Άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο Politik.gr
Η πρόταση αναθεώρησης που κατατέθηκε από την Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, έχει προφανή προεκλογική σκοπιμότητα , καθώς μας χωρίζουν περίπου έξι μήνες από τις ευρωεκλογές και ενδεχομένως και τις εθνικές εκλογές (ενόψει και του προαναγγελθέντος διαζυγίου με τους ΑΝΕΛ). Η διαφαινόμενη διάθεση χρήσης της διαδικασίας ως πολιτικού όπλου δυσχεραίνει την επίτευξη των απαιτούμενων συναινέσεων (αφού θα χρειαστεί κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία 180 βουλευτών είτε στην παρούσα Βουλή είτε στην επόμενη) και καθιστά αμφίβολη την τελική έκβαση του εγχειρήματος. Ως προς το περιεχόμενό της έχει κάποια θετικά σημεία όπως η αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και η μείωση της ποινικής προστασίας των πολιτικών προσώπων, στο οποίο πιστεύω ότι θα συμφωνήσουν και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις επί της αρχής, αν και βέβαια δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο θα υλοποιηθούν όλα αυτά.
Υπάρχουν όμως και άλλα σημεία τα οποία δε φαίνεται να αποσκοπούν σε κάποια συνταγματική μεταβολή με ουσία, αλλά απλώς στην αποκομιδή πολιτικών εντυπώσεων. Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα των σχέσεων κράτους — εκκλησίας, όπου τα πραγματικά προβλήματα ξεκινούν από την κοινή νομοθεσία και την πρακτική της διοίκησης και όχι από το Σύνταγμα. Άρα ο κ. Τσίπρας προσπαθεί απλώς να δώσει μία επίφαση «αριστεροσύνης» στην πρότασή του επικεντρώνοντάς τη και στο θέμα αυτό.
Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα των λεγόμενων κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως τα δικαιώματα για κοινωνική ασφάλιση, υγεία, κ.ά. όπου γίνεται λόγος για ενίσχυση της συνταγματικής τους κατοχύρωσης, τη στιγμή που και η υφιστάμενη κατοχύρωση δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί στην πράξη λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος. Μάλιστα ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην ψήφιση των μέτρων για την περικοπή των συντάξεων. Άρα δεν θα ωφελούσε τώρα να μπει μία πιο ισχυρή φραστική διατύπωση στο Σύνταγμα, αφού ακόμη και με την υφισταμένη φραστική διατύπωση, τα δικαστήρια έχουν κρίνει αντισυνταγματικές τις μειώσεις των συντάξεων και εντούτοις ο ίδιος ο κ. Τσίπρας δεν τις επαναφέρει διότι δεν έχει τα χρήματα να το κάνει.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόταση για καθιέρωση ορίου βουλευτικής θητείας, σε συνδυασμό με την απαίτηση να είναι εν ενεργεία βουλευτής ο πρωθυπουργός. Τούτο θα οδηγούσε στον αυτοαποκλεισμό του κ. Τσίπρα για το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2020, αφού έχει ήδη σχεδόν μία δεκαετία βουλευτικής θητείας (από το 2009). Ενεργώντας όμως με δύο μέτρα και δύο σταθμά εξαιρεί τον εαυτό του από τον κανόνα (αφού το κώλυμα εκλογής δεν θα εφαρμόζεται για αρχηγούς κομμάτων και πρώην πρωθυπουργούς!).
Συμπερασματικά, φαίνεται πως ο κ. Τσίπρας δεν έχει μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς για τον τόπο. Ο μόνος σχεδιασμός που έχει και η μόνη του επιδίωξη είναι πώς θα παραμείνει είτε κάτοχος, είτε έστω διεκδικητής της κυβερνητικής εξουσίας και τώρα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης για να αποκομίσει εκλογικό όφελος.
Η πρόταση αναθεώρησης που κατατέθηκε από την Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, έχει προφανή προεκλογική σκοπιμότητα , καθώς μας χωρίζουν περίπου έξι μήνες από τις ευρωεκλογές και ενδεχομένως και τις εθνικές εκλογές (ενόψει και του προαναγγελθέντος διαζυγίου με τους ΑΝΕΛ). Η διαφαινόμενη διάθεση χρήσης της διαδικασίας ως πολιτικού όπλου δυσχεραίνει την επίτευξη των απαιτούμενων συναινέσεων (αφού θα χρειαστεί κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία 180 βουλευτών είτε στην παρούσα Βουλή είτε στην επόμενη) και καθιστά αμφίβολη την τελική έκβαση του εγχειρήματος. Ως προς το περιεχόμενό της έχει κάποια θετικά σημεία όπως η αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και η μείωση της ποινικής προστασίας των πολιτικών προσώπων, στο οποίο πιστεύω ότι θα συμφωνήσουν και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις επί της αρχής, αν και βέβαια δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο θα υλοποιηθούν όλα αυτά.
Υπάρχουν όμως και άλλα σημεία τα οποία δε φαίνεται να αποσκοπούν σε κάποια συνταγματική μεταβολή με ουσία, αλλά απλώς στην αποκομιδή πολιτικών εντυπώσεων. Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα των σχέσεων κράτους — εκκλησίας, όπου τα πραγματικά προβλήματα ξεκινούν από την κοινή νομοθεσία και την πρακτική της διοίκησης και όχι από το Σύνταγμα. Άρα ο κ. Τσίπρας προσπαθεί απλώς να δώσει μία επίφαση «αριστεροσύνης» στην πρότασή του επικεντρώνοντάς τη και στο θέμα αυτό.
Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα των λεγόμενων κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως τα δικαιώματα για κοινωνική ασφάλιση, υγεία, κ.ά. όπου γίνεται λόγος για ενίσχυση της συνταγματικής τους κατοχύρωσης, τη στιγμή που και η υφιστάμενη κατοχύρωση δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί στην πράξη λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος. Μάλιστα ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην ψήφιση των μέτρων για την περικοπή των συντάξεων. Άρα δεν θα ωφελούσε τώρα να μπει μία πιο ισχυρή φραστική διατύπωση στο Σύνταγμα, αφού ακόμη και με την υφισταμένη φραστική διατύπωση, τα δικαστήρια έχουν κρίνει αντισυνταγματικές τις μειώσεις των συντάξεων και εντούτοις ο ίδιος ο κ. Τσίπρας δεν τις επαναφέρει διότι δεν έχει τα χρήματα να το κάνει.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόταση για καθιέρωση ορίου βουλευτικής θητείας, σε συνδυασμό με την απαίτηση να είναι εν ενεργεία βουλευτής ο πρωθυπουργός. Τούτο θα οδηγούσε στον αυτοαποκλεισμό του κ. Τσίπρα για το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2020, αφού έχει ήδη σχεδόν μία δεκαετία βουλευτικής θητείας (από το 2009). Ενεργώντας όμως με δύο μέτρα και δύο σταθμά εξαιρεί τον εαυτό του από τον κανόνα (αφού το κώλυμα εκλογής δεν θα εφαρμόζεται για αρχηγούς κομμάτων και πρώην πρωθυπουργούς!).
Συμπερασματικά, φαίνεται πως ο κ. Τσίπρας δεν έχει μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς για τον τόπο. Ο μόνος σχεδιασμός που έχει και η μόνη του επιδίωξη είναι πώς θα παραμείνει είτε κάτοχος, είτε έστω διεκδικητής της κυβερνητικής εξουσίας και τώρα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης για να αποκομίσει εκλογικό όφελος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου