Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ «E» 10/12
Τις τελευταίες εβδομάδες βρίσκεται στο προσκήνιο, με αφορμή δηλώσεις «πόθεν έσχες» υπουργών, το ζήτημα του «ηθικού πλεονεκτήματος» του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει αποδειχθεί τίποτα και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι διαψεύδουν τις κατηγορίες που ακούγονται εναντίον τους, πολλοί σπεύδουν να προχωρήσουν σε συμψηφισμούς και να διακηρύξουν την ανυπαρξία του παραπάνω «πλεονεκτήματος». Η όλη αυτή συζήτηση τοποθετείται όμως σε λάθος βάση. Το θέμα δεν είναι προεχόντως προσωπικό ή ηθικοπλαστικό, ούτε είναι λογικό να ισχυριστεί κανείς για πολυάνθρωπους σχηματισμούς (όπως πολιτικά κόμματα) ότι όλοι οι συμμετέχοντες είναι εκ προοιμίου ηθικοί ή ανήθικοι.
Είναι προφανές ότι στην Ελλάδα υπάρχει σοβαρό πρόβλημα διαφθοράς της πολιτικής τάξης και όχι μόνο. Η διαφθορά αυτή δεν αγγίζει μόνο άτομα, αλλά ολόκληρα πολιτικά κόμματα, αφού π.χ. πρώην διευθύνων σύμβουλος ελληνικής θυγατρικής μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας ομολόγησε ενώπιον γερμανικού ποινικού δικαστηρίου ότι η εταιρεία δωροδοκούσε με ποσοστό 2% του ετήσιου κύκλου εργασιών της στην Ελλάδα, από το 2003 έως το 2006, τους τότε ταμίες ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας για να επιτυγχάνει αθέμιτα πλεονεκτήματα σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου. Τούτο πιθανόν να μην ήταν «ευρεσιτεχνία» της συγκεκριμένης εταιρείας, αλλά διαδεδομένη πρακτική, στην οποία όμως δεν μετείχαν ούτε ο τότε Συνασπισμός ούτε άλλα μικρότερα κόμματα, αφού άλλωστε δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τη λήψη των αποφάσεων. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται το πολιτικό (και όχι ηθικό) πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ και ίσως η κύρια αιτία της προτίμησης που εκδήλωσε προς αυτόν περίπου το 36% των ψηφοφόρων στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου 2015.
Καλείται δηλαδή το κυβερνών, σήμερα, κόμμα να αποκόψει, μέσω των κατάλληλων θεσμικών παρεμβάσεων, τις οδούς διέλευσης του μαύρου πολιτικού χρήματος, έτσι ώστε να τερματιστεί η διαπλοκή μεταξύ της οικονομικής/ ιδιωτικής (κατ' ουσίαν όμως κρατικοδίαιτης) εξουσίας και της πολιτικής/ δημόσιας εξουσίας. Παρεμβάσεις όπως η απομάκρυνση όλων των πολιτικών προσώπων από την επιτροπή ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων και βουλευτών, η στελέχωσή της με επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό ώστε οι έλεγχοι να διεξάγονται έγκαιρα και αποτελεσματικά, η επιβολή μεγαλύτερης διαφάνειας στην οικονομική διαχείριση των κομμάτων και η χρηματοδότησή τους από το Δημόσιο μόνο για την κάλυψη αποδεδειγμένων με παραστατικά δαπανών κ.ο.κ. είναι απαραίτητες για τον σκοπό αυτόν. Είναι άλλωστε λογικό οι ψηφοφόροι να αναμένουν κατεξοχήν από την Αριστερά τόσο την προστασία του δημόσιου χρήματος όσο όμως και την προάσπιση της δημοκρατίας και των λαϊκών μαζών απέναντι στην επέλαση της ολιγαρχίας του χρήματος. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν.
Τις τελευταίες εβδομάδες βρίσκεται στο προσκήνιο, με αφορμή δηλώσεις «πόθεν έσχες» υπουργών, το ζήτημα του «ηθικού πλεονεκτήματος» του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει αποδειχθεί τίποτα και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι διαψεύδουν τις κατηγορίες που ακούγονται εναντίον τους, πολλοί σπεύδουν να προχωρήσουν σε συμψηφισμούς και να διακηρύξουν την ανυπαρξία του παραπάνω «πλεονεκτήματος». Η όλη αυτή συζήτηση τοποθετείται όμως σε λάθος βάση. Το θέμα δεν είναι προεχόντως προσωπικό ή ηθικοπλαστικό, ούτε είναι λογικό να ισχυριστεί κανείς για πολυάνθρωπους σχηματισμούς (όπως πολιτικά κόμματα) ότι όλοι οι συμμετέχοντες είναι εκ προοιμίου ηθικοί ή ανήθικοι.
Είναι προφανές ότι στην Ελλάδα υπάρχει σοβαρό πρόβλημα διαφθοράς της πολιτικής τάξης και όχι μόνο. Η διαφθορά αυτή δεν αγγίζει μόνο άτομα, αλλά ολόκληρα πολιτικά κόμματα, αφού π.χ. πρώην διευθύνων σύμβουλος ελληνικής θυγατρικής μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας ομολόγησε ενώπιον γερμανικού ποινικού δικαστηρίου ότι η εταιρεία δωροδοκούσε με ποσοστό 2% του ετήσιου κύκλου εργασιών της στην Ελλάδα, από το 2003 έως το 2006, τους τότε ταμίες ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας για να επιτυγχάνει αθέμιτα πλεονεκτήματα σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου. Τούτο πιθανόν να μην ήταν «ευρεσιτεχνία» της συγκεκριμένης εταιρείας, αλλά διαδεδομένη πρακτική, στην οποία όμως δεν μετείχαν ούτε ο τότε Συνασπισμός ούτε άλλα μικρότερα κόμματα, αφού άλλωστε δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τη λήψη των αποφάσεων. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται το πολιτικό (και όχι ηθικό) πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ και ίσως η κύρια αιτία της προτίμησης που εκδήλωσε προς αυτόν περίπου το 36% των ψηφοφόρων στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου 2015.
Καλείται δηλαδή το κυβερνών, σήμερα, κόμμα να αποκόψει, μέσω των κατάλληλων θεσμικών παρεμβάσεων, τις οδούς διέλευσης του μαύρου πολιτικού χρήματος, έτσι ώστε να τερματιστεί η διαπλοκή μεταξύ της οικονομικής/ ιδιωτικής (κατ' ουσίαν όμως κρατικοδίαιτης) εξουσίας και της πολιτικής/ δημόσιας εξουσίας. Παρεμβάσεις όπως η απομάκρυνση όλων των πολιτικών προσώπων από την επιτροπή ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων και βουλευτών, η στελέχωσή της με επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό ώστε οι έλεγχοι να διεξάγονται έγκαιρα και αποτελεσματικά, η επιβολή μεγαλύτερης διαφάνειας στην οικονομική διαχείριση των κομμάτων και η χρηματοδότησή τους από το Δημόσιο μόνο για την κάλυψη αποδεδειγμένων με παραστατικά δαπανών κ.ο.κ. είναι απαραίτητες για τον σκοπό αυτόν. Είναι άλλωστε λογικό οι ψηφοφόροι να αναμένουν κατεξοχήν από την Αριστερά τόσο την προστασία του δημόσιου χρήματος όσο όμως και την προάσπιση της δημοκρατίας και των λαϊκών μαζών απέναντι στην επέλαση της ολιγαρχίας του χρήματος. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου