφού όποιος διαγραφεί δεν έχει, κατά κανόνα, ελπίδα επανεκλογής.
Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με κομματική πειθαρχία, αφού το ίδιο το κόμμα ως συλλογικός πολιτικός οργανισμός είναι στην πράξη «υπνωτισμένο» και τα όργανά του είτε αδρανούν είτε συνεδριάζουν μόνο για να επευφημήσουν τον «πρόεδρο»-αιρετό μονάρχη. Και βέβαια η «πειθαρχία» νοείται ως διαδικασία καταλογισμού ευθύνης ύστερα από απολογία και κρίση από αρμόδιο όργανο (ακόμη και στις ένοπλες δυνάμεις, πειθαρχική ποινή στον στρατιώτη δεν επιβάλει ο λοχίας, αλλά ο διοικητής της μονάδας, αφού πρώτα ακούσει τις εξηγήσεις του στην «αναφορά».) Εδώ όμως ο κομματικός ηγεμόνας  λειτουργεί ως εισαγγελέας, ως δικαστής και ως δήμιος ταυτόχρονα, κατά παράβαση τόσο του Κανονισμού της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της «Νέας Δημοκρατίας» όσο και του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ. (αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας).
Τα μέσα μαζικής «αποχαύνωσης» μας έχουν σταδιακά εθίσει σε παρόμοιες μοναρχικές συμπεριφορές σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τις θεωρούμε απόλυτα φυσιολογικές και μάλιστα να μας ξενίζει αντίστροφα η ύπαρξη εσωκομματικής δημοκρατίας (π.χ. στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος καθίσταται μόνιμος στόχος λοιδορίας για τις «συνιστώσες» του). Και επειδή βέβαια ο ηγεμονισμός συνοδεύεται συνήθως από αυθαιρεσία και αδιαφάνεια στην πολιτική και οικονομική διαχείριση, οι παραπάνω παθογένειες των κομμάτων εξουσίας δεν είναι καθόλου άσχετες με τις περιπέτειες της χώρας τα τελευταία ιδίως χρόνια. Στις επερχόμενες ευρωεκλογές ο ελληνικός λαός θα έχει μια ευκαιρία να αποδείξει πως έπαθε αλλά τουλάχιστον έμαθε.


Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Η Ρίζα του Κακού.


Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών στις 4/4/2014.

Η υπόθεση Μπαλτάκου προκάλεσε ίσως έκπληξη στην κοινή γνώμη, την οποία παραπληροφορούν συστημματικά τα μέσσα  μαζικής αποχαύνωσης. Στην πραγματικότητα όμως τίποτε από αυτά που καταγράφονται στη μαγνητοσκοπημένη συνομιλία Μπαλτάκου-Κασιδιάρη δεν είναι καινοφανές.
Η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, κυρίως κατά αλλοδαπών, αλλά και η στόχευσή της να ανατρέψει βίαια το πολίτευμα, αν της δοθεί κάποια στιγμή η ευκαιρία, προκειμένου να επιβάλει ένα καθεστώς παρόμοιο με εκείνο της απριλιανής δικτατορίας, ανάμεικτο και με εθνικοσοσιαλιστικά στοιχεία, ήταν γνωστές από χρόνια τόσο στην κυβέρνηση όσο κι τους διωκτικές αρχές. Δεδομένη ήταν και η απάθεια, αν μη και η ανοχή, με την οποία αντιμετωπιζόταν το φαινόμενο έως τη στιγμή τους δολοφονίας Φύσσα. Το μόνο νέο στοιχείο τώρα είναι η οικειότητα μεταξύ του alter ego του πρωθυπουργού, αφενός, και του υπαρχηγού-πρωτοπυγμάχου τους Χρυσής Αυγής, αφετέρου, που καθίσταται εμφανής στη μαγνητοσκοπημένη συνομιλία τους και υπονοεί μακρά και διαρκή προϊστορία πολιτικών επαφών μεταξύ τους.
Εξάλλου και η προδιάθεση τους κυβέρνησης για χειραγώγηση τους Δικαιοσύνης δεν αποκαλύπτεται τώρα για πρώτη φορά. Ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης ήταν Αρεοπαγίτης και ταυτόχρονα Πρόεδρος τους Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων έως την άνοιξη του 2012, όταν ο αρχηγός τους «Τους Δημοκρατίας» ουσιαστικά τον διόρισε βουλευτή, τοποθετώντας τον σε εκλόγιμη θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας. Μια τέτοια κίνηση προφανώς δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ξαφνικού πολιτικού «έρωτα» μεταξύ τους, αλλά αντίθετα υποδηλώνει ότι η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος είχε από καιρό άτυπους διαύλους επικοινωνίας και σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης με ένα τουλάχιστον πρόσωπο-κλειδί από τον χώρο τους Δικαιοσύνης.
Η μαγνητοσκόπηση που είδε το φως τους δημοσιότητας είναι βέβαια προϊόν αξιόποινης υποκλοπής, αλλά τούτο δεν μειώνει τους διαστάσεις του πολιτικού ζητήματος το οποίο προκύπτει. Έστω και αν μέρος τους «εξομολόγησης» Μπαλτάκου είναι προϊόν μυθοπλασίας (πάντως οι εμπλεκόμενοι υπουργοί θα όφειλαν τουλάχιστον να τον καταμηνύσουν άμεσα για συκοφαντική δυσφήμιση αν ίσχυε κάτι τέτοιο), γεγονός παραμένει ότι η εισαγγελία του Αρείου Πάγου «ανακάλυψε» την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης και τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή μόνο όταν τους επέστησε την προσοχή ο μέγας νομοκάνων υπουργός «Προστασίας του Πολίτη». Και το χειρότερο είναι πως όλα αυτά κινδυνεύουν να ηρωοποιήσουν τους νεοναζιστές  στα μάτια πολλών αφελών και έτσι να ενισχύσουν τελικά ακόμη περισσότερο την απειλητική τους παρουσία.
Σε κάθε περίπτωση, η ρίζα του κακού είναι η βίαιη πτωχοποίηση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας στην εποχή των μνημονίων, η οποία ωθεί πολλούς απελπισμένους στην αγκαλιά του τέρατος. Η ανακοπή της πτωχοποίησης προϋποθέτει μια εκ βάθρων αλλαγή πολιτικής και αυτή δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τη μνημονιακή συγκυβέρνηση. Είναι επιτακτική ανάγκη για τη χώρα η διεξαγωγή εθνικών εκλογών στο συντομότερο δυνατό χρόνο. 

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Η χρηματοδότηση των κομμάτων.


Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Έθνος στις 31/3/2014.

Η μνημονιακή συγκυβέρνηση δεν διστάζει να παραβιάσει το Σύνταγμα προκειμένου να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες. Και τούτο παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα αυτό το θέσπισαν ακριβώς τα κόμματα της συγκυβέρνησης, το 1975, το 1986 και το 2001.
Ο "σεβασμός" τον οποίο επιδεικνύουν στον θεμελιώδη νόμο της χώρας είναι ευθέως ανάλογος προς τον σεβασμό τους στις προεκλογικές τους υποσχέσεις (π.χ. στα "λεφτά" που υπήρχαν το 2009 ή στην "επαναδιαπραγμάτευση" του 2012). Το τελευταίο δείγμα του είδους είναι η πρόθεσή τους, που εξαγγέλθηκε μέσω διαρροής σε κυριακάτικη εφημερίδα στις 23.3.2014, να καταργήσουν ουσιαστικά την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων. Η χρηματοδότηση αυτή έχει ήδη μειωθεί δραστικά, από τα 55 εκατομμύρια ευρώ το 2010 στα 20 εκατομμύρια το 2013. Τώρα σχεδιάζουν τη νέα μείωσή της στο μισό, δηλαδή 10 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, σε μια επίδειξη λαϊκισμού.
Το άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος όμως προβλέπει ότι τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το κράτος, όπως νόμος ορίζει. Ο νόμος αυτός μπορεί ασφαλώς και να μειώνει την κρατική ενίσχυση, όχι όμως μέχρι το σημείο της εξαφάνισης ή της πλήρους αποδυνάμωσής της.
Τέτοια πλήρη αποδυνάμωση θα συνιστούσε η μείωση της χρηματοδότησης κατά περίπου 82%, από τα 55 εκατ. ευρώ στα 10, αφού έτσι θα μείνουν προφανώς ακάλυπτα ακόμη και τα στοιχειώδη λειτουργικά έξοδα των κομμάτων. Η κρατική χρηματοδότηση προβλέφθηκε στο Σύνταγμα προκειμένου τα κόμματα να απεξαρτηθούν, έστω κατά ένα μέρος, από τους ιδιώτες χρηματοδότες.
Αν η χρηματοδότηση καταργηθεί ή συρρικνωθεί στο έπακρο, η εξάρτηση θα ενταθεί και παράλληλα θα καταστούν ακόμη πιο άνισοι οι όροι του πολιτικού ανταγωνισμού, αφού πιθανότατα το ιδιωτικό κεφάλαιο θα κατευθυνθεί στην ενίσχυση των μνημονιακών δυνάμεων.

Οσο για τις τράπεζες, που έχουν δανείσει περίπου 250 εκατομμύρια ευρώ στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ, η βέβαιη μετά την περικοπή της χρηματοδότησης αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων θα αντισταθμισθεί προφανώς με "ανακεφαλαιοποίηση" με κρατικό χρήμα. Εύγε και εις ανώτερα.