Άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ThePresident.gr
Το κείμενο της συμφωνίας Ελλάδας – ΠΓΔΜ που δόθηκε στη δημοσιότητα από την κυβέρνηση περιέχει μια αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα, σε σχέση προς τις άλλες διεθνείς συνθήκες. Το άρθρο 1 παρ. 4 της συμφωνίας αυτής προβλέπει ότι η ΠΓΔΜ θα προχωρήσει στην κύρωσή της από το δικό της κοινοβούλιο, στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος (εφόσον το αποφασίσει η ίδια) και στην αναθεώρηση του Συντάγματός της έως το τέλος του 2018. Μόνο μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής ανακύπτει υποχρέωση της Ελλάδας για κύρωση της συμφωνίας και μόλις συμβεί τούτο η τελευταία θα τεθεί σε ισχύ, όπως προβλέπει το άρθρο 2 παρ. 3, ενώ η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου συμπληρώνει ότι, εάν δεν τεθεί σε ισχύ, δεν δεσμεύει κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Η παραπάνω χρονική ακολουθία υποδηλώνει ότι η ίδια η ελληνική κυβέρνηση δεν αισθάνεται καθόλου βέβαιη για την επιτυχή διεκπεραίωση των εσωτερικών διαδικασιών κύρωσης στα Σκόπια και ουσιαστικά επιφυλάσσεται να δεσμευθεί μόνο εάν ολοκληρωθούν μέσα στο επόμενο εξάμηνο. Οι λόγοι της ανασφάλειας αυτής καθίστανται προφανείς μέσα από την εξέταση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος των Σκοπίων του 1991, όπως έχει τροποποιηθεί, σε συνδυασμό με την πολιτική πραγματικότητα στη γειτονική μας χώρα.
Το άρθρο 68 του Συντάγματος εκείνου προβλέπει ότι η Βουλή κυρώνει διεθνείς συμβάσεις, ενώ το 69 ορίζει ότι γενικά για τη λήψη αποφάσεων χρειάζεται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών της και η (απόλυτη) πλειοψηφία των παρόντων. Ειδικά όμως για την απόφαση για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος απαιτείται, κατά το άρθρο 73, η απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών και περαιτέρω για την αναθεώρηση του Συντάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 131, η πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου, (σε δύο μάλιστα φάσεις, τόσο διαπίστωση της ανάγκης αναθεώρησης, όσο και για την ολοκλήρωση της, χωρίς πάντως να χρειάζεται να μεσολαβήσουν βουλευτικές εκλογές, όπως αντίθετα συμβαίνει σ’ εμάς. Πριν από ένα χρόνο περίπου η κυβέρνηση Ζάεφ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή των Σκοπίων με 62 ψήφους επί συνόλου 120 βουλευτών, ενώ τις ίδιες συγκέντρωσε και φέτος τον Απρίλιο, όταν κατατέθηκε πρόταση μομφής από την εθνικιστική αντιπολίτευση του VMRO (υπέρ της πρότασης ψήφισαν 40 βουλευτές).
Καθίσταται άρα σαφές ότι η κυβέρνηση Ζάεφ διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία τόσο για την αρχική κοινοβουλευτική κύρωση της συμφωνίας, όσο και για την προκήρυξη δημοψηφίσματος, όχι όμως και για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπάρχουν αντιφατικές εκτιμήσεις, καθώς τον Ιανουάριο του 2018 μια δημοσκόπηση έδειξε στήριξη αλλαγής της ονομασίας (με στόχο την ένταξη σε ΕΕ και ΝΑΤΟ) σε ποσοστό 50% από τους σλαβόφωνους και 95% από αλβανόφωνους, ενώ σε άλλη δημοσκόπηση τα ποσοστά αυτά ανέρχονταν σε μόλις 15,6% και σε 81,4% αντίστοιχα. Ακόμη και μια θετική έκβαση του δημοψηφίσματος πάντως δεν φαίνεται, με βάση τις οικείες συνταγματικές διατάξεις, να μπορεί να οδηγήσει σε παράκαμψη της Βουλής στο ζήτημα της αναθεώρησης.
Με βάση λοιπόν τα σημερινά δεδομένα, το ενδεχόμενο να συγκεντρωθεί η απαραίτητη πλειοψηφία για συνταγματική αναθεώρηση στα Σκόπια φαίνεται μάλλον απίθανο. Το αντιπολιτευόμενο εθνικιστικό VMRO είναι το πρώτο κόμμα με 39% των ψήφων στις εκλογές του Δεκεμβρίου 2016 και 51 έδρες στις 120. Η Σοσιαλδημοκρατική Ένωση του Ζάεφ ήρθε δεύτερη, με 37% και 49 έδρες, ενώ τις υπόλοιπες 20 κατέλαβαν αλβανικά κόμματα. Η κυβέρνηση Ζάεφ στηρίζεται σε μια επισφαλή σύμπραξη με ορισμένα από τα κόμματα αυτά, όπου παρατηρούνται κατ’ επανάληψη τριβές των εταίρων. Εάν το VMRO εμμείνει μέχρι τέλους στην κάθετη αντίθεσή του προς τη συμφωνία, τότε το μόνο που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς θα ήταν η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, μήπως τυχόν οι εθνικιστές πέσουν κάτω από τις 40 έδρες και χάσουν τη δυνατότητα παρεμπόδισης της διαδικασίας.
Οι αβεβαιότητες επομένως από την πλευρά των Σκοπίων είναι τόσο πολλές, ώστε να μη μπορεί να προβλέψει κανείς αν τελικά η Βουλή των Ελλήνων θα κληθεί να την κυρώσει τον Ιανουάριο του 2019 ή αν όλα θα έχουν τελειώσει νωρίτερα. Σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση βέβαια ο κ. Τσίπρας θα έχει κερδίσει πολύτιμο πολιτικό χρόνο, αφού το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης θα έχει μετατοπισθεί για πολλούς μήνες από τη σκληρή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει η Ελλάδα στις εξελίξεις στα Σκόπια. Διαφορετικά, μένει να φανεί κατά πόσο η κυβέρνησή του θα μπορέσει να ξεπεράσει τον ογκώδη σκόπελο της διαφωνίας των δύο κυβερνητικών εταίρων για το εθνικό αυτό ζήτημα ή θα ναυαγήσει πάνω του.