Πρωτομαγιά - Τι έγινε το 1886 στο Σικάγο
Τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ αποφάσισαν την έναρξη απεργιακών κινητοποιήσεων την 1η Μαΐου 1886 για το οκτάωρο, ωθούμενα από τις επιτυχημένες διεκδικήσεις των Καναδών συντρόφων τους. Την περίοδο εκείνη το κανονιστικό πλαίσιο εργασίας στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και οι εργοδότες μπορούσαν να απασχολούν το προσωπικό τους κατά το δοκούν, ακόμη και τις Κυριακές.
Στην απεργία πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ. Την Πρωτομαγιά του 1886 έγινε στο Σικάγο η πιο μαχητική πορεία, με τη συμμετοχή 90.000 ανθρώπων.
Στην κεφαλή της πορείας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, η γυναίκα του Λούσι και τα επτά παιδιά τους.
Το πρώτο αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα έξω από το εργοστάσιο Μακ Κόρμικ στο Σικάγο.
Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισαν πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης.
Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς.
Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει. Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν δια της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών ρίφθηκε μια χειροβομβίδα προς το μέρος τους, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί απροσδιόριστος αριθμός, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά (φίλια ή των διαδηλωτών παραμένει ανεξακρίβωτο), ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά.
Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπαις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης.
Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν Γερμανοί μετανάστες.
Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886.
Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του, γι' αυτό κρίνονται ένοχοι συνωμοσίας.
Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό.
Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 και έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους. Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών.
«Εμείς παραβήκαμε τους νόμους σας, για να δείξουμε στο λαό σε τι αποβλέπουν όλοι σας οι θεσμοί: στο να εγκαθιδρύσουν, στη χώρα αυτή, μία ολιγαρχία, όμοια της οποίας σε κτηνωδία, δεν υπάρχει πουθενά στη Γη!
Αν πιστεύετε ότι με το να μας κρεμάσετε θα εξουδετερώσετε το κίνημα των εργαζομένων, το κίνημα από το οποίο εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που σέρνονται στη φτώχεια και στη μιζέρια, περιμένουν τη λύτρωσή τους -αν αυτή είναι η γνώμη σας- τότε κρεμάστε μας!
Εδώ θα ποδοπατήσετε μία μικρή σπίθα, εκεί όμως και πιο πέρα και απέναντι και γύρω μας παντού, θα ξεπεταχτούν οι φλόγες. Η φωτιά είναι υπόγεια και δε θα μπορέσετε να τη σβήσετε...».
Αυτά ήταν τα λόγια με τα οποία ο Αύγουστος Σπάις, ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης του Μάη, απευθύνθηκε στους δικαστές του την ώρα που εκείνοι τον έστελναν μαζί με τους συντρόφους του στην αγχόνη.
Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του.
Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπαις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα» τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας που καθιερώθηκε με τη Γαλλική Επανάσταση.
Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς Αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ.
Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους του «Πίνκερτον». Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγου, που έδωσε την εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης, καταδικάσθηκε για διαφθορά. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.
"Ελληνικό Σικάγο": 1η Μάη στη Θεσσαλονίκη της ύφεσης του 1936
Την Κυριακή 2 Μαΐου 1893 περίπου 2.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και διαδήλωσαν, ζητώντας την καθιέρωση της 8ωρης ημερήσιας εργασίας.
Ήταν η πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Την κινητοποίηση είχε οργανώσει ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος του Σταύρου Καλλέργη, ο οποίος είχε ιδρύσει τον Σύλλογο τρία χρόνια πριν, ενώ εξέδιδε παράλληλα την εφημερίδα «Σοσιαλιστής». Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα, το οποίο επέδωσαν στον Πρόεδρο της Βουλής.
Με το ψήφισμα ζητούσαν, εκτός από το οκτάωρο, την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής και τη χορήγηση σύνταξης στα θύματα των εργατικών ατυχημάτων. Η άρνηση του προέδρου να το εκφωνήσει, προκάλεσε τη θορυβώδη αντίδραση του Καλλέργη και τελικά τη σύλληψη και την καταδίκη του σε φυλάκιση 10 ημερών «για διατάραξη της συνεδρίασης».
Τον επόμενο χρόνο, οι σοσιαλιστικές ενώσεις επανέλαβαν τον εορτασμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με ομιλητές τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη. Στα αιτήματα προστέθηκε και η κατάργηση της θανατικής ποινής. Μετά το τέλος της εκδήλωσης, οι αρχές έκαναν συλλήψεις και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς απαγορεύτηκε.
Φεντερασιόν
Στην Ελλάδα, θα χρειαστεί να περάσουν δεκαεπτά χρόνια, έως ότου επιχειρηθεί εκ νέου η οργάνωση εργατικών εκδηλώσεων την Πρωτομαγιά.
Την 1η Μαΐου του 1911, η Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη, οργανώνει συλλαλητήριο, σημειώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στην Αθήνα, την ίδια μέρα, πραγματοποιείται συγκέντρωση στο Μετς με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής ομάδας του Νίκου Γιαννιού και σύνθημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο».
Στη Θεσσαλονίκη, επεμβαίνει η Αστυνομία και συλλαμβάνονται οι ηγέτες της Φεντερασιόν, Αβραάμ Μπεναρόγια, Σαμπετάι Λεβί και Σαμουήλ Γιονά.
Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς θα γίνει ταυτόχρονα σε δώδεκα πόλεις το 1919, ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Οι εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς επαναλαμβάνονται τα επόμενα χρόνια, με κοινό χαρακτηριστικό τη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, τη χαμηλή συμμετοχή των εργαζομένων και την καταστολή.
Θεσσαλονίκη του 1936
Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης την Πρωτομαγιά του 1936, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το «ελληνικό Σικάγο».
Η διεθνής ύφεση του 1929 είχε προκαλέσει σημαντική πτώση στις εξαγωγές του καπνού και της σταφίδας. Η πτώχευση του 1932 είχε επιδεινώσει την κατάσταση και από τις αρχές του 1936, ξεσπούν απεργιακές κινητοποιήσεις στην Αθήνα, στην Καλαμάτα, στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα και στην Ξάνθη.
Από την αρχή του έτους και έως την επιβολή της δικτατορίας στις 4 Αυγούστου, είχαν προκηρυχθεί περισσότερες από 200 τοπικές και γενικές απεργίες.
Ειδικότερα, στη Βόρεια Ελλάδα η αλλαγή στον τρόπο παραγωγής του καπνού είχε επιφέρει μεγάλη ανεργία στον κλάδο.
Παράλληλα, ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που αναζητούσαν εργασία είχε μειώσει τις αμοιβές των καπνεργατών, τουλάχιστον κατά 50%, ενώ η συλλογική σύμβαση του κλάδου δεν είχε ανανεωθεί από το 1924.
Οι καπνεργάτες αποτελούσαν στη βόρεια Ελλάδα ένα συμπαγή κλάδο, ο οποίος αριθμούσε την εποχή εκείνη περισσότερους από 40.000 εργαζομένους με αναπτυγμένη συνδικαλιστική συνείδηση, ήδη από την εποχή της Φεντερασιόν.
Στις 29 Απριλίου ο κλάδος ξεκίνησε γενική απεργία. Τα βασικά αιτήματα είναι:
Αύξηση ημερομισθίου σ' όλους τους κλάδους
Οριστική εφαρμογή του νόμου «περί τόγκας». Την είσοδον δηλαδή των ανδρών εις την επεξεργασίαν της τόγκας κατ' αναλογίαν τουλάχιστον πεντήκοντα τοίς εκατόν (50%) άνδρας και 50% γυναίκας και με κατώτερον όριον ημερομισθίου τόγκας εξήκοντα πέντε (65) δραχμάς.
Εφαρμογή των κοινωνικών ασφαλίσεων
Δεκάδραχμο επίδομα στους στιβαδόρους
Αύξηση συντάξεων φυματικών και ανικάνων καπνεργατών
Πλήρης ιατρική περίθαλψη
Ίδρυση σανατορίων
Συνδικαλιστικές ελευθερίες
Συμμετοχή καπνεργατών στη Διοίκηση του ΤΑΚ
Απαγόρευση εμπορικής επεξεργασίας καπνών στο εξωτερικό
Αφομοίωση καπνεργατών Παλαιάς και Νέας Ελλάδας
Χορήγηση βιβλιαρίων εργασίας στις γυναίκες
Χορήγηση επιδομάτων ανεργίας
Παροχή φαρμάκων δωρεάν
Εργατική στέγη
Αποκατάσταση των εξελθόντων εκ του επαγγέλματος καπνεργατών.
Η αναπροσαρμογή του ημερομισθίου, το οποίο είχε φθάσει τις 65 έως 70 δραχμές για τους άνδρες και τις 24 έως 30 για τις γυναίκες.
Η χορήγηση έκτακτου επιδόματος 500 δραχμών στους άνεργους και η βελτίωση των παροχών και συντάξεων του κλαδικού ταμείου για τους «παρήλικας και τους φυματικούς» καπνεργάτες ενόψει των εορτών του Πάσχα.
Στο φύλλο της εφημερίδας Κήρυξ της Καβάλας, της 5ης Μαρτίου 1926 ο Πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρίας που ίδρυσε με άλλους γιατρούς το Θεραπευτήριο "Η Ελπίς", ιατρός Ι. Αστεριάδης έγραψε τα εξής μεταξύ των άλλων, υπό τον τίτλο "Μια κρυμμένη καλοσύνη".
"Α! πόσες φορές, στη σκάλα του Δημοτικού Νοσοκομείου, ευρήκαμε πεταμένους τους φτωχούς φθισικούς, τους οποίους αφήκε ο αδελφός, η γυναίκα και η μάνα ακόμα. Απίστευτον, σκληρόν. Αλλά άλλο τόσο δικαιολογημένον. Τι να κάμει η φτωχή γυναίκα με τα τέσσερα παιδιά, που ζει μέσα σ' ένα δωμάτιο, μαζί με τον άνδρα της και είναι υποχρεωμένη να βλέπει πεινασμένα τα παιδιά της, γιατί ο άνδρας δεν μπορεί να δουλέψει, υποχρεωμένη αυτή να περιποιείται τον κατάκοιτον σύζυγον, για τον οποίον κάμνει κάθε προσπάθεια να του δώσει λίγο γάλα, λίγο ζεστό φαγί, ένα σκέπασμα ζεστό;".
Τότε δεν υπήρχαν αντιφυματικά εμβόλια, αντιβιοτικά, και γενικώς τα μέσα αντιμετώπισης της φοβερής ασθένειας από την προληπτική ιατρική μέχρι το στάδιο της θεραπείας. Αλλά το κυριότερο, ο οργανισμός ήταν ευάλωτος, αφού η αντίσταση ήταν μικρή. Τροφή μειωμένη σε θερμίδες, ανθυγιεινή εργασία κι ακατάλληλη στέγη. Αν προστεθεί, σ' αυτά τα αρνητικά στοιχεία και η ανεργία, τότε δεν είναι ν' απορεί κανείς, γιατί η φυματίωση έπληττε την τάξη των καπνεργατών.
Με τα παράθυρα ερμητικά κλειστά, σε καλοκαιρινούς μήνες, για να μην ξεραίνεται το προϊόν, με τη νικοτίνη και τη σκόνη που στη διάρκεια του οκτάωρου εισέπνεε ο εργαζόμενος, με τα πνευμόνια διαβρωμένα από το μικρόβιο του Κωχ, ιδιαίτερα ο εργαζόμενος της νεαρής ηλικίας, πώς ήταν δυνατό να μην υποκύψει, να μη γίνει ερείπιο;
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που έδωσε ο Διοικητής του νεοϊδρυθέντος ΤΑΚ ( Ταμείο Ασφαλίσεως Καπνεργατών ), το Μάρτιο του 1927, Χρήστος Αγαλόπουλος κατά την επίσκεψη του στην Καβάλα. Είχε δηλώσει ότι το ποσοστό των θανάτων από φυματίωση τα προηγούμενα έτη, ανέρχονταν σε 40% και μάλιστα σε άτομα ηλικίας όχι μεγαλύτερης των 35 ετών, με την υπογράμμιση, ότι είναι τραγική η θέση των μαστιζομένων από ελονοσία και φυματίωση.
Στο καπνεργατικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1924, σε ψήφισμα ζητείται μεταξύ άλλων, η απαγόρευση της πρόσληψης ανηλίκων και ατόμων μη τεχνιτών καπνεργατών (Νόμος ΔΚΘ 1920 περί απαγορεύσεως εργασίας στην επεξεργασία καπνού ηλικίας αρρένων κάτω των 16 ετών και θηλέων κάτω των 18 ετών) και η καταβολή ημερομισθίου του κόστους ζωής.
Αυτό σημαίνει ότι στα καπνομάγαζα, απασχολούνταν παιδιά και κορίτσια μικρής ηλικίας και δίνονταν ημερομίσθια μειωμένα.
Στις διεκδικήσεις είχαν ενταχθεί και πολιτικά αιτήματα, όπως «η χορήγηση γενικής αμνηστίας εις τους πολιτικούς φυλακισμένους, εξόριστους και καταδικασμένους και ιδιαίτερα των καπνεργατικών στελεχών».
Στα χέρια των απεργών
Από την 1η και έως τις 8 Μαΐου, οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις επεκτείνονται στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στον Λαγκαδά, στον Βόλο και στην Καρδίτσα. Ταυτόχρονα οι βιομήχανοι και οι έμποροι καπνού έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους κηρύσσοντας λόκ άουτ.
Στις 9 Μαΐου ξεκινά γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συμμετέχουν και άλλοι κλάδοι εργαζομένων, παράλληλα με τους καπνεργάτες, όπως οικοδόμοι, τσαγκάρηδες, αυτοκινητιστές, λαστιχάδες μηχανουργοί, χαρτεργάτες, μυλεργάτες, καρεκλάδες, εργάτες δέρματος, ακόμα και οι φυματικοί καπνεργάτες και οι ανάπηροι πολέμου, που η πολιτεία είχε ξεχάσει εντελώς σε ένδειξη συμπαράστασης στους καπνεργάτες.
Οργανώνονται συλλαλητήρια και πορείες, ενώ η Χωροφυλακή προσπαθεί να εμποδίσει τους διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο (το κτίριο που στεγάζεται σήμερα το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης).
Τα επεισόδια ξεκίνησαν από τη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας, όπου το συνδικάτο των αυτοκινητιστών είχε στήσει οδόφραγμα.
Οι αυτοκινητιστές προσπάθησαν να απελευθερώσουν συνάδελφό τους που είχε συλληφθεί και η χωροφυλακή απάντησε με πυροβολισμούς. Ο απολογισμός είναι 16 νεκροί και δεκάδες τραυματίες.
Σκοτώθηκε ο Τάσος Τούσης αυτοκινητιστής από το Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης.
Σημείωση Πέτρου : Από την φωτογραφία προκύπτει ότι πράγματι ο θάνατος συνέβη στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας και μάλιστα επί της Βενιζέλου αφού αριστερά διακρίνεται το Μπεζεστένι και απέναντι επί της Εγνατίας το παλιό Τούρκικο τζαμί Αλκαζάρ με τον τρούλο του. Στη γωνία των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας υπάρχει σχετικό μνημείο ενώ την ίδια πορεία ακολουθούν μέχρι σήμερα ιστορικά οι διαδηλώσεις (δια της Βενιζέλου) που καταλήγουν πάντα στο τότε Διοικητήριο σημερινό Υπουργείο Μακεδονίας- Θράκης.
Ο νεκρός μεταφέρεται πάνω σε μια πόρτα από διαδηλωτές που κατευθύνονται προς το Διοικητήριο και οι ταραχές γενικεύονται, περιγράφει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Την επομένη, οι κηδείες των θυμάτων μετατρέπονται με μαζικές διαδηλώσεις.
Ο θρήνος της μητέρας
Ο θρήνος της μητέρας πάνω από το νεκρό γιο της αυτοκινητιστή Τάσο Τούση από το Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, απαθανατίστηκε από τον φωτογραφικό φακό και ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, στο έργο «Επιτάφιος» που μέρος του μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η παρουσία των καπνεργατριών τις μέρες της απεργίας του Μαΐου 1936 ή σε άλλες απεργίες του ίδιου έτους.
Ποια όμως ήταν η παρουσία των καπνεργατριών τις μέρες της απεργίας του Μαΐου 1936 ή σε άλλες απεργίες του ίδιου έτους; Σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη, οι καπνεργάτριες αναλάμβαναν πρωτοβουλίες σε απεργίες και έπαιρναν ενεργά μέρος σε διαδηλώσεις, καθώς και στους αγώνες ενάντια στους απεργοσπάστες/τριες και την αστυνομία.
Συμμετείχαν σε απεργιακές φρουρές και επιτροπές, θέτονταν επικεφαλής διαδηλώσεων, έστηναν οδοφράγματα, απελευθέρωναν συλληφθέντες. Στη βιομηχανία Παπαστράτου στον Πειραιά την απόλυση 500 εργατριών ακολούθησε η εκλογή επιτροπής αγώνα. Η απόπειρα της αστυνομίας να απομακρύνει τις καπνεργάτριες από το εργοστάσιο οδήγησε σε εκτεταμένες συμπλοκές μεταξύ γυναικών και αστυνομίας. Αντίστοιχα γεγονότα συνέβησαν και στον Βόλο.
Μέσα από τις σελίδες του Ριζοσπάστη διαπιστώνουμε ότι τα βίαια γεγονότα της απεργίας του Μαΐου 1936 είχαν άμεσες συνέπειες για τις εργάτριες, καθώς οι λίστες των νοσηλευομένων στο νοσοκομείο περιλάμβαναν πολλά ονόματα τραυματισμένων καπνεργατριών, από πυροβολισμούς, υποκόπανους ή λόγχες. Επιπλέον μία καπνεργάτρια έχασε τη ζωή της.
Στις μάχες του Μαΐου 1936 οι γυναίκες παρουσιάζονταν να συμμετέχουν στην πρώτη γραμμή. Ακόμα και μικρά κορίτσια υφίσταντο τη βία του κράτους, αλλά αντιστέκονταν.
Σύμφωνα με τις γλαφυρές περιγραφές του Ριζοσπάστη, «τις ρίχνουν κάτω, σκίζουν τα ρούχα τους και τις χτυπούν, αλλά κι εκείνες παίρνουν θαρραλέα μέρος στη μάχη τραυματίζοντας αστυνομικούς με όποιο μέσο διαθέτουν». Συγκρούονται, συλλαμβάνονται, πρωτοστατούν στον αγώνα. Παράλληλα, μανάδες «κλαίνε και πονάνε για τα παιδιά τους που τ’ ανέθρεψαν με ένα σωρό πίκρες, για να τα δολοφονήσουν οι άτιμοι εκμεταλλευτές τους».
Στις 11 Μαΐου κηρύσσονται απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 Μαΐου πανελλαδική απεργία. Η αναταραχή τερματίζεται την επομένη, με σημαντικές υποχωρήσεις από την πλευρά των καπνεμπόρων, ενώ το κράτος υπόσχεται να χορηγήσει συντάξεις στις οικογένειες των θυμάτων.
Τον Ιούλιο ξεσπούν νέες απεργίες και μετά τη δημοσίευση του διατάγματος, το οποίο καθιστά υποχρεωτική την διαιτησία σε κάθε περίπτωση εργατικής διαφοράς, τα συνδικάτα κηρύσσουν γενική πανελλαδική απεργία για τις 5 Αυγούστου του 1936.
Με αφορμή την απεργία αυτή, ο Ιωάννης Μεταξάς ζητά από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β' την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος, που προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες και στις 4 Αυγούστου επιβάλλει δικτατορία.
Οι συγκεντρώσεις και οι απεργίες απαγορεύονται και επιβάλλεται κρατικός έλεγχος στα συνδικάτα.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 7 Απριλίου του 1937, με τον Αναγκαστικό Νόμο 606/1937 το καθεστώς καθιερώνει την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου σαν «Εβδομάδα Εργατικής Αλληλεγγύης» και την 1η Μαΐου σαν «Ημέρα Εορτασμού της Εργασίας».
Ο νόμος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ηθικές αμοιβές σε εργαζόμενους αλλά και σε εργοδότες, οι οποίοι θα κριθούν από τους υπευθύνους της Εργατικής Εστίας αν έχουν προσφέρει στην βελτίωση της εθνικής παραγωγής, «ώστε να απονέμονται αι προσήκουσαι τιμαί εις την εργασίαν εν τη εθνική ιδεολογική και πραγματική αυτής έννοια λαμβανομένης».
Οι ηθικές αμοιβές σύμφωνα με τον Αναγκαστικό Νόμο 606/1937 απονέμονται την 1η Μαΐου παράλληλα με οργανωμένες εκδρομές εργαζομένων στην ύπαιθρο και πολιτιστικές εκδηλώσεις στα εργατικά κέντρα.
Επιβάλλεται, επίσης, ειδική εισφορά στους εργοδότες προς την Εργατική Εστία, πέντε δραχμών ανά μισθωτό, προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες για τις δραστηριότητες αυτές.
Γιάννης Ρίτσος- Ο ποιητής της Εργατικής Πρωτομαγιάς
Το μοιρολόι που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος « Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω», είναι αφιερωμένο στο θρήνο εκείνης της μάνας πάνω στο άψυχο κορμί του γιου της στα γεγονότα της πρωτομαγιάτικης γενικής απεργίας που συγκλόνισε για ημέρες τη Θεσσαλονίκη... της ύφεσης.
Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909, ο Ρίτσος γιόρταζε και πενθούσε μαζί με τη μάνα του Τάσου Τούση, του αυτοκινητιστή που δολοφονήθηκε στις 9 Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη, στις διαδηλώσεις για την απεργία των καπνεργατών Καβάλας η οποία είχε ξεκινήσει την Πρωτομαγιά.
Το «Μοιρολόι» που έγραψε θρηνώντας και ο ίδιος στη σοφίτα του της οδού Μεθώνης, όταν είδε σε φωτογραφία τη μάνα του νεκρού να θρηνεί πάνω στο αιματοβαμμένο κορμί του παιδιού της, θα σταθεί η απαρχή για το μνημειώδες έργο του «Επιτάφιος».
Η φωνή του Μπιθικώτση θα συνοδεύει πάντα τους στίχους του: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω».
Ένα απόσπασμα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου ζωντανεύει την εικόνα στη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1936, όπου μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών απεργών καπνεργατών… κι εκείνη συνεχίζει το θρήνο της:
«Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσὺ που μούφερνες νεράκι στὴν παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσὶς τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλεῖς κ’ η δόλια εγὼ τον κόρφο, δες, ἀνοίγω
και στα βυζιὰ που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
VI
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.
Η Πρωτομαγιά από την Κατοχή έως τη Μεταπολίτευση
Η εκτέλεση 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Το 1942 και το 1943 τα παράνομα συνδικάτα επιχειρούν να σπάσουν τις απαγορεύσεις των αρχών κατοχής με μικρές κινητοποιήσεις σε ορισμένους κλάδους, όπως τα μηχανουργεία, με συμβολικούς κυρίως στόχους.
Η Πρωτομαγιά του 1944 θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη, όχι λόγω των εργατικών κινητοποιήσεων, αλλά εξαιτίας ενός τρομερού εγκλήματος, το οποίο συνδέεται, με την «Εργατική Πρωτομαγιά».
Στις 27 Απριλίου του 1944 διμοιρία του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου σκοτώνει, σε ενέδρα στον δρόμο Μολάων Σπάρτης στη Λακωνία, τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή Πελοποννήσου, στρατηγό Φράντς Κρεχ και τρεις άνδρες της συνοδείας του.
Αντίποινα
Σε αντίποινα, ο στρατός κατοχής αποφάσισε «την εκτέλεση 200 κομμουνιστών, καθώς και την εκτέλεση όλων των ανδρών που θα συλλαμβάνονται μεταξύ Μολάων και Σπάρτης».
Παρά τις προσπάθειες των οργανώσεων του ΕΑΜ και του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού για τη διάσωσή τους, η απόφαση υλοποιήθηκε και οι εκτελέσεις των 200 έγιναν την 1η Μαΐου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Από αυτούς, οι 170 ήταν πρώην κρατούμενοι των φυλακών της Ακροναυπλίας και οι 30 πρώην εξόριστοι από την Ανάφη, που είχαν συλληφθεί για «κομμουνιστική δράση» πριν από την Κατοχή.
Ανάμεσά τους πολλά συνδικαλιστικά στελέχη και ο ιδιωτικός υπάλληλος πρώην βουλευτής Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ Στέλιος Σκλάβαινας.
Ο δήμος Καισαριανής οργανώνει κάθε χρόνο σειρά εκδηλώσεων, για να τιμήσει τα θύματα της ομαδικής εκτέλεσης. Ο αριθμός των εκτελεσμένων στη Λακωνία τις ίδιες μέρες δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα, υπολογίζεται πάντως στους 100.
Μετά τον πόλεμο
Η πρώτη ανοικτή συγκέντρωση για την Πρωτομαγιά μετά τον πόλεμο γίνεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο, σχεδόν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, ο εορτασμός γίνεται με πολλές δυσκολίες, κυρίως σε κλειστούς χώρους, καθώς υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί στις δημόσιες συναθροίσεις και την πολιτική δράση. Οι διοικήσεις της ΓΣΕΕ διορίζονται από τα δικαστήρια, τακτική που θα συνεχισθεί έως τη Μεταπολίτευση και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από αυτήν.
Με την κήρυξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου του 1967, επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος και απαγορεύτηκε κάθε συγκέντρωση.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 15 Απριλίου του 1968, το καθεστώς καθιερώνει την Πρωτομαγιά ως αργία με τον Αναγκαστικό Νόμο 380/68. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του νόμου, η πρωτομαγιά μπορεί να κηρύσσεται υποχρεωτική αργία με απόφαση του υπουργού Απασχόλησης, διαφορετικά εντάσσεται στις προαιρετικές αργίες.
Στη Μεταπολίτευση
Ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, σε συνθήκες νομιμότητας θα γίνει τον Μάιο του 1975. Η 1η Μαΐου συνέπιπτε με τη Μεγάλη Παρασκευή και η διοίκηση της ΓΣΕΕ με το Εργατικό Κέντρο, όρισαν σαν ημέρα του εορτασμού τις 9 Μαΐου. Η απεργιακή συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε μπροστά από το δημαρχείο της Αθήνας και ήταν ιδιαίτερα μαζική. Ανάλογη συγκέντρωση έγινε και στη Θεσσαλονίκη μπροστά στο Εργατικό Κέντρο της Πόλης.
Από το 1976 η συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς στην Αθήνα, πραγματοποιείται στο Πεδίο του 'Αρεως μπροστά από το κτίριο της ΓΣΕΕ. Τα τελευταία χρόνια προγραμματίζεται πλήθος συγκεντρώσεων από φορείς και συνδικάτα για τον εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς.
Δημιουργήσαμε ένα μικρό επίκαιρο τιμητικό, ίσως συλλεκτικό, αφιέρωμα στην Πρωτομαγιά.
Γνώση, μνήμη και τιμή σ’ αυτούς που αλληλέγγυοι μεταξύ τους συνέβαλαν στην εργασιακή μας αξιοπρέπεια, αλλά και θλίψη για το πόσο εύκολα εμείς οι «σύγχρονοι» αποδεχθήκαμε και αποδεχόμαστε την απώλεια εργασιακών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αίμα !
Πιστεύουμε ότι πραγματικά αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε μέχρι τέλους γιατί περιέχει και σπάνιο συλλεκτικό υλικό.
ΠΕΤΡΟΣ MEΛΙΣΣΑΝΙΔΗΣ
ΣΤΕΛΛΑ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου