Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ «E» 31/03
Η προχθεσινή οξεία κοινοβουλευτική συζήτηση για θέματα διαφθοράς και παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη ανέδειξε για μια ακόμη φορά τα προβλήματα που υφίστανται από χρόνια σε ό,τι αφορά την κρίσιμη αυτή κρατική εξουσία και την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της έναντι των άλλων εξουσιών. Πέρα από τα συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία τέθηκαν, αναδεικνύεται η ανάγκη για θεσμικές παρεμβάσεις ώστε να θωρακιστεί η Δικαιοσύνη και η Δημοκρατία. Ενδεικτικά μπορούν να επισημανθούν τρεις τομές οι οποίες μπορούν να επέλθουν με νόμο (χωρίς να χρειάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος) και να συμβάλουν δραστικά στην κατεύθυνση αυτή.
Πρώτον, κατάργηση όλων των θέσεων αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, εκτός από μία για το καθένα, και παραμονή των υπηρετούντων σήμερα σε προσωποπαγείς θέσεις έως την αποχώρησή τους λόγω ορίου ηλικίας ή παραίτησης. Τα τμήματα των ανωτάτων δικαστηρίων μπορούν να προεδρεύονται από το αρχαιότερο μέλος. Ο ραγδαίος νομοθετικός πολλαπλασιασμός των αντιπροέδρων τα τελευταία χρόνια οδηγεί εν δυνάμει σε διαρκή επηρεασμό της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία και είναι και αμφίβολης συνταγματικότητας, αφού το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. κάνει λόγο για προαγωγή σε θέση «Αντιπροέδρου» και όχι «Αντιπροέδρων». Δεύτερον, νομοθετική παρέμβαση ώστε να περιορισθεί ή και εξαλειφθεί η διακριτική ευχέρεια των προϊσταμένων δικαστηρίων και εισαγγελιών κατά την ανάθεση των διαφόρων υποθέσεων στα μέλη του αντίστοιχου σχηματισμού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κατανομής των υποθέσεων βάσει παγίων καθ' ύλη κριτηρίων στα τμήματα ενός δικαστηρίου και με κλήρωση κατά τα λοιπά. Τούτο μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί και συνταγματικά επιβεβλημένο, αφού από την αρχή του νόμιμου δικαστή (άρθρο 8 παρ. 1 Συντ.) συνάγεται, κατά την ορθότερη γνώμη, ότι τα πρόσωπα τα οποία θα συγκροτήσουν κάθε φορά το δικαστήριο (κατ' επέκταση και ο εισαγγελικός λειτουργός ο αρμόδιος για κάθε υπόθεση) πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, και όχι επιλεκτικά.
Τρίτον, τροποποίηση του άρθρου 49 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) ώστε να διασφαλισθεί η εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Σε πρώτο στάδιο είναι συνταγματικά εφικτή η θέσπιση ενός ενδεικτικού συστήματος αντικειμενικών κριτηρίων (μορίων) όσον αφορά στις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστών και εισαγγελέων, με παράλληλη πρόβλεψη υποχρεωτικής αιτιολογίας σε περίπτωση που το αρμόδιο για τις ανωτέρω υπηρεσιακές μεταβολές ανώτατο δικαστικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά. Η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να αποδείξει ότι τολμά και μπορεί να κάνει τη διαφορά, εκεί όπου οι προκάτοχοί της δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν. Με αυτή την προσδοκία άλλωστε την επέλεξαν οι ψηφοφόροι και αυτήν πρέπει να δικαιώσει.
Η προχθεσινή οξεία κοινοβουλευτική συζήτηση για θέματα διαφθοράς και παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη ανέδειξε για μια ακόμη φορά τα προβλήματα που υφίστανται από χρόνια σε ό,τι αφορά την κρίσιμη αυτή κρατική εξουσία και την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της έναντι των άλλων εξουσιών. Πέρα από τα συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία τέθηκαν, αναδεικνύεται η ανάγκη για θεσμικές παρεμβάσεις ώστε να θωρακιστεί η Δικαιοσύνη και η Δημοκρατία. Ενδεικτικά μπορούν να επισημανθούν τρεις τομές οι οποίες μπορούν να επέλθουν με νόμο (χωρίς να χρειάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος) και να συμβάλουν δραστικά στην κατεύθυνση αυτή.
Πρώτον, κατάργηση όλων των θέσεων αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, εκτός από μία για το καθένα, και παραμονή των υπηρετούντων σήμερα σε προσωποπαγείς θέσεις έως την αποχώρησή τους λόγω ορίου ηλικίας ή παραίτησης. Τα τμήματα των ανωτάτων δικαστηρίων μπορούν να προεδρεύονται από το αρχαιότερο μέλος. Ο ραγδαίος νομοθετικός πολλαπλασιασμός των αντιπροέδρων τα τελευταία χρόνια οδηγεί εν δυνάμει σε διαρκή επηρεασμό της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία και είναι και αμφίβολης συνταγματικότητας, αφού το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. κάνει λόγο για προαγωγή σε θέση «Αντιπροέδρου» και όχι «Αντιπροέδρων». Δεύτερον, νομοθετική παρέμβαση ώστε να περιορισθεί ή και εξαλειφθεί η διακριτική ευχέρεια των προϊσταμένων δικαστηρίων και εισαγγελιών κατά την ανάθεση των διαφόρων υποθέσεων στα μέλη του αντίστοιχου σχηματισμού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κατανομής των υποθέσεων βάσει παγίων καθ' ύλη κριτηρίων στα τμήματα ενός δικαστηρίου και με κλήρωση κατά τα λοιπά. Τούτο μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί και συνταγματικά επιβεβλημένο, αφού από την αρχή του νόμιμου δικαστή (άρθρο 8 παρ. 1 Συντ.) συνάγεται, κατά την ορθότερη γνώμη, ότι τα πρόσωπα τα οποία θα συγκροτήσουν κάθε φορά το δικαστήριο (κατ' επέκταση και ο εισαγγελικός λειτουργός ο αρμόδιος για κάθε υπόθεση) πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, και όχι επιλεκτικά.
Τρίτον, τροποποίηση του άρθρου 49 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) ώστε να διασφαλισθεί η εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Σε πρώτο στάδιο είναι συνταγματικά εφικτή η θέσπιση ενός ενδεικτικού συστήματος αντικειμενικών κριτηρίων (μορίων) όσον αφορά στις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστών και εισαγγελέων, με παράλληλη πρόβλεψη υποχρεωτικής αιτιολογίας σε περίπτωση που το αρμόδιο για τις ανωτέρω υπηρεσιακές μεταβολές ανώτατο δικαστικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά. Η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να αποδείξει ότι τολμά και μπορεί να κάνει τη διαφορά, εκεί όπου οι προκάτοχοί της δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν. Με αυτή την προσδοκία άλλωστε την επέλεξαν οι ψηφοφόροι και αυτήν πρέπει να δικαιώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου