Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» της Κυριακής 09/10
Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια οικονομική και κοινωνική κρίση τόσο βαθιά ώστε να μην έχει προηγούμενο σε ειρηνική περίοδο. Η προφανής ευθύνη του πολιτικού συστήματος για τη βίαιη πτωχοποίηση της μεγαλύτερης μερίδας του πληθυσμού οδήγησε στη μετατροπή του ενός από τους δύο παραδοσιακούς πόλους εξουσίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ) σε ένα μικρό κόμμα με μονοψήφια ποσοστά ψήφων, ενώ ο άλλος (Ν.Δ.) συνεχίζει να υφίσταται συρρικνωμένος σε σχέση με τα ισχύοντα παλιότερα.
Εκδήλωση της αλλαγής της πολιτικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων ήταν και η μετάλλαξη ενός σχηματισμού (κυρίως) διαμαρτυρίας, όπως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως και τις εκλογές του 2009, σε κόμμα εξουσίας, με την κατάληψη της δεύτερης θέσης στις βουλευτικές εκλογές τον Μάιο και Ιούνιο του 2012 και της πρώτης τον Ιούνιο του 2014 (ευρωεκλογές) και τον Ιανουάριο και Σεπτέμβριο του 2015. Προσπάθειες ερμηνείας του φαινομένου οι οποίες θα επικεντρώνονταν στο αδιαμφισβήτητο επικοινωνιακό χάρισμα του προέδρου του κόμματος θα ήταν επιφανειακές. Η ραγδαία εκλογική άνοδος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι είναι φορέας μιας μακράς πολιτικής παράδοσης, με αφετηρία το «ΚΚΕ εσωτερικού» τη δεκαετία του 1960 και αναγνωρίσιμες διεθνείς προεκτάσεις στο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού», δηλ. έχει ένα σχετικά σαφές ιδεολογικό στίγμα, αρκετά κοντά στη μάζα των απογοητευμένων ψηφοφόρων κυρίως του παλιού ΠΑ.ΣΟ.Κ. Άλλωστε η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία συνέβη κάτι τέτοιο, αφού και στην Ιταλία το πρώην ΚΚΙ είχε επωφεληθεί από τη μείζονα κρίση του εκεί πολιτικού συστήματος τη δεκαετία του 1990 για να καταστεί κόμμα εξουσίας και κυβερνά σήμερα ως «Δημοκρατικό Κόμμα».
Ένα περαιτέρω πλεονέκτημα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην πορεία προς την εξουσία ήταν ο εκ γενετής «ομοσπονδιακός» χαρακτήρας του, με τις πολυάριθμες «συνιστώσες» πριν από το ιδρυτικό συνέδριο του 2013, ενώ και μετά από αυτό το καταστατικό του κόμματος κατοχυρώνει ρητά τις εσωκομματικές τάσεις και τη δυνατότητα έκφρασης διαφορετικών απόψεων προς τα έξω (σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στα άλλα ελληνικά κόμματα, όπου η δημόσια διαφωνία με τον αρχηγό συνεπάγεται συνήθως διαγραφή). Όλα αυτά διευκόλυναν την επίτευξη της αναγκαίας πολυσυλλεκτικότητας, έστω κι αν το τίμημα ήταν η διάσπαση το καλοκαίρι του 2015.
Ωστόσο η οργανωμένη βάση του κόμματος έχει παραμείνει σχεδόν καθηλωμένη στα προ κρίσης επίπεδα, δηλ. σε περίπου 30.000 μέλη, καθώς οι οργανώσεις δεν μπορούν ή δεν θέλουν να υποδεχθούν νέα μέλη. Είναι αξιοσημείωτη η σχετική αναφορά στην ιδρυτική διακήρυξη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. του 2013: «Δεν ζητάμε από τον Ελληνικό λαό να μας αναθέσει τη διακυβέρνησή του. Έχουμε πλέον μάθει ότι αναθέσεις τέτοιου είδους οδηγούν αργά ή γρήγορα στην στασιμότητα και στην οπισθοχώρηση, αν όχι στην καταστροφή. Εκείνοι που αναθέτουν μετατρέπονται σε παθητικούς δέκτες μιας πολιτικής που εναντιώνεται στα συμφέροντα και τις επιθυμίες τους ενώ εκείνοι που αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας τέτοιας ανάθεσης μεταλλάσσονται και φθείρονται». Το ίδιο κείμενο έκλεινε καλώντας εργαζομένους, ανέργους κλπ. «να πυκνώσουν τις γραμμές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α... ώστε να συνδιαμορφώσουμε την πολιτική του».
Προβληματισμό προκαλεί και το γεγονός ότι η επιρροή του κόμματος στον συνδικαλισμό και την αυτοδιοίκηση είναι δυσανάλογα μικρή. Τα προσκείμενα σ’ αυτόν ψηφοδέλτια στις δημοτικές εκλογές του 2014 κινήθηκαν στα επίπεδα του 10%, ενώ τα αντίστοιχα σχήματα στις ταυτόχρονες περιφερειακές εκλογές έφθασαν το 17-18%. Στη 45μελή διοίκηση της ΓΣΕΕ που αναδείχθηκε από το 36ο συνέδριο της τον Μάρτιο του 2016 ανήκουν 3 μέλη προερχόμενα από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κ.ο.κ. Με άλλες λέξεις φαίνεται πως όσο μικρότερη είναι η κλίμακα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τόσο συρρικνώνονται τα ποσοστά του κόμματος.
Το επικείμενο συνέδριο συνιστά μια, ίσως μοναδική, ευκαιρία ώστε να γίνει σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης των αδυναμιών αυτών. Αν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θέλει να παραμείνει μακροπρόθεσμα κόμμα εξουσίας πρέπει να αποκαταστήσει οργανωτική επαφή με την κοινωνική και εκλογική βάση του και τούτο προϋποθέτει αλλαγές στο καταστατικό, ώστε να καταστεί εφικτή η μαζική εγγραφή νέων μελών και η συμμετοχή τους στις εσωκομματικές διαδικασίες, που πρέπει να χρησιμεύουν για την παραγωγή ουσιαστικών πολιτικών αποφάσεων και όχι απλά για την έκφραση επιδοκιμασίας σε προαποφασισμένες κυβερνητικές πολιτικές. Ο εκάστοτε πρόεδρος του κόμματος μπορεί να εκλέγεται άμεσα από τη βάση, ταυτόχρονα όμως με το σύνολο των μελών της Κεντρικής Επιτροπής. Στην εκλογή αυτή πρέπει να μπορεί να μετάσχει κάθε πολίτης που ασπάζεται τις αρχές του κόμματος και προσέρχεται την προκαθορισμένη ημερομηνία για να ψηφίσει, καταβάλλοντας επιτόπου μια ελάχιστη συνεισφορά για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Η ταυτόχρονη εξάλλου ανάδειξη από τη βάση του Προέδρου και της Κεντρικής Επιτροπής είναι αναγκαία για να καταπολεμηθούν τα φαινόμενα αρχηγισμού τα οποία παρατηρούνται στα άλλα κόμματα, όπου άμεσα εκλεγμένος είναι μόνο ο/η αρχηγός και όχι το συλλογικό καθοδηγητικό όργανο. Διαφορετικά ίσως ανακαλύψουμε ότι εκτός από την άνοδο υπάρχει και η κάθοδος.
Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια οικονομική και κοινωνική κρίση τόσο βαθιά ώστε να μην έχει προηγούμενο σε ειρηνική περίοδο. Η προφανής ευθύνη του πολιτικού συστήματος για τη βίαιη πτωχοποίηση της μεγαλύτερης μερίδας του πληθυσμού οδήγησε στη μετατροπή του ενός από τους δύο παραδοσιακούς πόλους εξουσίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ) σε ένα μικρό κόμμα με μονοψήφια ποσοστά ψήφων, ενώ ο άλλος (Ν.Δ.) συνεχίζει να υφίσταται συρρικνωμένος σε σχέση με τα ισχύοντα παλιότερα.
Εκδήλωση της αλλαγής της πολιτικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων ήταν και η μετάλλαξη ενός σχηματισμού (κυρίως) διαμαρτυρίας, όπως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως και τις εκλογές του 2009, σε κόμμα εξουσίας, με την κατάληψη της δεύτερης θέσης στις βουλευτικές εκλογές τον Μάιο και Ιούνιο του 2012 και της πρώτης τον Ιούνιο του 2014 (ευρωεκλογές) και τον Ιανουάριο και Σεπτέμβριο του 2015. Προσπάθειες ερμηνείας του φαινομένου οι οποίες θα επικεντρώνονταν στο αδιαμφισβήτητο επικοινωνιακό χάρισμα του προέδρου του κόμματος θα ήταν επιφανειακές. Η ραγδαία εκλογική άνοδος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι είναι φορέας μιας μακράς πολιτικής παράδοσης, με αφετηρία το «ΚΚΕ εσωτερικού» τη δεκαετία του 1960 και αναγνωρίσιμες διεθνείς προεκτάσεις στο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού», δηλ. έχει ένα σχετικά σαφές ιδεολογικό στίγμα, αρκετά κοντά στη μάζα των απογοητευμένων ψηφοφόρων κυρίως του παλιού ΠΑ.ΣΟ.Κ. Άλλωστε η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία συνέβη κάτι τέτοιο, αφού και στην Ιταλία το πρώην ΚΚΙ είχε επωφεληθεί από τη μείζονα κρίση του εκεί πολιτικού συστήματος τη δεκαετία του 1990 για να καταστεί κόμμα εξουσίας και κυβερνά σήμερα ως «Δημοκρατικό Κόμμα».
Ένα περαιτέρω πλεονέκτημα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην πορεία προς την εξουσία ήταν ο εκ γενετής «ομοσπονδιακός» χαρακτήρας του, με τις πολυάριθμες «συνιστώσες» πριν από το ιδρυτικό συνέδριο του 2013, ενώ και μετά από αυτό το καταστατικό του κόμματος κατοχυρώνει ρητά τις εσωκομματικές τάσεις και τη δυνατότητα έκφρασης διαφορετικών απόψεων προς τα έξω (σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στα άλλα ελληνικά κόμματα, όπου η δημόσια διαφωνία με τον αρχηγό συνεπάγεται συνήθως διαγραφή). Όλα αυτά διευκόλυναν την επίτευξη της αναγκαίας πολυσυλλεκτικότητας, έστω κι αν το τίμημα ήταν η διάσπαση το καλοκαίρι του 2015.
Ωστόσο η οργανωμένη βάση του κόμματος έχει παραμείνει σχεδόν καθηλωμένη στα προ κρίσης επίπεδα, δηλ. σε περίπου 30.000 μέλη, καθώς οι οργανώσεις δεν μπορούν ή δεν θέλουν να υποδεχθούν νέα μέλη. Είναι αξιοσημείωτη η σχετική αναφορά στην ιδρυτική διακήρυξη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. του 2013: «Δεν ζητάμε από τον Ελληνικό λαό να μας αναθέσει τη διακυβέρνησή του. Έχουμε πλέον μάθει ότι αναθέσεις τέτοιου είδους οδηγούν αργά ή γρήγορα στην στασιμότητα και στην οπισθοχώρηση, αν όχι στην καταστροφή. Εκείνοι που αναθέτουν μετατρέπονται σε παθητικούς δέκτες μιας πολιτικής που εναντιώνεται στα συμφέροντα και τις επιθυμίες τους ενώ εκείνοι που αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας τέτοιας ανάθεσης μεταλλάσσονται και φθείρονται». Το ίδιο κείμενο έκλεινε καλώντας εργαζομένους, ανέργους κλπ. «να πυκνώσουν τις γραμμές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α... ώστε να συνδιαμορφώσουμε την πολιτική του».
Προβληματισμό προκαλεί και το γεγονός ότι η επιρροή του κόμματος στον συνδικαλισμό και την αυτοδιοίκηση είναι δυσανάλογα μικρή. Τα προσκείμενα σ’ αυτόν ψηφοδέλτια στις δημοτικές εκλογές του 2014 κινήθηκαν στα επίπεδα του 10%, ενώ τα αντίστοιχα σχήματα στις ταυτόχρονες περιφερειακές εκλογές έφθασαν το 17-18%. Στη 45μελή διοίκηση της ΓΣΕΕ που αναδείχθηκε από το 36ο συνέδριο της τον Μάρτιο του 2016 ανήκουν 3 μέλη προερχόμενα από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κ.ο.κ. Με άλλες λέξεις φαίνεται πως όσο μικρότερη είναι η κλίμακα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τόσο συρρικνώνονται τα ποσοστά του κόμματος.
Το επικείμενο συνέδριο συνιστά μια, ίσως μοναδική, ευκαιρία ώστε να γίνει σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης των αδυναμιών αυτών. Αν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θέλει να παραμείνει μακροπρόθεσμα κόμμα εξουσίας πρέπει να αποκαταστήσει οργανωτική επαφή με την κοινωνική και εκλογική βάση του και τούτο προϋποθέτει αλλαγές στο καταστατικό, ώστε να καταστεί εφικτή η μαζική εγγραφή νέων μελών και η συμμετοχή τους στις εσωκομματικές διαδικασίες, που πρέπει να χρησιμεύουν για την παραγωγή ουσιαστικών πολιτικών αποφάσεων και όχι απλά για την έκφραση επιδοκιμασίας σε προαποφασισμένες κυβερνητικές πολιτικές. Ο εκάστοτε πρόεδρος του κόμματος μπορεί να εκλέγεται άμεσα από τη βάση, ταυτόχρονα όμως με το σύνολο των μελών της Κεντρικής Επιτροπής. Στην εκλογή αυτή πρέπει να μπορεί να μετάσχει κάθε πολίτης που ασπάζεται τις αρχές του κόμματος και προσέρχεται την προκαθορισμένη ημερομηνία για να ψηφίσει, καταβάλλοντας επιτόπου μια ελάχιστη συνεισφορά για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Η ταυτόχρονη εξάλλου ανάδειξη από τη βάση του Προέδρου και της Κεντρικής Επιτροπής είναι αναγκαία για να καταπολεμηθούν τα φαινόμενα αρχηγισμού τα οποία παρατηρούνται στα άλλα κόμματα, όπου άμεσα εκλεγμένος είναι μόνο ο/η αρχηγός και όχι το συλλογικό καθοδηγητικό όργανο. Διαφορετικά ίσως ανακαλύψουμε ότι εκτός από την άνοδο υπάρχει και η κάθοδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου