Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στην Εφημερίδα Realnews 13/12
Οι ατομικές επιδόσεις των Ελλήνων και Ελληνίδων στην επιστήμη, στον επαγγελματικό στίβο και στον πολιτισμό είναι κατά μέσο όρο εφάμιλλες των άλλων ευρωπαϊκών λαών, όπως αποδεικνύουν πάμπολλα παραδείγματα συμπατριωτών μας που έχουν διαπρέψει στο εξωτερικό. Αντίθετα, όταν πρόκειται για την συλλογική λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους, οι υστερήσεις φαίνονται καθαρά, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια της «συντεταγμένης» χρεοκοπίας αλλά και πολύ νωρίτερα. Για κάποιον λόγο δείχνουμε να υστερούμε όταν χρειάζεται οποιαδήποτε μορφή συλλογικής προσπάθειας.
Τα αίτια ίσως μπορούν να εξηγηθούν από μια αντιπαραβολή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας δύο αντιπροσωπευτικών θεσμών, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφενός και η Βουλή των Ελλήνων αφετέρου. Η πρώτη διαφορά είναι ως προς τον προγραμματισμό των εργασιών, ο οποίος στο Ευρωκοινοβούλιο γίνεται τον Σεπτέμβριο και αφορά όλο το επόμενο ημερολογιακό έτος, με ακρίβεια … μισής ημέρας. Έτσι π.χ. σήμερα, ή μάλλον εδώ και δύο μήνες, όλοι οι ευρωβουλευτές και κάθε άλλος ενδιαφερόμενος γνωρίζουν ότι η τελευταία συνεδρίαση της ολομέλειας του οργάνου αυτού θα λάβει χώρα από το απόγευμα της Δευτέρας 12.12.2016 έως την Πέμπτη 15.12.2016 (όπως και όλα όσα θα προηγηθούν, σε σχηματισμούς ολομέλειας ή επιτροπών ή κοινοβουλευτικών ομάδων για ολόκληρο το 2016). Αντίθετα η Βουλή των Ελλήνων συνεδριάζει κατόπιν προγραμματισμού ολίγων ημερών ή εβδομάδων και συχνά καταλήγει να ψηφίζει για τα πιο κρίσιμα θέματα τις μεταμεσονύκτιες ώρες Σαββάτου ή Κυριακής. Εκείνοι (προ)σχεδιάζουν, εμείς αυτοσχεδιάζουμε.
Δεύτερη διαφορά είναι ότι στο Ευρωκοινοβούλιο αποκλίσεις από τους κανόνες, π.χ. ως προς το χρόνο ομιλίας (ο οποίος είναι εξαιρετικά περιορισμένος, συνήθως ένα λεπτό) δεν γίνονται ανεκτές και ο προεδρεύων απλά κλείνει το μικρόφωνο του ομιλητή. Αντίθετα στη Βουλή των Ελλήνων όταν σημειωθεί υπέρβαση ο προεδρεύων χρησιμοποιεί τον… κώδωνα, ο ομιλητής, συνήθως ενοχλημένος, ζητά παράταση, οι δυο τους ενίοτε λογομαχούν κλπ. Με άλλες λέξεις, στην Ευρώπη οι κανόνες τίθενται για να τηρούνται, ενώ στην Ελλάδα για να καθίστανται αντικείμενο (επανα)διαπραγμάτευσης.
Τρίτη διαφορά είναι ότι στο Ευρωκοινοβούλιο σχεδόν όλοι (εκτός π.χ. από περιπτώσεις πρόσκλησης ξένων αρχηγών κρατών) μιλούν από το έδρανό τους. Αντίθετα, στη δική μας Βουλή όλοι ανέρχονται μεγαλοπρεπώς επί του βήματος, με αποτέλεσμα να σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στη μετάβαση και επιστροφή στα έδρανα. Ακόμη χειρότερα, οι ονομαστικές ψηφοφορίες γίνονται με ανάγνωση καταλόγου, ως να βρισκόμασταν στον 19ο αιώνα, και διαρκούν τουλάχιστον μία ώρα καθεμιά, ενώ στον ίδιο χρόνο το Ευρωκοινοβούλιο διεκπεραιώνει, κατά μέσο όρο, περίπου 100 (!) ονομαστικές ψηφοφορίες ηλεκτρονικά και άλλες τόσες με ανάταση χειρός (σημειωτέον ότι στη Βουλή των Ελλήνων έχει εγκατασταθεί ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας αλλά για άγνωστο λόγο δεν χρησιμοποιείται). Άρα εκείνοι είναι πιο πρακτικοί και τελικά πιο παραγωγικοί.
Όλα αυτά είναι ενδεικτικά νοοτροπιών και συμπεριφορών, οι οποίες έχουν διαποτίσει το κοινωνικό σώμα σε βάθος χρόνου και εκδηλώνονται όχι μόνο στη πολιτική, αλλά και στη δημόσια διοίκηση, την οικονομία κλπ. Το να επιρρίπτουμε τις ευθύνες για τα δεινά μας στους ξένους είναι παρηγορητικό και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να ανταποκρίνεται κατά ένα μέρος στην αλήθεια, αφού ο καθένας στην Ευρώπη προσπαθεί κατά βάση να προστατεύσει τα δικά του συμφέροντα, συχνά σε βάρος των άλλων. Αν όμως δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, αν δεν μάθουμε να λειτουργούμε με βάση κανόνες, αν δεν περιορίσουμε την ανοχή μας στην κάθε μορφής παραβατικότητα, αν δεν γίνουμε λιγότερο πομπώδεις (είναι κι αυτό μια μορφή εγωπάθειας) και περισσότερο πρακτικοί, τότε θα συνεχίσουμε να απομακρυνόμαστε όχι μόνο από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά από τον βηματισμό γενικά του 20ου αιώνα.
Οι ατομικές επιδόσεις των Ελλήνων και Ελληνίδων στην επιστήμη, στον επαγγελματικό στίβο και στον πολιτισμό είναι κατά μέσο όρο εφάμιλλες των άλλων ευρωπαϊκών λαών, όπως αποδεικνύουν πάμπολλα παραδείγματα συμπατριωτών μας που έχουν διαπρέψει στο εξωτερικό. Αντίθετα, όταν πρόκειται για την συλλογική λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους, οι υστερήσεις φαίνονται καθαρά, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια της «συντεταγμένης» χρεοκοπίας αλλά και πολύ νωρίτερα. Για κάποιον λόγο δείχνουμε να υστερούμε όταν χρειάζεται οποιαδήποτε μορφή συλλογικής προσπάθειας.
Τα αίτια ίσως μπορούν να εξηγηθούν από μια αντιπαραβολή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας δύο αντιπροσωπευτικών θεσμών, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφενός και η Βουλή των Ελλήνων αφετέρου. Η πρώτη διαφορά είναι ως προς τον προγραμματισμό των εργασιών, ο οποίος στο Ευρωκοινοβούλιο γίνεται τον Σεπτέμβριο και αφορά όλο το επόμενο ημερολογιακό έτος, με ακρίβεια … μισής ημέρας. Έτσι π.χ. σήμερα, ή μάλλον εδώ και δύο μήνες, όλοι οι ευρωβουλευτές και κάθε άλλος ενδιαφερόμενος γνωρίζουν ότι η τελευταία συνεδρίαση της ολομέλειας του οργάνου αυτού θα λάβει χώρα από το απόγευμα της Δευτέρας 12.12.2016 έως την Πέμπτη 15.12.2016 (όπως και όλα όσα θα προηγηθούν, σε σχηματισμούς ολομέλειας ή επιτροπών ή κοινοβουλευτικών ομάδων για ολόκληρο το 2016). Αντίθετα η Βουλή των Ελλήνων συνεδριάζει κατόπιν προγραμματισμού ολίγων ημερών ή εβδομάδων και συχνά καταλήγει να ψηφίζει για τα πιο κρίσιμα θέματα τις μεταμεσονύκτιες ώρες Σαββάτου ή Κυριακής. Εκείνοι (προ)σχεδιάζουν, εμείς αυτοσχεδιάζουμε.
Δεύτερη διαφορά είναι ότι στο Ευρωκοινοβούλιο αποκλίσεις από τους κανόνες, π.χ. ως προς το χρόνο ομιλίας (ο οποίος είναι εξαιρετικά περιορισμένος, συνήθως ένα λεπτό) δεν γίνονται ανεκτές και ο προεδρεύων απλά κλείνει το μικρόφωνο του ομιλητή. Αντίθετα στη Βουλή των Ελλήνων όταν σημειωθεί υπέρβαση ο προεδρεύων χρησιμοποιεί τον… κώδωνα, ο ομιλητής, συνήθως ενοχλημένος, ζητά παράταση, οι δυο τους ενίοτε λογομαχούν κλπ. Με άλλες λέξεις, στην Ευρώπη οι κανόνες τίθενται για να τηρούνται, ενώ στην Ελλάδα για να καθίστανται αντικείμενο (επανα)διαπραγμάτευσης.
Τρίτη διαφορά είναι ότι στο Ευρωκοινοβούλιο σχεδόν όλοι (εκτός π.χ. από περιπτώσεις πρόσκλησης ξένων αρχηγών κρατών) μιλούν από το έδρανό τους. Αντίθετα, στη δική μας Βουλή όλοι ανέρχονται μεγαλοπρεπώς επί του βήματος, με αποτέλεσμα να σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στη μετάβαση και επιστροφή στα έδρανα. Ακόμη χειρότερα, οι ονομαστικές ψηφοφορίες γίνονται με ανάγνωση καταλόγου, ως να βρισκόμασταν στον 19ο αιώνα, και διαρκούν τουλάχιστον μία ώρα καθεμιά, ενώ στον ίδιο χρόνο το Ευρωκοινοβούλιο διεκπεραιώνει, κατά μέσο όρο, περίπου 100 (!) ονομαστικές ψηφοφορίες ηλεκτρονικά και άλλες τόσες με ανάταση χειρός (σημειωτέον ότι στη Βουλή των Ελλήνων έχει εγκατασταθεί ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας αλλά για άγνωστο λόγο δεν χρησιμοποιείται). Άρα εκείνοι είναι πιο πρακτικοί και τελικά πιο παραγωγικοί.
Όλα αυτά είναι ενδεικτικά νοοτροπιών και συμπεριφορών, οι οποίες έχουν διαποτίσει το κοινωνικό σώμα σε βάθος χρόνου και εκδηλώνονται όχι μόνο στη πολιτική, αλλά και στη δημόσια διοίκηση, την οικονομία κλπ. Το να επιρρίπτουμε τις ευθύνες για τα δεινά μας στους ξένους είναι παρηγορητικό και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να ανταποκρίνεται κατά ένα μέρος στην αλήθεια, αφού ο καθένας στην Ευρώπη προσπαθεί κατά βάση να προστατεύσει τα δικά του συμφέροντα, συχνά σε βάρος των άλλων. Αν όμως δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, αν δεν μάθουμε να λειτουργούμε με βάση κανόνες, αν δεν περιορίσουμε την ανοχή μας στην κάθε μορφής παραβατικότητα, αν δεν γίνουμε λιγότερο πομπώδεις (είναι κι αυτό μια μορφή εγωπάθειας) και περισσότερο πρακτικοί, τότε θα συνεχίσουμε να απομακρυνόμαστε όχι μόνο από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά από τον βηματισμό γενικά του 20ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου