Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ 29/09
Προκειμένου να διατηρήσουμε το σημερινό μας βιοτικό επίπεδο και να άρουμε έστω και ένα μέρος από τις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες που οξύνθηκαν στα χρόνια των μνημονίων πρέπει η ελληνική οικονομία να αρχίσει να παράγει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από την τωρινή. Ένας τομέας αιχμής πρέπει να είναι η κατασκευή και πώληση εξοχικών ιδίως κατοικιών σε αλλοδαπούς, όπως έχουν καταφέρει άλλες ευρωμεσογειακές χώρες (Κύπρος, Ισπανία κ.ά.) με αποτέλεσμα μαζική και σταθερή εισροή πόρων από το εξωτερικό προς αυτές.
Στην Ελλάδα η σχετική αγορά παραμένει υπανάπτυκτη, αφενός λόγω των στρεβλώσεων στην πολεοδομική νομοθεσία (μεγάλο μέρος των υφιστάμενων κτισμάτων είναι ημινόμιμα, ημιυπαίθρια, ημιυπόγεια, προσωρινά «τακτοποιημένα» κ.λπ.) και αφετέρου λόγω της ανυπαρξίας Κτηματολογίου, το οποίο θα διασφάλιζε στον αγοραστή βεβαιότητα για τα δικαιώματά του. Η δημιουργία Κτηματολογίου δρομολογήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ήδη έχουν δαπανηθεί για τον σκοπό αυτόν περίπου 800 εκατομμύρια ευρώ, με πενιχρά όμως αποτελέσματα, αφού έχει χαρτογραφηθεί μόλις το 6% της χώρας, έστω κι αν αυτό μεταφράζεται (;) σε 25% των εκτιμώμενων τελικών εγγραφών.
Εξάλλου το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την ολοκλήρωση των υφιστάμενων κτηματογραφήσεων, εφόσον δεν κυρωθούν προηγουμένως οι δασικοί χάρτες. Το πρόβλημα του Κτηματολογίου είναι ότι εξαρχής δεν υλοποιήθηκε το προφανές: Δημιουργία κτηματολογικών χαρτών, με συνακόλουθη ανάπτυξη κτηματοκεντρικών ευρετηρίων πάνω στις υφιστάμενες υποδομές των υποθηκοφυλακείων. Έτσι έφτιαξαν Κτηματολόγιο χώρες με παρόμοια συστήματα καταχώρισης ακινήτων. Όμως, το υφιστάμενο σύστημα συκοφαντήθηκε ως «απαρχαιωμένο» και προωθήθηκε η συνολική αντικατάστασή του.
Τα πράγματα έγιναν περιπλοκότερα, αντί για απλούστερα και το όλο εγχείρημα προϋπέθετε επανακαταχώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων εξυπαρχής, ωσάν να μην ήταν ποτέ καταχωρημένα. Οι νομικές πτυχές του Κτηματολογίου υπερίσχυσαν, σε ένα κυρίως τεχνικό έργο χαρτογράφησης. Εκατοντάδες εκατομμύρια ξοδεύθηκαν για επανακαταχώριση (ενίοτε εσφαλμένη) δικαιωμάτων. Οι χάρτες είτε δεν γίνονταν καθόλου (δασικοί χάρτες) είτε είχαν προδιαγραφές υποδεέστερες από τις δυνατότητες του υψηλού προϋπολογισμού.
Το ζητούμενο σήμερα είναι η αλλαγή πορείας. Χρειαζόμαστε κτηματολογικούς χάρτες για το σύνολο της χώρας σε σύντομο χρόνο. Η καταχώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των χαρτών μπορεί στη συνέχεια να γίνει αυτεπαγγέλτως από τα υποθηκοφυλακεία, χωρίς εμπλοκή και ταλαιπωρία των πολιτών. Το δε ελληνικό Δημόσιο, ο μόνος φορέας στην Ελλάδα που δεν έχει καταγεγραμμένη την περιουσία του, επιβάλλεται να καταγράψει λεπτομερώς και ενεργητικά την ακίνητη περιουσία του στους κτηματολογικούς χάρτες, ώστε να τη διασφαλίσει από καταπατήσεις και να την αξιοποιήσει.
Προκειμένου να διατηρήσουμε το σημερινό μας βιοτικό επίπεδο και να άρουμε έστω και ένα μέρος από τις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες που οξύνθηκαν στα χρόνια των μνημονίων πρέπει η ελληνική οικονομία να αρχίσει να παράγει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από την τωρινή. Ένας τομέας αιχμής πρέπει να είναι η κατασκευή και πώληση εξοχικών ιδίως κατοικιών σε αλλοδαπούς, όπως έχουν καταφέρει άλλες ευρωμεσογειακές χώρες (Κύπρος, Ισπανία κ.ά.) με αποτέλεσμα μαζική και σταθερή εισροή πόρων από το εξωτερικό προς αυτές.
Στην Ελλάδα η σχετική αγορά παραμένει υπανάπτυκτη, αφενός λόγω των στρεβλώσεων στην πολεοδομική νομοθεσία (μεγάλο μέρος των υφιστάμενων κτισμάτων είναι ημινόμιμα, ημιυπαίθρια, ημιυπόγεια, προσωρινά «τακτοποιημένα» κ.λπ.) και αφετέρου λόγω της ανυπαρξίας Κτηματολογίου, το οποίο θα διασφάλιζε στον αγοραστή βεβαιότητα για τα δικαιώματά του. Η δημιουργία Κτηματολογίου δρομολογήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ήδη έχουν δαπανηθεί για τον σκοπό αυτόν περίπου 800 εκατομμύρια ευρώ, με πενιχρά όμως αποτελέσματα, αφού έχει χαρτογραφηθεί μόλις το 6% της χώρας, έστω κι αν αυτό μεταφράζεται (;) σε 25% των εκτιμώμενων τελικών εγγραφών.
Εξάλλου το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την ολοκλήρωση των υφιστάμενων κτηματογραφήσεων, εφόσον δεν κυρωθούν προηγουμένως οι δασικοί χάρτες. Το πρόβλημα του Κτηματολογίου είναι ότι εξαρχής δεν υλοποιήθηκε το προφανές: Δημιουργία κτηματολογικών χαρτών, με συνακόλουθη ανάπτυξη κτηματοκεντρικών ευρετηρίων πάνω στις υφιστάμενες υποδομές των υποθηκοφυλακείων. Έτσι έφτιαξαν Κτηματολόγιο χώρες με παρόμοια συστήματα καταχώρισης ακινήτων. Όμως, το υφιστάμενο σύστημα συκοφαντήθηκε ως «απαρχαιωμένο» και προωθήθηκε η συνολική αντικατάστασή του.
Τα πράγματα έγιναν περιπλοκότερα, αντί για απλούστερα και το όλο εγχείρημα προϋπέθετε επανακαταχώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων εξυπαρχής, ωσάν να μην ήταν ποτέ καταχωρημένα. Οι νομικές πτυχές του Κτηματολογίου υπερίσχυσαν, σε ένα κυρίως τεχνικό έργο χαρτογράφησης. Εκατοντάδες εκατομμύρια ξοδεύθηκαν για επανακαταχώριση (ενίοτε εσφαλμένη) δικαιωμάτων. Οι χάρτες είτε δεν γίνονταν καθόλου (δασικοί χάρτες) είτε είχαν προδιαγραφές υποδεέστερες από τις δυνατότητες του υψηλού προϋπολογισμού.
Το ζητούμενο σήμερα είναι η αλλαγή πορείας. Χρειαζόμαστε κτηματολογικούς χάρτες για το σύνολο της χώρας σε σύντομο χρόνο. Η καταχώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των χαρτών μπορεί στη συνέχεια να γίνει αυτεπαγγέλτως από τα υποθηκοφυλακεία, χωρίς εμπλοκή και ταλαιπωρία των πολιτών. Το δε ελληνικό Δημόσιο, ο μόνος φορέας στην Ελλάδα που δεν έχει καταγεγραμμένη την περιουσία του, επιβάλλεται να καταγράψει λεπτομερώς και ενεργητικά την ακίνητη περιουσία του στους κτηματολογικούς χάρτες, ώστε να τη διασφαλίσει από καταπατήσεις και να την αξιοποιήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου