Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ 19/01
Η εκδίκαση αγωγής του προέδρου των ΑΝΕΛ κατά δημοσιογράφου βρέθηκε στην επικαιρότητα την προηγούμενη εβδομάδα. Η ουσία της υπόθεσης κρίνεται βέβαια από το αρμόδιο δικαστήριο και συνεπώς ολοκληρωμένος σχολιασμός δεν μπορεί να γίνει πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασης. Το ζήτημα ωστόσο έχει γενικότερες διαστάσεις. Το άρθρο 14 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προστατεύουν την ελευθερία του Τύπου. Όπως έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ελευθερία αυτή εμπεριέχει, προκειμένου περί πολιτικών προσώπων, το δικαίωμα άσκησης σε βάρος τους κριτικής οξύτερης από εκείνη που θα ήταν θεμιτή για κάθε άλλον.
Έτσι π.χ. στην υπόθεση Oberschlick (απόφαση της 1.7.1997) κρίθηκε ότι ο χαρακτηρισμός «ηλίθιος», όταν προέρχεται από δημοσιογράφο και απευθύνεται σε αρχηγό πολιτικού κόμματος, μπορεί, με συνεκτίμηση των συμφραζομένων, να θεωρηθεί επιτρεπτή πολιτική κριτική και όχι εξύβριση, όπως θα συνέβαινε αν επρόκειτο για ιδιώτη. Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί οφείλουν να ανέχονται ακόμη και εξαιρετικά επιθετικά σχόλια για τα λεγόμενα ή τα πεπραγμένα τους.
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών. Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος δημοσιογράφος δεν περιορίστηκε στην άσκηση κριτικής κατά των κομμάτων της συγκυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), όπως είχε δικαίωμα, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο πραγματικός συγγραφέας κάποιων ομιλιών του προέδρου των ΑΝΕΛ ήταν ένας πρώην υπουργός και προπαγανδιστής της δικτατορίας. Εάν τούτο αποδειχθεί ψευδές, πρόκειται για βαρύτατη συκοφαντία (αφού η συνεργασία αιρετού εκπροσώπου του λαού με τέτοια πρόσωπα θα ενείχε βαριά ηθική μομφή) και η καταδίκη σε αποζημίωση θα ήταν επιβεβλημένη.
Από εκεί και πέρα είναι ζήτημα προσωπικής προσέγγισης αν αυτός που υφίσταται τη συκοφάντηση θα καταφύγει στα δικαστήρια ή θα αρκεστεί σε μια διάψευση, συχνά με τον κίνδυνο η τελευταία να αγνοηθεί από τα ΜΜΕ. Σε ό,τι με αφορά, αν και έχω καταστεί στόχος τερατωδών ψευδολογιών (όπως π.χ. ότι... κουβαλούσα την τσάντα αποβιώσαντος πολιτικού, τον οποίο ουδέποτε συνάντησα, ότι δήθεν συνέταξα γνωμοδότηση υπέρ άλλου, με τον οποίο στην πραγματικότητα δεν είχα πότε καμία δοσοληψία ή σχέση κ.ο.κ.), επέλεξα έως τώρα τη δεύτερη εκδοχή. Ωστόσο και η αντίθετη επιλογή είναι σεβαστή, δεδομένου ότι συνιστά άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας (άρθρο 20, παρ. 1 του Συντ.). Ας περιμένουμε την κρίση του δικαστηρίου.
Η εκδίκαση αγωγής του προέδρου των ΑΝΕΛ κατά δημοσιογράφου βρέθηκε στην επικαιρότητα την προηγούμενη εβδομάδα. Η ουσία της υπόθεσης κρίνεται βέβαια από το αρμόδιο δικαστήριο και συνεπώς ολοκληρωμένος σχολιασμός δεν μπορεί να γίνει πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασης. Το ζήτημα ωστόσο έχει γενικότερες διαστάσεις. Το άρθρο 14 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προστατεύουν την ελευθερία του Τύπου. Όπως έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ελευθερία αυτή εμπεριέχει, προκειμένου περί πολιτικών προσώπων, το δικαίωμα άσκησης σε βάρος τους κριτικής οξύτερης από εκείνη που θα ήταν θεμιτή για κάθε άλλον.
Έτσι π.χ. στην υπόθεση Oberschlick (απόφαση της 1.7.1997) κρίθηκε ότι ο χαρακτηρισμός «ηλίθιος», όταν προέρχεται από δημοσιογράφο και απευθύνεται σε αρχηγό πολιτικού κόμματος, μπορεί, με συνεκτίμηση των συμφραζομένων, να θεωρηθεί επιτρεπτή πολιτική κριτική και όχι εξύβριση, όπως θα συνέβαινε αν επρόκειτο για ιδιώτη. Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί οφείλουν να ανέχονται ακόμη και εξαιρετικά επιθετικά σχόλια για τα λεγόμενα ή τα πεπραγμένα τους.
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών. Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος δημοσιογράφος δεν περιορίστηκε στην άσκηση κριτικής κατά των κομμάτων της συγκυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), όπως είχε δικαίωμα, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο πραγματικός συγγραφέας κάποιων ομιλιών του προέδρου των ΑΝΕΛ ήταν ένας πρώην υπουργός και προπαγανδιστής της δικτατορίας. Εάν τούτο αποδειχθεί ψευδές, πρόκειται για βαρύτατη συκοφαντία (αφού η συνεργασία αιρετού εκπροσώπου του λαού με τέτοια πρόσωπα θα ενείχε βαριά ηθική μομφή) και η καταδίκη σε αποζημίωση θα ήταν επιβεβλημένη.
Από εκεί και πέρα είναι ζήτημα προσωπικής προσέγγισης αν αυτός που υφίσταται τη συκοφάντηση θα καταφύγει στα δικαστήρια ή θα αρκεστεί σε μια διάψευση, συχνά με τον κίνδυνο η τελευταία να αγνοηθεί από τα ΜΜΕ. Σε ό,τι με αφορά, αν και έχω καταστεί στόχος τερατωδών ψευδολογιών (όπως π.χ. ότι... κουβαλούσα την τσάντα αποβιώσαντος πολιτικού, τον οποίο ουδέποτε συνάντησα, ότι δήθεν συνέταξα γνωμοδότηση υπέρ άλλου, με τον οποίο στην πραγματικότητα δεν είχα πότε καμία δοσοληψία ή σχέση κ.ο.κ.), επέλεξα έως τώρα τη δεύτερη εκδοχή. Ωστόσο και η αντίθετη επιλογή είναι σεβαστή, δεδομένου ότι συνιστά άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας (άρθρο 20, παρ. 1 του Συντ.). Ας περιμένουμε την κρίση του δικαστηρίου.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή