Αναδημοσίευση από εφημερίδα REAL NEWS στις 13/4/2014.
Η
δέσμευση της Ελλάδας στο άρμα των μνημονίων την άνοιξη του 2010 είχε
ακολουθήσει την απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου στις
ιδιωτικές κεφαλαιαγορές την ίδια εποχή. Είχε προηγηθεί η κατακόρυφη άνοδος των
αποδόσεων (των περιβόητων spread)
των ελληνικών ομολόγων, με αντίστοιχη πτώση της τιμής τους στη δευτερογενή
αγορά. Τώρα η κυβέρνηση πανηγυρίζει επειδή τα spread μειώνονται,
οι τιμές των ελληνικών ομολόγων ανακάμπτουν και έτσι δρομολογήθηκε η λεγόμενη
«επάνοδος στις αγορές» (δηλ. η έκδοση και απορρόφηση από την αγορά νέων
ελληνικών ομολόγων.)
Στην
πραγματικότητα όλα αυτά δεν ανταποκρίνονται στα θεμελιώδη δημοσιονομικά
δεδομένα και δημιουργούν μια τεχνητή ευφορία για προεκλογικούς λόγους. Το
ελληνικό δημόσιο χρέος υπερβαίνει σήμερα τα 321 δις ευρώ, ή περίπου 175% του
Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ στις αρχές του 2010 βρισκόταν «μόλις»
στο 120%. Μετά τις θανατηφόρες δόσεις μνημονιακής «λιτότητας» την τελευταία τετραετία
το κράτος εμφανίζεται να έχει σταματήσει να παράγει νέα (πρωτογενή) ελλείμματα,
αλλά παραμένει άλυτο το πρόβλημα της συσσωρευμένης υπερχρέωσης, χωρίς άμεση
προοπτική επίλυσης, αφού δεν διαφαίνεται καμία αναπτυξιακή δυναμική στην
ελληνική οικονομία (ώστε να βελτιωθεί ο λόγος χρέους/ΑΕΠ).
Η
δήθεν έξοδος στις αγορές αφορά το συμβολικό, σε σχέση με τον όγκο του ελληνικού
χρέους, ποσό των 2 έως 3 δις ευρώ και οφείλεται στο γεγονός ότι το 80% περίπου
του χρέους αυτού είναι διακρατικό (προς τα άλλα μέλη της ευρωζώνης, την ΕΚΤ και
το ΔΝΤ) και άρα εκτός διαπραγμάτευσης στη δευτερογενή αγορά. Με άλλες λέξεις,
έχουν απομείνει τόσο λίγα ελληνικά ομόλογα στα χέρια ιδιωτών, ώστε η προσφορά
τίτλων στη δευτερογενή αγορά να είναι άκρως περιορισμένη και μια έστω αναιμική
ζήτηση να ωθεί τις τιμές τους προς τα πάνω. Αν το ελληνικό δημόσιο επιχειρούσε
να δανειστεί από τις κεφαλαιαγορές μεγαλύτερα ποσά, ώστε να αρχίσει να
αποπληρώνει το διακρατικό χρέος και να απεξαρτηθεί από τα μνημόνια, τότε θα
έβλεπε πολύ σύντομα τα spread
να
ανεβαίνουν ξανά με τους ίδιους ρυθμούς των αρχών του 2010.
Η
ελληνική οικονομία είναι εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο αφενός της υπερχρέωσης,
η οποία υποβαθμίζει τη φερεγγυότητα του κράτους αλλά κατ’ επέκταση και των
επιχειρήσεων και αυξάνει το κόστος του χρήματος, και αφετέρου της έλλειψης
αναπτυξιακής δυναμικής, ακριβώς λόγω του απαγορευτικού κόστους του χρήματος. Αυτός
ο γόρδιος δεσμός δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο με ένα αποφασιστικό χτύπημα,
ώστε ο λόγος χρέους/ΑΕΠ να επανέλθει το πολύ στα επίπεδα του τέλους του 2009,
δηλ. να μειωθεί κατά περίπου 100 δις ευρώ.
Τούτο
προϋποθέτει δραστικό «κούρεμα» του ίδιου του κεφαλαίου των διακρατικών δανείων
και όχι εμβαλωματικές λύσεις, όπως επιμήκυνση της διάρκειάς τους και πτώση των
επιτοκίων, τις οποίες συζητούν οι δανειστές. Τέτοιο «κούρεμα» όμως δεν είναι σε
θέση να απαιτήσει η μνημονιακή συγκυβέρνηση από τους δανειστές, κυρίως επειδή
τα ίδια κόμματα που την συγκροτούν φέρουν την πολιτική και ηθική ευθύνη για την
υπερχρέωση, ενώ περαιτέρω είναι εγκλωβισμένα στις διάφορες «λίστες» Siemens, Lagarde κλπ.
Η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει εμφατικά το δικαίωμα για μια νέα αρχή, όπως αναγνωρίσθηκε
και στη Γερμανία το 1953 με τη συμφωνία του Λονδίνου (με την οποία το γερμανικό
δημόσιο χρέος «κουρεύτηκε» κατά 62%). Μια τέτοια διεκδίκηση έχει ως
προαπαιτούμενο την κυβερνητική αλλαγή και την παροχή σαφούς λαϊκής εντολής στις
αντιμνημονιακές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, με αφετηρία τις
επερχόμενες ευρωεκλογές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου