Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στην εφημερίδα Realnews 25/10
Με το άρθρο 2 παρ. 5 του νόμου με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή της Συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», που ψηφίσθηκε από τη Βουλή στις 16.10.2015, τροποποιήθηκε το άρθρο 39 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) και καταργήθηκε, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2015, το δικαίωμα εκχώρησης χωρίς αντάλλαγμα στο δημόσιο των ανείσπρακτων μισθωμάτων με αντίστοιχη έκπτωση από το συνολικό φορολογητέο εισόδημα του εκχωρούντος των αποδεδειγμένα ανείσπρακτων μισθωμάτων. Η ψηφισμένη αυτή ρύθμιση προβληματίζει ως προς τη συνταγματικότητά της, όπως έχει τεκμηριωθεί άλλωστε και με τη σχετική έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.
Ειδικότερα, από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, από το οποίο απορρέει η ισότητα στα δημόσια βάρη, η αναλογική -ανάλογα με τις δυνάμεις εκάστου φορολογουμένου- κατανομή των φορολογικών βαρών, και ο κανόνας επιβολής τους επί πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας. Πρόβλημα εντοπίζεται άλλωστε και σε σχέση με το άρθρο 78 παρ. 1 Συντ., με το οποίο καθορίζονται αποκλειστικά τα στοιχεία που συνιστούν τη βάση επιβολής ενός οποιουδήποτε φόρου (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές). Ο προβληματισμός έγκειται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση οδηγεί σε αντισυνταγματική φορολόγηση πλασματικού-μη υπαρκτού εισοδήματος (των μη εισπραχθέντων μισθωμάτων), συνιστώντας μορφή επιβολής φορολογικού βάρους ή άλλης χρηματικής παροχής, χωρίς να υπάρχει υποκείμενο που συγκεντρώνει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήματος (βλ., σε ανύποπτο χρόνο, Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2005, σ. 153).
Η καταργηθείσα διαδικασία, όπως εξειδικεύτηκε μέσω εφαρμοστικών εγκυκλίων, παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για την διακρίβωση καταστρατηγήσεων και συμπαιγνιών μεταξύ μισθωτή-εκμισθωτή (όπως ιδίως με την απαίτηση προσκομιδής εξωδικών δηλώσεων/αγωγών/δικαστικών αποφάσεων/εκθέσεων αποβολής καθώς και ενδείξεων μετρητή ΔΕΗ) που θα στόχευαν σε δόλια αποφυγή πληρωμής φόρου. Υπό την έννοια αυτή, η κατάργηση της διάταξης του άρθρου 39 παρ. 4 του ισχύοντος Κ.Φ.Ε., δεν παρίσταται δικαιολογημένη ούτε καν με την επίκληση λόγων αναγόμενων στην καταπολέμηση φοροδιαφυγής, και επομένως θα μπορούσε εύκολα να της αποδοθεί η μομφή ενός μέτρου αμιγώς εισπρακτικού χαρακτήρα, ή μάλλον εισπρακτικού στόχου, η επίτευξη του οποίου είναι εντελώς αβέβαιη.
Πέρα από αυτά όμως η κατάργηση της διάταξης περί εκχώρησης –αποδεδειγμένως- ανείσπρακτων μισθωμάτων θέτει και ένα ευρύτερο ζήτημα σχετικά με την νομοθέτηση: το γεγονός ότι ο νομοθέτης παραβλέπει την γενίκευση της καθυστέρησης πληρωμών στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις, κατά τα τελευταία χρόνια. Η πρακτική επίπτωση, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι ότι οι ιδιοκτήτες θα αποφεύγουν να εκμισθώσουν κατοικίες σε ενοικιαστές με αβέβαια ή χαμηλά εισοδήματα, δηλ. στη μεγάλη πλειονότητα των υποψηφίων ενοικιαστών, ή πάντως θα αντιδρούν με πιο «νευρικό» τρόπο στις πρώτες ενδείξεις καθυστέρησης εκ μέρους των ενοικιαστών, κινώντας άμεσα τις διαδικασίες έξωσης. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι αύξηση του (ήδη μεγάλου) αριθμού κενών κατοικιών επιδείνωση του στεγαστικού προβλήματος, ένταση της ύφεσης και τελικά (και) απώλεια εσόδων για το δημόσιο.
Πρόκειται για μια (ακόμη) περίπτωση στην οποία οι δανειστές επιβάλλουν κατ’ ουσία στην κυβέρνηση και τη Βουλή, με εκβιαστικό τρόπο, τη θέσπιση αντισυνταγματικών αλλά και παράλογων ρυθμίσεων, προκειμένου να ικανοποιήσουν δικές τους ιδεοληψίες και εμμονές. Είναι πάντως πολύ πιθανό ότι τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια και τελικά το Συμβούλιο της Επικρατείας θα κρίνουν τη φορολόγηση αποδεδειγμένα ανείσπρακτων μισθωμάτων ως αντισυνταγματική και άρα ανεφάρμοστη. Ο «θεσμικός Θησέας», κατά την προσφυή έκφραση του Προέδρου της Δημοκρατίας (βλ. Π. Παυλόπουλου, Το δημόσιο δίκαιο στον αστερισμό της κρίσης) θα κληθεί για μια ακόμη φορά να αντιμετωπίσει τον μνημονιακό Μινώταυρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου