Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 16/02
Η πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή για τη διαπίστωση της ανάγκης αναθεώρησης του Συντάγματος συνοδεύθηκε από έντονη διαφωνία, μεταξύ κυρίως των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ως προς την έκταση της δέσμευσης της επόμενης Βουλής από τις αποφάσεις της παρούσας. Η διαφωνία αυτή όμως, που επικεντρώνεται στο άρθρο 32 του Συντάγματος και τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, οφείλεται σε παρεξήγηση (αδιάφορο σκόπιμη ή μη).
Η κρατούσα γνώμη στη συνταγματική θεωρία δέχεται ότι η Αναθεωρητική Βουλή (δηλ. αυτή που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές) μπορεί να τροποποιήσει τις συνταγματικές διατάξεις, των οποίων διαπιστώθηκε η ανάγκη αναθεώρησης από την προηγούμενη Βουλή, χωρίς να δεσμεύεται από τις τυχόν προτάσεις της τελευταίας επί του (επιθυμητού) περιεχομένου των διατάξεων αυτών. Υποστηρίζεται όμως, μεταξύ άλλων και από τον γράφοντα (βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδ. 2014, σελ. 108), και η άποψη ότι «η Αναθεωρητική Βουλή δεν επιτρέπεται να αντιστρέψει τελείως την κατεύθυνση της αναθεώρησης».
Στην προκείμενη περίπτωση οι προτάσεις τόσο του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. όσο και της Ν.Δ. σχετικά με το άρθρο 32 κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλ. την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Το κατά πόσο η αποσύνδεση θα γίνει μέσω της εκλογής Προέδρου από τον λαό ή από τη Βουλή με πλειοψηφία 151 ψήφων (όλα αυτά σε περίπτωση αδυναμίας να συγκεντρωθούν σε ένα πρόσωπο οι απαιτούμενες από την ισχύουσα ρύθμιση 180 ψήφοι) είναι ζήτημα περιεχομένου και όχι κατεύθυνσης της αναθεώρησης. Αντιστροφή κατεύθυνσης θα υπήρχε εάν αντί για αποσύνδεση η Αναθεωρητική Βουλή ήθελε να καταστήσει τη διάταξη του άρθρου 32 ακόμη αυστηρότερη, π.χ. με την πρόβλεψη ότι διεξάγεται μία και μόνη ψηφοφορία και αν κανείς υποψήφιος δεν συγκεντρώσει τις ψήφους 200 τουλάχιστον βουλευτών ακολουθεί άμεσα διάλυση και πρόωρες εκλογές (αντί για δύο ψηφοφορίες με 200 και μία με 180, όπως ισχύει σήμερα).
Η όλη αντιπαράθεση εξάλλου είναι μάλλον άνευ ουσίας, επειδή το Σύνταγμα δεν καθιερώνει αρμοδιότητα κανενός δικαστηρίου να ελέγξει το κύρος της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η εκλογή αυτή δεν ελέγχεται ούτε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, με άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, επειδή η Βουλή δεν αποτελεί διοικητική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 95 του Συντάγματος (ΣτΕ 2862/1985 Ολομέλεια). Συνεπώς, αν η Βουλή που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές αναθεωρήσει το άρθρο 32 έτσι ώστε να αρκούν για την εκλογή του αρχηγού του κράτους 151 ψήφοι στην τρίτη σχετική ψηφοφορία και στη συνέχεια προχωρήσει στην εκλογή κάποιου προσώπου ως Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020 με την πλειοψηφία αυτή, οι τυχόν σχετικές αμφισβητήσεις θα παραμείνουν σε καθαρά θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο, όπως είχε συμβεί και το 1985 με την αμφισβήτηση τότε του κύρους της εκλογής Σαρτζετάκη.
Η πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή για τη διαπίστωση της ανάγκης αναθεώρησης του Συντάγματος συνοδεύθηκε από έντονη διαφωνία, μεταξύ κυρίως των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ως προς την έκταση της δέσμευσης της επόμενης Βουλής από τις αποφάσεις της παρούσας. Η διαφωνία αυτή όμως, που επικεντρώνεται στο άρθρο 32 του Συντάγματος και τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, οφείλεται σε παρεξήγηση (αδιάφορο σκόπιμη ή μη).
Η κρατούσα γνώμη στη συνταγματική θεωρία δέχεται ότι η Αναθεωρητική Βουλή (δηλ. αυτή που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές) μπορεί να τροποποιήσει τις συνταγματικές διατάξεις, των οποίων διαπιστώθηκε η ανάγκη αναθεώρησης από την προηγούμενη Βουλή, χωρίς να δεσμεύεται από τις τυχόν προτάσεις της τελευταίας επί του (επιθυμητού) περιεχομένου των διατάξεων αυτών. Υποστηρίζεται όμως, μεταξύ άλλων και από τον γράφοντα (βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδ. 2014, σελ. 108), και η άποψη ότι «η Αναθεωρητική Βουλή δεν επιτρέπεται να αντιστρέψει τελείως την κατεύθυνση της αναθεώρησης».
Στην προκείμενη περίπτωση οι προτάσεις τόσο του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. όσο και της Ν.Δ. σχετικά με το άρθρο 32 κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλ. την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Το κατά πόσο η αποσύνδεση θα γίνει μέσω της εκλογής Προέδρου από τον λαό ή από τη Βουλή με πλειοψηφία 151 ψήφων (όλα αυτά σε περίπτωση αδυναμίας να συγκεντρωθούν σε ένα πρόσωπο οι απαιτούμενες από την ισχύουσα ρύθμιση 180 ψήφοι) είναι ζήτημα περιεχομένου και όχι κατεύθυνσης της αναθεώρησης. Αντιστροφή κατεύθυνσης θα υπήρχε εάν αντί για αποσύνδεση η Αναθεωρητική Βουλή ήθελε να καταστήσει τη διάταξη του άρθρου 32 ακόμη αυστηρότερη, π.χ. με την πρόβλεψη ότι διεξάγεται μία και μόνη ψηφοφορία και αν κανείς υποψήφιος δεν συγκεντρώσει τις ψήφους 200 τουλάχιστον βουλευτών ακολουθεί άμεσα διάλυση και πρόωρες εκλογές (αντί για δύο ψηφοφορίες με 200 και μία με 180, όπως ισχύει σήμερα).
Η όλη αντιπαράθεση εξάλλου είναι μάλλον άνευ ουσίας, επειδή το Σύνταγμα δεν καθιερώνει αρμοδιότητα κανενός δικαστηρίου να ελέγξει το κύρος της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η εκλογή αυτή δεν ελέγχεται ούτε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, με άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, επειδή η Βουλή δεν αποτελεί διοικητική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 95 του Συντάγματος (ΣτΕ 2862/1985 Ολομέλεια). Συνεπώς, αν η Βουλή που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές αναθεωρήσει το άρθρο 32 έτσι ώστε να αρκούν για την εκλογή του αρχηγού του κράτους 151 ψήφοι στην τρίτη σχετική ψηφοφορία και στη συνέχεια προχωρήσει στην εκλογή κάποιου προσώπου ως Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020 με την πλειοψηφία αυτή, οι τυχόν σχετικές αμφισβητήσεις θα παραμείνουν σε καθαρά θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο, όπως είχε συμβεί και το 1985 με την αμφισβήτηση τότε του κύρους της εκλογής Σαρτζετάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου