Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ 27/10
Η αυριανή επέτειος της εισβολής των στρατευμάτων της φασιστικής Ιταλίας στο ελληνικό έδαφος αποκτά μια νέα επικαιρότητα, λόγω της αναβίωσης του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Μια μειοψηφική αλλά όχι ευκαταφρόνητη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται να θέλει να αγνοήσει την Ιστορία. Ο φασισμός είναι ένα παράδοξο και σπάνιο φαινόμενο. Η κοινωνία, ή πάντως μια μερίδα της, η οποία οργανώνεται σε ένα φασιστικό κόμμα/κίνημα, εμφανίζεται να διεκδικεί όχι τη χειραφέτησή της από την εξουσία (του κράτους), αλλά αντίθετα την υποδούλωσή της σ' αυτή, και μάλιστα με τον πιο ολοκληρωτικό τρόπο. Τούτο δεν συνέβη περισσότερες από δύο φορές στην Παγκόσμια Ιστορία, στην Ιταλία το 1922 και στη Γερμανία το 1933.
Η «κινηματική» ιδιαιτερότητα του φασισμού, δηλ. η εμφάνισή του κατ' αρχάς στην κοινωνία και η εντεύθεν μετάστασή του στο κράτος (η κατάληψη της εξουσίας), συνδέεται άρρηκτα με τον εγκληματικό του χαρακτήρα. Τα φασιστικά κόμματα δεν αντιμετωπίζουν τη (ανθρωποκτόνο) βία ως ένα απλό μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευκαιριακά για την επίτευξη πολιτικών στόχων, αλλά την εξιδανικεύουν ως ανώτερη μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία διακρίνει τους ισχυρούς/ «ευγενείς» (και μάλιστα όχι μόνο άτομα, αλλά και λαούς) από τους ασθενείς/ «εκφυλισμένους» και περαιτέρω επιδίδονται συστηματικά στη χρήση βίας, όχι μόνο με πολιτικά αλλά και με φυλετικά ή άλλα κριτήρια. Συνεπώς τα κόμματα αυτά έχουν διφυή υπόσταση, ως συλλογικοί πολιτικοί φορείς αλλά και ως μαζικές εγκληματικές οργανώσεις ταυτόχρονα.
Ο φασισμός γιγαντώθηκε ως απόρροια όχι μόνο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης (τέτοιες κρίσεις εμφανίζονται άλλωστε με αρκετή συχνότητα σε καπιταλιστικές κοινωνίες, χωρίς να τροφοδοτούν κατ' ανάγκη φασιστικά κινήματα), αλλά κυρίως της διάψευσης εθνικών προσδοκιών, κατά την επαύριο πολύνεκρων πολεμικών συρράξεων. Έστω και έτσι όμως, η δυναμική των φασιστικών κινημάτων δεν θα ήταν αρκετή για να τους εξασφαλίσει την τελική επικράτηση, αν δεν υπήρχε ανοχή των κρατικών μηχανισμών στις εγκληματικές πρακτικές τους και τελικά παράδοση της εξουσίας σ' αυτά.
Άρα ο φασισμός, έστω και αν φαίνεται να προέρχεται από την κοινωνία, δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς βοήθεια εκ των άνω, από τους (ως τότε) κατόχους της εξουσίας. Αναγκαία και ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση του φασισμού, προτού αυτός προλάβει να υλοποιήσει τα εγκληματικά του σχέδια, είναι επομένως η έγκαιρη και αποφασιστική αντίδραση των οργάνων του συνταγματικού κράτους, με βάση τους κανόνες της έννομης τάξης και ιδίως του ποινικού δικαίου. Εφόσον τα κρατικά όργανα επιτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τον νόμο, η συρρίκνωση του καρκινώματος είναι θέμα χρόνου.
Η αυριανή επέτειος της εισβολής των στρατευμάτων της φασιστικής Ιταλίας στο ελληνικό έδαφος αποκτά μια νέα επικαιρότητα, λόγω της αναβίωσης του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Μια μειοψηφική αλλά όχι ευκαταφρόνητη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται να θέλει να αγνοήσει την Ιστορία. Ο φασισμός είναι ένα παράδοξο και σπάνιο φαινόμενο. Η κοινωνία, ή πάντως μια μερίδα της, η οποία οργανώνεται σε ένα φασιστικό κόμμα/κίνημα, εμφανίζεται να διεκδικεί όχι τη χειραφέτησή της από την εξουσία (του κράτους), αλλά αντίθετα την υποδούλωσή της σ' αυτή, και μάλιστα με τον πιο ολοκληρωτικό τρόπο. Τούτο δεν συνέβη περισσότερες από δύο φορές στην Παγκόσμια Ιστορία, στην Ιταλία το 1922 και στη Γερμανία το 1933.
Η «κινηματική» ιδιαιτερότητα του φασισμού, δηλ. η εμφάνισή του κατ' αρχάς στην κοινωνία και η εντεύθεν μετάστασή του στο κράτος (η κατάληψη της εξουσίας), συνδέεται άρρηκτα με τον εγκληματικό του χαρακτήρα. Τα φασιστικά κόμματα δεν αντιμετωπίζουν τη (ανθρωποκτόνο) βία ως ένα απλό μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευκαιριακά για την επίτευξη πολιτικών στόχων, αλλά την εξιδανικεύουν ως ανώτερη μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία διακρίνει τους ισχυρούς/ «ευγενείς» (και μάλιστα όχι μόνο άτομα, αλλά και λαούς) από τους ασθενείς/ «εκφυλισμένους» και περαιτέρω επιδίδονται συστηματικά στη χρήση βίας, όχι μόνο με πολιτικά αλλά και με φυλετικά ή άλλα κριτήρια. Συνεπώς τα κόμματα αυτά έχουν διφυή υπόσταση, ως συλλογικοί πολιτικοί φορείς αλλά και ως μαζικές εγκληματικές οργανώσεις ταυτόχρονα.
Ο φασισμός γιγαντώθηκε ως απόρροια όχι μόνο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης (τέτοιες κρίσεις εμφανίζονται άλλωστε με αρκετή συχνότητα σε καπιταλιστικές κοινωνίες, χωρίς να τροφοδοτούν κατ' ανάγκη φασιστικά κινήματα), αλλά κυρίως της διάψευσης εθνικών προσδοκιών, κατά την επαύριο πολύνεκρων πολεμικών συρράξεων. Έστω και έτσι όμως, η δυναμική των φασιστικών κινημάτων δεν θα ήταν αρκετή για να τους εξασφαλίσει την τελική επικράτηση, αν δεν υπήρχε ανοχή των κρατικών μηχανισμών στις εγκληματικές πρακτικές τους και τελικά παράδοση της εξουσίας σ' αυτά.
Άρα ο φασισμός, έστω και αν φαίνεται να προέρχεται από την κοινωνία, δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς βοήθεια εκ των άνω, από τους (ως τότε) κατόχους της εξουσίας. Αναγκαία και ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση του φασισμού, προτού αυτός προλάβει να υλοποιήσει τα εγκληματικά του σχέδια, είναι επομένως η έγκαιρη και αποφασιστική αντίδραση των οργάνων του συνταγματικού κράτους, με βάση τους κανόνες της έννομης τάξης και ιδίως του ποινικού δικαίου. Εφόσον τα κρατικά όργανα επιτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τον νόμο, η συρρίκνωση του καρκινώματος είναι θέμα χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου