Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Οι γελοιογραφίες του Charlie Hebdo // Τα σκίτσα του Μωάμεθ και ο ισλαμοφασισμός.

    

Κώστας Χρυσόγονος 

Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ


    Η σάτιρα έχει εγγενές το στοιχείο της γραφικής υπερβολής και άρα της επιθετικής απεικόνισης προσώπων ή καταστάσεων. Αυτό όμως ποτέ δεν θεωρήθηκε αρκετό για να απαγορευθεί, σε δημοκρατικές τουλάχιστον κοινωνίες, αφού σκοπός της δεν είναι να προκαλέσει το μίσος, αλλά το γέλιο. Συνεπώς δεν μπορώ να συμφωνήσω με την άποψη ότι «οι καρικατούρες (οι γελοιογραφίες του Charlie Hebdo) αποτελούν προφανώς έκφραση μίσους» και μάλιστα θρησκευτικού. Αντιθέτως, νομίζω ότι πρόκειται για θεμιτή άσκηση πολιτικής κριτικής, υπό σατιρική μορφή, έναντι πολιτικών ιδεών και πρακτικών, οι οποίες συγκροτούν την έννοια του ισλαμοφασισμού.

    Το 2015 δύο φανατικοί ισλαμιστές είχαν εισβάλει στα γραφεία της σατιρικής εφημερίδας Charlie Hebdo στο Παρίσι και δολοφόνησαν δώδεκα ανθρώπους, μεταξύ τους και τον εκδότη της εφημερίδας Stephane Charbonnier, επειδή θεώρησαν ότι ορισμένες γελοιογραφίες της εφημερίδας προσέβαλαν τη θρησκεία τους. Τον Οκτώβριο φέτος ένας Γάλλος εκπαιδευτικός, ο Samuel Paty, δολοφονήθηκε από άλλον φανατικό ισλαμιστή, αφού προηγουμένως είχε επιδείξει τις παραπάνω γελοιογραφίες στους μαθητές του, προσπαθώντας να τους εξηγήσει την ελευθερία της έκφρασης, με αποτέλεσμα κάποιοι/ κάποιες από εκείνους να τον καταγγείλουν στα social media. Πρόκειται για γεγονότα τα οποία προσομοιάζουν χαρακτηριστικά προς τη γενέθλια πράξη του ευρωπαϊκού φασισμού, δηλ. την εισβολή συμμορίας φίλων του Μπενίτο Μουσολίνι στα γραφεία της σοσιαλιστικής εφημερίδας Avanti στο Μιλάνο, τον Απρίλιο του 1919, με απολογισμό τέσσερεις νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. 

    Δεν υπάρχει βέβαια καμία αμφιβολία ότι οι δολοφονίες αυτές είναι αξιόποινες πράξεις. Το ερώτημα όμως είναι το κατά πόσο οι γελοιογραφίες συνιστούσαν έκφραση θρησκευτικού μίσους και η δημοσίευσή τους θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αξιόποινη εκδήλωση ρατσισμού. Την εκδοχή αυτή υποστήριξε πρόσφατα σε άρθρο του δημοσιευμένο στον ημερήσιο τύπο ένας από τους πιο διακεκριμένους Έλληνες δημοσιολόγους, ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Πέτρος Παραράς.

    Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, όταν δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά αυτές οι γελοιογραφίες το 2006, το γαλλικό Συμβούλιο για τη Μουσουλμανική Θρησκεία είχε ασκήσει αγωγή στα γαλλικά δικαστήρια, η οποία απορρίφθηκε αρμοδίως έναν χρόνο αργότερα. Στην πραγματικότητα άλλωστε οι γελοιογραφίες του Charlie Hebdo δεν σατίριζαν τον προφήτη Μωάμεθ ως ιστορικό πρόσωπο. Είναι μάλιστα ζήτημα ερμηνείας ποιό ακριβώς πρόσωπο απεικόνιζαν, δεδομένου ότι το όνομα «Μωάμεθ» είναι εξαιρετικά κοινό στους μουσουλμάνους. Από την εξέταση των γελοιογραφιών, που είναι ελεύθερα διαθέσιμες στο διαδίκτυο, καθίσταται προφανές ότι αντικείμενο της επιθετικής όντως σάτιρας του Charlie Hebdo ήταν όχι η ισλαμική θρησκεία καθ’ εαυτή, και πολύ περισσότερο ο ιδρυτής της πριν από 1400 χρόνια, αλλά σημερινές εκφάνσεις ισλαμικού ριζοσπαστισμού με σαφή πολιτική διάσταση, εκείνο δηλ. που θα μπορούσε να αποκληθεί ως «ισλαμοφασισμός» και υλοποιείται από οργανώσεις όπως το «Ισλαμικό Κράτος» στη Μέση Ανατολή, η «Μπόκο Χαράμ» στην Αφρική, η «Αλ Κάιντα» κ.ο.κ. 

    Γενικότερα η σάτιρα έχει εγγενές το στοιχείο της γραφικής υπερβολής και άρα της επιθετικής απεικόνισης προσώπων ή καταστάσεων, από την εποχή του Αριστοφάνη έως σήμερα. Χωρίς υπερβολή δεν υπάρχει σάτιρα. Αυτό όμως ποτέ δεν θεωρήθηκε αρκετό για να απαγορευθεί, σε δημοκρατικές τουλάχιστον κοινωνίες, αφού σκοπός της δεν είναι να προκαλέσει το μίσος, αλλά το γέλιο. Συνεπώς δεν μπορώ να συμφωνήσω με το συμπέρασμα του καθηγητή Παραρά ότι «οι παραπάνω καρικατούρες αποτελούν προφανώς έκφραση μίσους» και μάλιστα θρησκευτικού. Αντιθέτως, νομίζω ότι πρόκειται για θεμιτή άσκηση πολιτικής κριτικής, υπό σατιρική μορφή, έναντι πολιτικών ιδεών και πρακτικών, οι οποίες συγκροτούν την έννοια του ισλαμοφασισμού. 

    Εξάλλου το Charlie Hebdo δεν σατιρίζει μόνο τον ισλαμικό ριζοσπαστισμό, αλλά γενικότερα τη θρησκοληψία, όταν εκείνη εμφανίζεται και ως εκδοχή χριστιανισμού, ιουδαϊσμού κλπ. Εκεί μάλιστα η σάτιρα στρέφεται ξεκάθαρα και σε υπαρκτά πρόσωπα, όπως ο Πάπας, αλλά βέβαια κανένας καθολικός, φανατικός ή μη, δεν πραγματοποίησε δολοφονική επιδρομή στα γραφεία της εφημερίδας. 

    Στον πυρήνα του ισλαμοφασισμού βρίσκεται η επιδίωξη της επιβολής του ισλαμικού ιερού δικαίου (Σαρία) ως βάσης της κρατικής έννομης τάξης. Όπως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην απόφαση της 13.2.2003, υπόθεση Refah Partisi κ.ά. κατά Τουρκίας, παράγραφος 123, η Σαρία είναι σταθερή και αμετάβλητη, με αποτέλεσμα αρχές όπως ο πολιτικός πλουραλισμός ή η εξέλιξη των πολιτικών ελευθεριών να μην έχουν θέση σ’ αυτή. Το καθεστώς της αποκλίνει καταφανώς από τον σεβασμό προς τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδιαίτερα σε σχέση με το ποινικό δίκαιο (όπου προβλέπει την επιβολή ποινών όπως ακρωτηριασμός για κλοπή, λιθοβολισμός για μοιχεία, μαστίγωση για μέθη κλπ.) και την ποινική δικονομία, τους κανόνες της για τη νομική θέση των γυναικών και την επέμβασή της σε όλους τους τομείς του ιδιωτικού και δημόσιου βίου σύμφωνα με θρησκευτικά κριτήρια. Η ύπαρξη θρησκευτικών μειονοτήτων σε τέτοια κράτη γίνεται απλώς ανεκτή, στη βάση όμως ενός ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος για τα μέλη τους, διαφορετικού και σε μεγάλο βαθμό μειονεκτικού έναντι εκείνου των μουσουλμάνων. Κατ’ επέκταση της λογικής αυτής, εκδήλωση ισλαμοφασισμού συνιστά και η απαίτηση καταστολής της ελευθερίας της έκφρασης ακόμη και σε κοσμικά κράτη, με την άσκηση ανθρωποκτόνου βίας, όταν οι ίδιοι οι ισλαμοφασίστες κρίνουν ότι προσβάλλονται. 

    Αντί άλλου επιλόγου μπορεί να προστεθεί εδώ ότι το 2012, αφού είχε προηγηθεί βομβιστική επίθεση εναντίον του Charlie Hebdo (χωρίς θύματα τότε), ο Stephane Charbonnier ρωτήθηκε σε συνέντευξή του σε άλλο μέσο ενημέρωσης αν φοβάται για τη ζωή του. Η απάντησή του ήταν «Δεν φοβάμαι τα αντίποινα. Προτιμώ να πεθάνω όρθιος παρά να ζήσω γονατιστός». Αυτή είναι η προσήκουσα απάντηση στον ισλαμοφασισμό. 


*κείμενό μου δημοσιευμένο στο Syntagma Watch (https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/oi-geloiografies-tou-charlie-hebbo-ta-skitsa-tou-moameth-kai-o-islamofasismos-apopsi-ii/) 

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Οι Έλληνες πολίτες αρμόδιοι για την πολιτική καταδίκη της "Χρυσής Αυγής", άρθρο μου στα ΝΕΑ 9.10.2020

 Η ποινική καταδίκη στελεχών της «Χρυσής Αυγής» για τις εγκληματικές

πράξεις τους έρχεται με πολυετή καθυστέρηση, η οποία είναι δυστυχώς

χαρακτηριστική για τους ρυθμούς απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας.

Θα ακολουθήσει άλλωστε η κατ΄ έφεση δίκη και ενδεχομένως η αναιρετική διαδικασία

στον Άρειο Πάγο, ενώ δεν αποκλείεται μετά από όλα αυτά να ασκηθούν και

προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνεπώς η

πολύκροτη αυτή υπόθεση θα συνεχίσει να μας απασχολεί για χρόνια.

Όσο για το πολιτικό σκέλος του ζητήματος, η καταδίκη αφορά συγκεκριμένα

πρόσωπα και όχι το πολιτικό κόμμα ως τέτοιο. Διαδικασία απαγόρευσης του

τελευταίου δεν υφίσταται στην ελληνική έννομη τάξη και άρα μπορεί να ξαναδούμε

εκλογικούς συνδυασμούς του νεοναζιστικού μορφώματος στις επόμενες εκλογές.

Εξάλλου η παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων έχει

καταργηθεί το 2019 και επομένως οι καταδικασθέντες μπορούν να εκθέσουν εκ νέου

υποψηφιότητες, ακόμη και αν κρατούνται στις φυλακές. Άλλωστε και χωρίς τη

νομοθετική τροποποίηση του 2019 θα απαιτούνταν αμετάκλητη καταδίκη (δηλ.

απόρριψη των εφέσεων και αναιρέσεων) και τούτο δεν θα προλάβαινε να συμβεί έως

το 2023. Η τυχόν επαναφορά της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων στον Ποινικό

Κώδικα δεν μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, να έχει

αναδρομική ισχύ και άρα δεν οδηγεί στη μη εκλογιμότητα των καταδικασθέντων.

Συμπερασματικά, η ποινική δικαιοσύνη έκρινε τους Μιχαλολιάκο και σια από

ποινική άποψη και τους καταδίκασε. Για την πολιτική τους καταδίκη όμως μόνο

αρμόδιο είναι το εκλογικό σώμα.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Ο φασισμός είναι εγκληματική ιδεολογία, άρθρο μου στον Φιλελεύθερο (10-11/10/2020)

 

Ο φασισμός, τόσο στο ιταλικό του πρωτότυπο όσο και στη γερμανική του εκδοχή ως ναζισμός, αλλά και στις μετέπειτα επανεμφανίσεις του σε διάφορες χώρες, είναι μια εγκληματική ιδεολογία. Τα φασιστικά κόμματα δεν αντιμετωπίζουν την (ανθρωποκτόνο) βία ως ένα απλό μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευκαιριακά για την επίτευξη πολιτικών στόχων, αλλά την εξιδανικεύουν ως ανώτερη μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία διακρίνει τους ισχυρούς/ευγενείς (και μάλιστα όχι μόνο άτομα, αλλά και λαούς) από τους ασθενείς/εκφυλισμένους. Και περαιτέρω επιδίδονται συστηματικά στη χρήση βίας, όχι μόνον με πολιτικά αλλά και με φυλετικά ή άλλα κριτήρια. Συνεπώς τα κόμματα αυτά έχουν διφυή υπόσταση, ως συλλογικοί πολιτικοί φορείς αλλά και ως μαζικές εγκληματικές οργανώσεις ταυτόχρονα.

Η ιστορική εμπειρία πάντως δείχνει ότι η απήχηση των φασιστικών/ναζιστικών κινημάτων στην κοινωνία δεν είναι ποτέ πλειοψηφική, ώστε να τα οδηγήσει στην εξουσία με καθαρά κοινοβουλευτικά μέσα. Όταν το κράτος αρνείται να υποταχθεί και τα ποινικά δικαστήρια εφαρμόζουν τους νόμους, τότε ο φασισμός καθηλώνεται και η επιρροή του, με την πάροδο του χρόνου μετά το αφετηριακό του γεγονός (π.χ. μια οξεία οικονομική κρίση), εξασθενεί. Στην Ιταλία όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και στη Γερμανία το 1932-33 το κράτος σταδιακά παραδόθηκε στους φασίστες/ναζιστές, καταστρατηγώντας, ανοικτά ή συγκαλυμένα, τους θεσμούς (βλ. αναλυτικότερα, Κ. Χρυσόγονου, Το κράτος ως μορφή οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, 2η έκδ. 2020, σ. 729 επ., 736 επ.).

Η Ελλάδα της δεκαετίας του 2010 αποδείχθηκε πως ήταν μια κοινωνία τελείως διαφορετική από την Ιταλία της δεκαετίας του 1920 ή τη Γερμανία της δεκαετίας του 1930 και έτσι το νεοναζιστικό μόρφωμα οδεύει προς τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει, δηλ. στα απορρίμματα της ιστορίας. Η πολιτική του καταδίκη έχει ήδη απαγγελθεί από το εκλογικό σώμα, το οποίο απέβαλε τη «Χρυσή Αυγή» από τη Βουλή στις εκλογές του 2019. Τώρα, έρχεται, έστω με μεγάλη καθυστέρηση (επτά ολόκληρα χρόνια μετά τη δολοφονία Φύσσα), και η ποινική καταδίκη από την ελληνική δικαιοσύνη. Ας ελπίσουμε ότι όλα αυτά δεν θα τα ζήσουμε ποτέ ξανά.


Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Η οριοθέτηση των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο

 

Κώστας Χρυσόγονος

Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ

 

Η ελληνοτουρκική διαφορά σε σχέση  με την οριοθέτηση των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο θα ήταν εύκολο να επιλυθεί, αν η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να συμπεριφερθεί ως πολιτισμένη χώρα. Η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (γνωστή και ως σύμβαση του Montego Bay), την οποία έχει υπογράψει η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών του ΟΗΕ, προβλέπει, στο άρθρο 287 την επίλυση των σχετικών διαφορών με την προσφυγή είτε στο Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας (με έδρα σήμερα το Αμβούργο), που ιδρύθηκε με τη Σύμβαση αυτή, είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είτε σε διαιτησία (κατόπιν συμφωνίας των μερών). Επί της ουσίας το άρθρο 121 της ίδιας Σύμβασης κατοχυρώνει τα δικαιώματα των νησιών σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, με την εξαίρεση των βραχονησίδων που δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζώνη. Ωστόσο, η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση αυτή, επειδή κατά τις προπαρασκευαστικές διαδικασίες δεν είχαν γίνει δεκτές οι αξιώσεις της, και αξιώνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να καθορίσει η ίδια το καθεστώς του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, στηριγμένη στο δίκαιο της πυγμής.

Η τουρκική διεκδίκηση του μισού Αιγαίου από το 1974 και μεγάλου μέρους της Ανατολικής Μεσογείου, με την πρόσφατη καρικατούρα της «γαλάζιας πατρίδας», εντάσσεται στη χιτλερικής έμπνευσης λογική της κατάκτησης ζωτικού χώρου από ένα έθνος που ασφυκτιά, υποτίθεται, μέσα στα καθορισμένα από το διεθνές δίκαιο όριά του. Δεν είναι μια διεκδίκηση βασισμένη στο δίκαιο, αλλά στρεφόμενη κατά του υφιστάμενου διεθνούς δικαίου, του οποίου ετσιθελικά αρνείται να αναγνωρίσει την ύπαρξη και διεκδικεί την ανατροπή του. Συνδυάζεται, εξάλλου, με την ρητή, στην περίπτωση του Αιγαίου (σύμφωνα με το από 8.6.1995 ψήφισμα της τουρκικής εθνοσυνέλευσης περί causus belli αν η Ελλάδα ασκήσει το αναφαίρετο κυριαρχικό της δικαίωμα, κατά το δίκαιο της θάλασσας, για επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 μίλια), ή σαφώς υπονοούμενη, στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου, απειλή χρήσης βίας, κατά προφανή παράβαση του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Ουσιαστικά πρόκειται για μια νεοναζιστική προσέγγιση του ζητήματος των διεθνών σχέσεων στην περιοχή μας.

Ο διάλογος με την Τουρκία, τον οποίο μας συνιστούν διάφοροι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (κυρίως η Γερμανία), δεν έχει, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, καμία πιθανότητα επιτυχίας. Ελληνοτουρκικός διάλογος, άλλωστε, σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων των Υπουργείων Εξωτερικών, διεξάχθηκε επί δεκαετίες,  έως το 2016, χωρίς να αποφέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, μάλιστα, σταδιακά η Τουρκία αποθρασύνεται ολοένα και περισσότερο, προβάλλοντας νέες εξωφρενικές θεωρίες περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο και τη…. Γαύδο (!), ανακινώντας ζήτημα Δυτικής Θράκης κ.ά.

Όλα αυτά οφείλονται κατά βάθος στο γεγονός ότι η τουρκική κοινωνία δεν έχει βιώσει την τραυματική εμπειρία του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και ότι ο πολιτικός της πολιτισμός συμπεριλαμβάνει και αποδέχεται τη χρήση βίας ως θεμιτής ή και «ηρωικής» πρακτικής. Τούτο ισχύει τόσο στο εξωτερικό της χώρας αυτής, με επιχειρήσεις των ενόπλων δυνάμεών της κατά καιρούς εκτός των συνόρων της (Κύπρος, Συρία, βόρειο Ιράκ, Λιβύη), όσο και στο εσωτερικό, με επανειλημμένα πραξικοπήματα (το 1960, το 1971, το 1982 και το 2016), καθώς και με την αιματοχυσία διαρκείας σε βάρος των Κούρδων. Αντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες, ύστερα από τον Αρμαγεδώνα των ετών 1939-1945, προσχώρησαν βαθμιαία σε λογικές ειρηνικής επίλυσης των πολιτικών διαφορών, εσωτερικών και διεθνών, η τουρκική κοινωνία εξακολουθεί να είναι εθισμένη στην οργανωμένη άσκηση βίας σε μαζική κλίμακα. Γι’ αυτό, άλλωστε, το επίσημο τουρκικό κράτος εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αρνείται τις γενοκτονίες σε βάρος των Αρμενίων και του μικρασιατικού και ποντιακού ελληνισμού, σε αντίθεση π.χ. προς το γερμανικό κράτος, που έχει αποδεχθεί εδώ και πολλές δεκαετίες τις ευθύνες του για το εβραϊκό Ολοκαύτωμα.

Καμία ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορούσε να ενδώσει, έστω κατά ένα μέρος, στις τουρκικές αξιώσεις χωρίς να χάσει σχεδόν αυτόματα την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία και το λαϊκό της έρεισμα. Άρα, ρεαλιστική προοπτική επίτευξης συμφωνίας είναι παντελώς ανύπαρκτη. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει σε δικαιοδοτική επίλυση από το δικαστήριο της Χάγης ή του Αμβούργου, διότι γνωρίζει ότι θα κατέληγε σε εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και απόρριψη της ουσίας των διεκδικήσεών της (σημειωτέον ότι η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ενσωματώνει κατά βάση το προϋπάρχον εθιμικό δίκαιο και άρα δεσμεύει ακόμα και χώρες που δεν την υπέγραψαν).

Η μόνη ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος, όχι από την ελληνική, αλλά από την ευρωπαϊκή οπτική γωνία, είναι η επίδειξη πραγματικής αλληλεγγύης απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο. Τούτο, πέρα από νομική υποχρέωση των κρατών-μελών της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 7 της ιδρυτικής Συνθήκης της, είναι και πρακτική αναγκαιότητα για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση της τελευταίας. Αν η Ένωση παραμείνει απαθής σ’ ένα «θερμό επεισόδιο», το οποίο θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή λόγω της ακραίας τουρκικής προκλητικότητας, τότε θα αποδεικνυόταν στην πράξη ότι το ευρωπαϊκό όραμα είναι νεκρό και ότι η ίδια δεν μπορεί ή δεν θέλει να εγγυηθεί ούτε τα στοιχειώδη για τα κράτη-μέλη της. Προκειμένου να αποτραπεί μια τέτοια προοπτική, θα πρέπει και άλλα ευρωπαϊκά κράτη να ακολουθήσουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το παράδειγμα της Γαλλίας, που έστειλε σιωπηρό αλλά ισχυρό μήνυμα με τη στάθμευση πολεμικών αεροσκαφών της στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Πάφου. Και, βέβαια, παράλληλα προς αυτό χρειάζεται η σταδιακή επιβολή πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων, ικανών να συνετίσουν το τουρκικό καθεστώς και να το αποτρέψουν από περαιτέρω τυχοδιωκτισμούς.


*κείμενό μου δημοσιευμένο στο Ελληνικό Παρατηρητήριο τ.95, Αύγουστος 2020

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Γράφουν ιστορία οι παρέες...


Άρθρο μου, δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Τα Νέα", 8.7.2020

Οι τελευταίες αποκαλύψεις σχετικά με παρα-τηλεοπτικές δραστηριότητες του τέως υπουργού Νίκου Παππά θέτουν, εάν και εφόσον αληθεύουν, ζητήματα με προφανή ποινική διάσταση. Θα πρέπει συνεπώς να αναμείνουμε τη δικαστική διερεύνησή τους και να μη σπεύδουμε να βγάζουμε παρακινδυνευμένα συμπεράσματα. Παρά ταύτα μπορεί να γίνει ένας πρώτος πολιτικός σχολιασμός τόσο για την υπόθεση αυτή, όσο και για τη συναφή περίπτωση Παπαγγελόπουλου.
Είναι σαφές ότι αμφότεροι οι πρώην υπουργοί ήταν πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος και της απόλυτης εμπιστοσύνης του Αλέξη Τσίπρα. Ο πρώτος από αυτούς επανήλθε στην Ελλάδα ύστερα από μακρόχρονη απουσία στο εξωτερικό λόγω της προσωπικής του γνωριμίας με τον πρώην πρωθυπουργό (τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και εισήλθε στην πολιτική ως ο παρασκηνιακά πανίσχυρος διευθυντής  του γραφείου του, για να αναλάβει στη συνέχεια υπουργικά αξιώματα στις κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ο δεύτερος προέρχεται από διπλή μεταγραφή, πρώτα από το εισαγγελικό σώμα στη διοίκηση της ΕΥΠ (!) επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή και στη συνέχεια στο υπουργείο Δικαιοσύνης επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, και πάλι χάρη σε προσωπική γνωριμία με τον πρώην πρωθυπουργό.    
Παρόμοιες προσωπικές διαδρομές αφήνουν να εννοηθεί ότι ο τελευταίος είχε οικοδομήσει έναν περίγυρο προσώπων όχι με θεσμικά ή πολιτικά κριτήρια, αλλά με σκοπό να διαθέτει έμπιστους ανθρώπους για ειδικές αποστολές. Τούτο εντασσόταν στο πλαίσιο της ταχύτατης μετάλλαξής του, στο πρώτο μισό του 2015, από πρώτο μεταξύ (εσωκομματικών)  ίσων σε ένα πολυτασικό κόμμα, όπως ήταν ως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ, σε απόλυτο κομματικό μονάρχη, ο οποίος χρειαζόταν βέβαια τη δική του αυλή, όπως και κάθε άλλος ηγεμόνας.
Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με νέους και πιο δημοκρατικούς, σε σχέση με τα παλιά κόμματα εξουσίας, τρόπους λειτουργίας που υποσχόταν στο παρελθόν ο Αλέξης Τσίπρας. Ήταν ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος όμως στην πράξη αποδείχθηκε πιο παλιός από το παλιό σύστημα, που το κατήγγελε με τόσο πάθος σε κάθε ευκαιρία. Στην πραγματικότητα η πρωθυπουργία του απλώς επιβεβαίωσε τη διαχρονική ισχύ του σαββοπουλικού στίχου «φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα και ιστορία οι παρέες».         

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Φαύλος κύκλος και αλλαγή νοοτροπίας

Φαύλος κύκλος και αλλαγή νοοτροπίας

άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Τα Νέα", 25.6.2020

Στη μετεκλογική περίοδο το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει σταματήσει να παράγει θεατρικά δρώμενα και στην εσωτερική επικαιρότητα κυριαρχούν το αστυνομικό δελτίο και η κατάθλιψη του κορωνοϊού. Έτσι η υπόθεση της μαζικής αγοράς ακινήτων από τον επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και της ενοικίασής τους σε ΜΚΟ για πρόσφυγες και/ή μετανάστες ήταν φυσικό να προσελκύσει την προσοχή των ΜΜΕ και του φιλοθεάμονος κοινού. Η αρνητική δημοσιότητα, καθώς και η αντίδραση του δεύτερου σε σειρά αρχαιότητας ευρωβουλευτή του, ανάγκασαν τον πρόεδρο του κόμματος να συγκαλέσει συνεδρίαση της ευρωομάδας και να εκδώσει σχετικό δελτίο τύπου.
Όλα αυτά, πίσω από τη γραφική τους διάσταση, κρύβουν παθογένειες του ελληνικού δημόσιου βίου. Το «πόθεν έσχες» των πολιτικών προσώπων δεν γίνεται αντικείμενο ουσιαστικού ελέγχου, κατά συστηματικό και διαρκή τρόπο, από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας. Εφόσον η τελευταία δεν μπορεί, ή δεν θέλει, να αντιμετωπίσει με τον προσήκοντα θεσμικό τρόπο τις αφανείς ροές του «πολιτικού χρήματος», οι οποίες είναι κοινό μυστικό ότι υφίστανται (και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα και σε βάθος χρόνου), απομένουν μόνο οι δημοσιογράφοι που προσπαθούν να αποκομίσουν ειδήσεις από τη δημοσίευση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών.
Ακόμη πιο ελλειμματική είναι η εσωτερική θεσμική λειτουργία των κομμάτων. Η προχθεσινή συνεδρίαση της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με τον πρόεδρο του κόμματος ήταν η πρώτη μετά τις ευρωεκλογές του 2019, ή τουλάχιστον η πρώτη που έλαβε κάπως ευρεία δημοσιότητα. Στα περίπου 3,5 χρόνια της συμμετοχής μου σ΄ εκείνη (από τον Μάιο του 2014 ως τον Οκτώβριο του 2017), τέτοιες συνεδριάσεις είχαν λάβει χώρα μόλις δύο φορές, ενώ σχεδόν εξίσου σπάνιες και πολιτικά ακόμη πιο ανούσιες είναι οι συνεδριάσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε το πρόβλημα δεν αφορά μόνο αυτόν, αλλά και τα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το καθένα. 
Οι εσωκομματικές διαδικασίες στη χώρα μας είναι αραιές, έχουν συχνά τελετουργικό ή διεκπεραιωτικό χαρακτήρα και το ενδιαφέρον τους περιορίζεται στην ανάδειξη προσώπων σε θέσεις κομματικής εξουσίας. Ουσιαστική πολιτική συζήτηση δεν γίνεται στα συλλογικά όργανα των κομμάτων, αφού εκεί θα ερμηνευόταν ως «εσωστρέφεια», παρά μόνο κατά συνωμοτικό τρόπο πίσω από κλειστές πόρτες και τελικά οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον αρχηγό και μικρή ομάδα έμπιστων συμβούλων του. Τα θεσμικά ελλείμματα και η αδιαφάνεια συνδυάζονται και δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο, με αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο για την ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά και για την ποιότητα των πολιτικών αποφάσεων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η αξιοθρήνητη επιλογή κυβερνητικού εταίρου εν μία νυκτί τον Ιανουάριο του 2015 προσωπικά από τον Αλέξη Τσίπρα, χωρίς να ερωτηθεί κανένα κομματικό όργανο). Η θραύση του φαύλου κύκλου θα ήταν εφικτή μόνο αν άλλαζαν νοοτροπία τόσο οι πολιτικοί, όσο όμως και οι πολίτες. Προς το παρόν τίποτα τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα


Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Η φοβία απέναντι στην πρόοδο - Άρθρο μου δημοσιευμένο στις 26.05.2020 στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"


Κώστας Χ. Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.

Η φοβία απέναντι στην πρόοδο
Η απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΟΣΔ) της 5ης Μαΐου 2020 σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει προκαλέσει ένα κλίμα ανησυχίας, έως πανικού, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η ίδια η (γερμανίδα) πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επέκρινε δριμύτατα την αμφισβήτηση της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και έκανε λόγο για το ενδεχόμενο κίνησης διαδικασίας σε βάρος της Γερμανίας για παραβίασή του. Στην πραγματικότητα όμως όλα αυτά είναι στο παρόν στάδιο κάπως πρόωρα.
Γεγονός είναι ότι η απόφαση του ΟΣΔ δημιουργεί ένα επικίνδυνο νομολογιακό προηγούμενο, με την έννοια ότι απορρίπτει ως καταφανώς αβάσιμη και μη υποστηρίξιμη (!) την προηγηθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για το ίδιο ζήτημα. Το ΔΕΕ είχε κρίνει τον Δεκέμβριο του 2018, ύστερα μάλιστα από την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από το ίδιο το ΟΣΔ, ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ είναι σύμφωνο με το ενωσιακό δίκαιο. Τώρα το ΟΣΔ επανέρχεται και, παραμερίζοντας την απόφαση του ΔΕΕ, απαγορεύει στην γερμανική κεντρική τράπεζα (την Bundesbank) να συνεχίσει να συμμετέχει στην εκτέλεση του παραπάνω προγράμματος της ΕΚΤ, μετά την πάροδο τριμήνου (δηλ. από τις αρχές Αυγούστου 2020), εκτός εάν το Συμβούλιο της ΕΚΤ αιτιολογήσει επαρκώς την οικονομική αναγκαιότητα του προγράμματος μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα.
Αυτό το «εκτός αν» είναι το κρίσιμο σημείο. Κατ’ ουσία δηλ. πρόκειται απλώς για μια ακόμη προειδοποιητική βολή, από τις πολλές που έχουν προέλθει από το ΟΣΔ σε σχέση με την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η φοβία απέναντι στην πρόοδο της τελευταίας και ο συνταγματικός καθαγιασμός του εθνικού (=γερμανικού) κράτους και των οργάνων του χαρακτήριζαν τα σκεπτικά μιας ολόκληρης σειράς αποφάσεων του ΟΣΔ στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερη τη σχετική με τη συνταγματικότητα της συνθήκης του Μάαστριχτ του 1992 (εκδόθηκε το 1995), χωρίς όμως ποτέ να φθάσουν ως το «δια ταύτα», δηλ. ως την παρεμπόδιση της γερμανικής συμμετοχής. Το ίδιο το ΟΣΔ εξάλλου είτε επανερχόταν και διόρθωνε, με εύσχημο τρόπο, τις εθνοκρατικές εξάρσεις του είτε απλώς τις λησμονούσε.
Με βάση επομένως την ιστορική εμπειρία είναι πιθανόν και η νέα απόφαση του ΟΣΔ να συνιστά άσφαιρα πυρά και οι εξηγήσεις της ΕΚΤ να κριθούν τελικά ικανοποιητικές, όταν υποβληθεί νέα προσφυγή από διάφορους «ανησυχούντες» Γερμανούς πολίτες. Είναι άλλωστε προφανές ότι σε περίπτωση άμεσης διακοπής του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ τα επιτόκια δανεισμού της Ιταλίας (και όχι μόνο) θα εκτιναχθούν σε τέτοια ύψη, ώστε να κινδυνεύσει σοβαρά με κατάρρευση ή έστω με συρρίκνωση τόσο η ευρωζώνη όσο ενδεχομένως και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρεμπιπτόντως, τούτο θα οδηγούσε στην de facto απώλεια μεγάλου μέρους των περίπου ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ (!) που έχουν τοποθετημένα η Bundesbank στο σύστημα Target – 2 της ΕΚΤ και το γερμανικό κράτος στον ΕΜΣ.
Με άλλες λέξεις, η απόφαση της 5ης Μαΐου του ΟΣΔ ενδέχεται να μετουσιωθεί στην πράξη απλώς σε ένα μέσο άσκησης πίεσης από τη Bundesbank και τη γερμανική κυβέρνηση προς τους εταίρους τους, για τη σταδιακή μείωση του ρυθμού αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, την οποία ούτως ή άλλως ποτέ δεν την είχαν δει με ιδιαίτερη συμπάθεια, και όχι σε ένα κέλευσμα ρήξης. Όλα αυτά πάντως υπογραμμίζουν για μια ακόμη φορά πόσο σοβαρές και πολύπλευρες είναι οι αμφισβητήσεις και τα προσκόμματα που ανακύπτουν στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και πόσο ανοικτή, από νομική, πολιτική και τελικά ιστορική άποψη, παραμένει η τελική της έκβαση.