Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Εισήγηση του Κώστα Χρυσόγονου στο 10ο Διεθνές Συνέδριο Πολυτέκνων



 Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας


Ο τίτλος της εισήγησής μου συνιστά ευφημισμό. Η χώρα μας δεν αντιμετωπίζει απλώς ένα δημογραφικό πρόβλημα, αλλά την εφιαλτική προοπτική της συρρίκνωσης και ταυτόχρονα της νέας διασποράς του πληθυσμού της. Εάν οι σημερινές πληθυσμιακές τάσεις συνεχισθούν και ενταθούν ως το τέλος του 21ου αιώνα, τότε απειλείται η ίδια η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού στην ιστορική του κοιτίδα, δηλαδή τον ελλαδικό χώρο.

Οι γεννήσεις ανά γυναίκα είχαν αρχίσει να σημειώνουν ελαφρά αλλά διαρκή τάση από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και έτσι από το 2,4 του έτους 1955 έφτασαν τα 2,1 το έτος 1981, δηλ. ακριβώς στο όριο το οποίο σηματοδοτεί τη διατήρηση του πληθυσμού στα ίδια επίπεδα. Από εκεί και πέρα όμως η πτωτική πορεία επιταχύνθηκε και έτσι από το 1993 και μετά ο δείκτης αυτός έπεσε στο απελπιστικό 1,3 και διατηρείται έως σήμερα στα ίδια επίπεδα. Έτσι, οι γεννήσεις μειώνονται διαρκώς, μόλις στις 92.148 το 2014, ενώ το 2013 ήταν 94.134 και τα προηγούμενα χρόνια σταθερά πάνω από τις 100.000. Αντίστροφα οι θάνατοι αυξάνονται ολοένα, στις 113.740 το 2014 έναντι 111.794 το 2013 και ακόμη λιγότερων παλιότερα, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο πληθυσμός με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Για το 2015 η ΕΛ.ΣΤΑΤ εκτίμησε πως η φυσική κίνηση του πληθυσμού ήταν -30000 (91847 γεννήσεις έναντι 121212 θανάτων) και η καθαρή μετανάστευση -45000 (109531 εξερχόμενοι μετανάστες έναντι 64446 εισερχομένων). Οι απώλειες αυτές μπορούν να φαίνονται προς το παρόν μικρές σε ετήσια βάση, αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό να ενισχυθούν τα επόμενα χρόνια, εάν εξακολουθήσουν να υφίστανται οι αιτίες των σημερινών φαινομένων. Εξάλλου η καταγραφή απωλειών και στα δύο μέτωπα, φυσικής κίνησης και μετανάστευσης, λειτουργεί σωρευτικά σε βάθος χρόνου και απειλεί την Ελλάδα με πληθυσμιακή αποψίλωση.

Η δημογραφική αιμορραγία συνδέεται με την άνοδο της ανεργίας, από τα επίπεδα περίπου του 2% του ενεργού πληθυσμού τη δεκαετία του 1970 σε σχεδόν 28% το φθινόπωρο του 2013. Σήμερα ο δείκτης αυτός εξακολουθεί να βρίσκεται περίπου στο 22%, δηλ. στο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Τα στοιχεία αυτά άλλωστε δεν απεικονίζουν όλη την πραγματικότητα, αφού μεγαλύτερη σημασία από το θεωρητικό ποσοστό ανεργίας έχει το ποσοστό των ενεργών εργαζομένων στο σύνολο του πληθυσμού, το οποίο ανέρχεται στη χώρα μας στο 33% (3,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε πληθυσμό περίπου 11 εκατομμυρίων), ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο 43% (217 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε πληθυσμό 508 εκατομμυρίων). Με άλλες λέξεις, για να φθάσουμε στον πανευρωπαϊκό μέσο όρο χρειαζόμαστε ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας. Η ανεργία πλήττει με μεγαλύτερη ένταση τις νέες ηλικίες, δηλ. ακριβώς τα ζευγάρια που θα μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, καθιστώντας δυσχερή έως αδύνατη από οικονομική καθαρά άποψη τη δημιουργία οικογένειας. Τις ίδιες ηλικίες αφορά εξάλλου και το φαινόμενο της φυγής στο εξωτερικό.

Ο φαύλος κύκλος ανεργίας - υπογεννητικότητας - μετανάστευσης μπορεί να σπάσει μόνο εφόσον εισέλθουμε σε μια μακρόχρονη τροχιά ανάπτυξης. Για να συμβεί αυτο δεν αρκούν τα αναπτυξιακά εργαλεία που μας προσφέρει η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΣΠΑ, Σχέδιο Γιουνκέρ κ.λπ.). Χρειάζεται η εκπόνηση μιας εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη, μέσα από διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου, ώστε να υπάρξει προοπτική εφαρμογής της σε βάθος δεκαετιών ολόκληρων, ανεξάρτητα από την εναλλαγή των κυβερνήσεων, και έτσι να προσελκύσουμε σοβαρές επενδυτικές προσπάθειες με τέτοιο χρονικό ορίζοντα, οι οποίες θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Στους άξονες μιας τέτοιας στρατηγικής πρέπει να συμπεριληφθούν τομές όπως η δραστική επιτάχυνση των ρυθμών απονομής της δικαιοσύνης και κτηματογράφησης της χώρας, καθώς και η βελτίωση της λειτουργικότητας της δημόσιας διοίκησης, ώστε να αυξηθεί, μεταξύ άλλων, η εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων και να μπορέσουν να αποκλιμακωθούν σταδιακά οι φορολογικοί και ασφαλιστικοί συντελεστές.

Το δημογραφικό πρόβλημα συνδέεται εξάλλου άμεσα με τη διαρκή επιδείνωση της κατάστασης του ασφαλιστικού συστήματος. Το πρόβλημα του τελευταίου βρίσκεται στα βασικά δεδομένα τα οποία το καθιστούν μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Στην Ελλάδα έχουμε τη στιγμή αυτή περίπου 3,7 εκατομμύρια εργαζομένους, χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι όλοι πληρώνονται έγκαιρα και ότι καταβάλλονται οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν περίπου 2,7 εκατομμύρια συνταξιούχοι, ενώ πολυάριθμοι είναι όσοι έχουν υποβάλει παραίτηση προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν αλλά δεν τους έχει απονεμηθεί ακόμη η σύνταξή τους από τα οικεία ασφαλιστικά ταμεία. Συνεπώς η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους βρίσκεται στο εφιαλτικά χαμηλό 1,4:1, με τάσεις περαιτέρω μείωσης, χωρίς βέβαια να υπολογίζουμε περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανέργους. Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι οι εισφορές 7 εργαζομένων δεν είναι δυνατό μακροπρόθεσμα να επαρκέσουν για να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις 5 συνταξιούχων, ενώ και ο κρατικός προϋπολογισμός δεν μπορεί να καλύπτει επ' άπειρο τα διαρκώς μεγαλύτερα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος.

Οι δύο βασικές αιτίες της παραπάνω κατάστασης είναι αφενός η υπογεννητικότητα και η συνακόλουθη γήρανση του πληθυσμού και αφετέρου η οικονομική ύφεση, η οποία όμως κι αυτή μπορεί κατά ένα μέρος να οφείλεται στην έλλειψη επαρκούς αριθμού νέων ανθρώπων με νέες ιδέες και νεανικό ενθουσιασμό. Αν θέλουμε συνεπώς να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του και όχι να διαχειριζόμαστε απλώς μια ολοένα χειρότερη πτωχοποίηση (μέσω μειώσεων των συντάξεων ή οριζόντιων αυξήσεων των ασφαλιστικών εισφορών ή και τα δύο μαζί) θα έπρεπε να δοθούν κίνητρα για την τεκνοποιία και αντικίνητρα για τους άτεκνους μέσω αντίστοιχης στοχευμένης κλιμάκωσης των εισφορών. Επιπρόσθετα, μια τέτοια κλιμάκωση αποτελεί στοιχειώδες αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, αφού ο/η άτεκνος επωφελείται από το σύνολο του εισοδήματός του, καταναλώνοντάς το ή και αποταμιεύοντας για το μέλλον, ενώ αντίθετα οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να διαθέτουν ένα μεγάλο (ευθέως ανάλογο με τον αριθμό των τέκνων τους) μέρος του δικού τους εισοδήματος για τις ανάγκες των παιδιών. Παραπέρα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα εκείνα, όταν ενηλικιωθούν, να εργασθούν και να καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές που θα καλύπτουν μέρος ή το σύνολο των συντάξεων των γονέων τους, ενώ αντίθετα οι άτεκνοι θα τα περιμένουν όλα από τα αποθεματικά του ασφαλιστικού συστήματος και την κρατική χρηματοδότησή του. Πρέπει άρα οι γονείς να πληρώνουν χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές- και μάλιστα τόσο χαμηλότερες όσο περισσότερα τέκνα έχουν- και αντίστροφα οι άτεκνοι υψηλότερες.

Συμπερασματικά, το ζητούμενο είναι να υπάρξει σοβαρή δημογραφική πολιτική εκ μέρους της πολιτείας, στη βάση ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, η οποία να περιλαμβάνει δραστικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας. Ακόμη η πολιτική αυτή πρέπει να επαχθεί σε ένα γενικότερο μακρόπνοο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ώστε να καταστεί βιώσιμη η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Πρέπει να σταματήσουμε να αναλωνόμαστε στις γνωστές ανούσιες φραστικές οξύτητες και αντιπαραθέσεις με μόνο στόχο την κατάληψη ή διατήρηση θέσεων εξουσίας και την τροφοδοσία πελατειακών δικτύων και να στραφούμε στα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Οφείλουμε να σπάσουμε το τρίγωνο υψηλής ανεργίας – υπογεννητικότητας – φυγής των νέων μας στο εξωτερικό, προκειμένου να διασφαλίσουμε την επιβίωση του ελληνισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου