Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στην εφημερίδα «Η Καθημερινή»
Η συνεχιζόμενη επί περίπου πέντε μήνες κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κατηγορία, σε συνδυασμό με τη σύνδεση του ζητήματος εκ μέρους της ανώτατης τουρκικής πολιτικής ηγεσίας με αυτό των 8 Τούρκων αξιωματικών, συνθέτει μια κατάσταση που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Προσφορότερη, η οδός της προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) λόγω παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), συμβαλλόμενα μέρη της οποίας είναι η Ελλάδα και η Τουρκία.
Ειδικότερα, η αντιμετώπιση των κρατούμενων Ελλήνων στρατιωτικών συνιστά πρόδηλη παραβίαση του δικαιώματος σε «δίκαιη δίκη» που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Βασικό άλλωστε στοιχείο του δικαιώματος αυτού είναι η ενημέρωση του κατηγορουμένου για τη φύση και τους λόγους της εις βάρος του κατηγορίας. Η «δίκαιη δίκη» των δύο συμπατριωτών μας τίθεται εν αμφιβόλω και εξαιτίας της έλλειψης μιας πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής, πέραν της ατελέσφορης, όπως αποδεικνύεται, διαδικασίας της αίτησης αποφυλάκισης. Η έλλειψη εναλλακτικής δυνατότητας στο πλαίσιο του τουρκικού συστήματος απονομής έννομης προστασίας συνιστά παράβαση και του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο, προσθετικά του δικαιώματος στη «δίκαιη δίκη», καθιερώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής.
Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κράτησης υπό τις γνωστές συνθήκες της μη απαγγελίας κατηγορίας και της προσχηματικής απόρριψης των αιτήσεων αποφυλάκισης θεωρείται ότι ξεπερνά το κατώφλι του «ευλόγου χρόνου», γεγονός που συνεπάγεται παραβίαση και του άρθρου 5 της Σύμβασης. Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, που επίσης πλήττονται βάναυσα.
Τέλος, η στάση της Τουρκίας στο θέμα αυτό και ειδικά οι δηλώσεις του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος συνδέει το θεμελιώδες δικαίωμα των Ελλήνων στρατιωτικών στη «δίκαιη δίκη» με την επιστροφή των 8 Τούρκων αξιωματικών στην Τουρκία –την έκδοση των οποίων έχει απαγορεύσει η ελληνική Δικαιοσύνη–, στοιχειοθετεί παραβίαση και του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί απαγόρευσης της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Μέσα από αυτήν την πρακτική, εκπεφρασμένη και στην ίδια τη ρητορική του Τούρκου προέδρου, φαίνεται να μεταχειρίζεται τους δύο κατηγορουμένους, δύο φορείς ανθρώπινων δικαιωμάτων, ως μέσο προς επίτευξη σκοπού. Πρόκειται, δηλαδή, για την επιτομή της έννοιας «εξευτελισμός» μέσω της πλήρους εργαλειοποίησης των δύο στρατιωτικών.
Ενόψει τούτων, επιβάλλεται η αξιοποίηση των μηχανισμών που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κρίσιμη στην προκειμένη περίπτωση είναι η αξιοποίηση της «διακρατικής προσφυγής», που προβλέπεται στο άρθρο 33 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, διά της οποίας η Ελλάδα μπορεί να καταγγείλει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων την Τουρκία, ως έτερο συμβαλλόμενο κράτος μέρος, για παραβιάσεις των προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε περίπτωση διαπίστωσης της παραβίασης από το ΕΔΔΑ, το υπαίτιο κράτος οφείλει να συμμορφωθεί προς την απόφαση (άρθρο 46 της ΕΣΔΑ), τερματίζοντας την παραβίαση και αποκαθιστώντας την προτέρα κατάσταση, δηλαδή απελευθερώνοντας τους δύο στρατιωτικούς. Η έως σήμερα αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης, με τη μη υποβολή προσφυγής, καθίσταται ολοένα και περισσότερο αδικαιολόγητη.
Η συνεχιζόμενη επί περίπου πέντε μήνες κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κατηγορία, σε συνδυασμό με τη σύνδεση του ζητήματος εκ μέρους της ανώτατης τουρκικής πολιτικής ηγεσίας με αυτό των 8 Τούρκων αξιωματικών, συνθέτει μια κατάσταση που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Προσφορότερη, η οδός της προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) λόγω παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), συμβαλλόμενα μέρη της οποίας είναι η Ελλάδα και η Τουρκία.
Ειδικότερα, η αντιμετώπιση των κρατούμενων Ελλήνων στρατιωτικών συνιστά πρόδηλη παραβίαση του δικαιώματος σε «δίκαιη δίκη» που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Βασικό άλλωστε στοιχείο του δικαιώματος αυτού είναι η ενημέρωση του κατηγορουμένου για τη φύση και τους λόγους της εις βάρος του κατηγορίας. Η «δίκαιη δίκη» των δύο συμπατριωτών μας τίθεται εν αμφιβόλω και εξαιτίας της έλλειψης μιας πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής, πέραν της ατελέσφορης, όπως αποδεικνύεται, διαδικασίας της αίτησης αποφυλάκισης. Η έλλειψη εναλλακτικής δυνατότητας στο πλαίσιο του τουρκικού συστήματος απονομής έννομης προστασίας συνιστά παράβαση και του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο, προσθετικά του δικαιώματος στη «δίκαιη δίκη», καθιερώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής.
Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κράτησης υπό τις γνωστές συνθήκες της μη απαγγελίας κατηγορίας και της προσχηματικής απόρριψης των αιτήσεων αποφυλάκισης θεωρείται ότι ξεπερνά το κατώφλι του «ευλόγου χρόνου», γεγονός που συνεπάγεται παραβίαση και του άρθρου 5 της Σύμβασης. Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, που επίσης πλήττονται βάναυσα.
Τέλος, η στάση της Τουρκίας στο θέμα αυτό και ειδικά οι δηλώσεις του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος συνδέει το θεμελιώδες δικαίωμα των Ελλήνων στρατιωτικών στη «δίκαιη δίκη» με την επιστροφή των 8 Τούρκων αξιωματικών στην Τουρκία –την έκδοση των οποίων έχει απαγορεύσει η ελληνική Δικαιοσύνη–, στοιχειοθετεί παραβίαση και του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί απαγόρευσης της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Μέσα από αυτήν την πρακτική, εκπεφρασμένη και στην ίδια τη ρητορική του Τούρκου προέδρου, φαίνεται να μεταχειρίζεται τους δύο κατηγορουμένους, δύο φορείς ανθρώπινων δικαιωμάτων, ως μέσο προς επίτευξη σκοπού. Πρόκειται, δηλαδή, για την επιτομή της έννοιας «εξευτελισμός» μέσω της πλήρους εργαλειοποίησης των δύο στρατιωτικών.
Ενόψει τούτων, επιβάλλεται η αξιοποίηση των μηχανισμών που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κρίσιμη στην προκειμένη περίπτωση είναι η αξιοποίηση της «διακρατικής προσφυγής», που προβλέπεται στο άρθρο 33 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, διά της οποίας η Ελλάδα μπορεί να καταγγείλει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων την Τουρκία, ως έτερο συμβαλλόμενο κράτος μέρος, για παραβιάσεις των προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε περίπτωση διαπίστωσης της παραβίασης από το ΕΔΔΑ, το υπαίτιο κράτος οφείλει να συμμορφωθεί προς την απόφαση (άρθρο 46 της ΕΣΔΑ), τερματίζοντας την παραβίαση και αποκαθιστώντας την προτέρα κατάσταση, δηλαδή απελευθερώνοντας τους δύο στρατιωτικούς. Η έως σήμερα αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης, με τη μη υποβολή προσφυγής, καθίσταται ολοένα και περισσότερο αδικαιολόγητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου