Κώστας Χρυσόγονος
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Η ελληνοτουρκική διαφορά σε σχέση με την οριοθέτηση των ΑΟΖ στην Ανατολική
Μεσόγειο θα ήταν εύκολο να επιλυθεί, αν η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να
συμπεριφερθεί ως πολιτισμένη χώρα. Η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της
Θάλασσας του 1982 (γνωστή και ως σύμβαση του Montego Bay), την οποία έχει υπογράψει η συντριπτική πλειοψηφία
των κρατών-μελών του ΟΗΕ, προβλέπει, στο άρθρο 287 την επίλυση των σχετικών
διαφορών με την προσφυγή είτε στο Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας (με έδρα
σήμερα το Αμβούργο), που ιδρύθηκε με τη Σύμβαση αυτή, είτε στο Διεθνές
Δικαστήριο της Χάγης είτε σε διαιτησία (κατόπιν συμφωνίας των μερών). Επί της
ουσίας το άρθρο 121 της ίδιας Σύμβασης κατοχυρώνει τα δικαιώματα των νησιών σε
ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, με την εξαίρεση των βραχονησίδων που δεν μπορούν να
συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζώνη. Ωστόσο, η Τουρκία
δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση αυτή, επειδή κατά τις προπαρασκευαστικές
διαδικασίες δεν είχαν γίνει δεκτές οι αξιώσεις της, και αξιώνει, ούτε λίγο ούτε
πολύ, να καθορίσει η ίδια το καθεστώς του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου,
στηριγμένη στο δίκαιο της πυγμής.
Η τουρκική διεκδίκηση του μισού Αιγαίου από το 1974 και
μεγάλου μέρους της Ανατολικής Μεσογείου, με την πρόσφατη καρικατούρα της
«γαλάζιας πατρίδας», εντάσσεται στη χιτλερικής έμπνευσης λογική της κατάκτησης
ζωτικού χώρου από ένα έθνος που ασφυκτιά, υποτίθεται, μέσα στα καθορισμένα από
το διεθνές δίκαιο όριά του. Δεν είναι μια διεκδίκηση βασισμένη στο δίκαιο, αλλά
στρεφόμενη κατά του υφιστάμενου διεθνούς δικαίου, του οποίου ετσιθελικά
αρνείται να αναγνωρίσει την ύπαρξη και διεκδικεί την ανατροπή του. Συνδυάζεται,
εξάλλου, με την ρητή, στην περίπτωση του Αιγαίου (σύμφωνα με το από 8.6.1995
ψήφισμα της τουρκικής εθνοσυνέλευσης περί causus belli αν η Ελλάδα
ασκήσει το αναφαίρετο κυριαρχικό της δικαίωμα, κατά το δίκαιο της θάλασσας, για
επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 μίλια), ή σαφώς υπονοούμενη, στην
περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου, απειλή χρήσης βίας, κατά προφανή παράβαση
του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Ουσιαστικά πρόκειται για
μια νεοναζιστική προσέγγιση του ζητήματος των διεθνών σχέσεων στην περιοχή μας.
Ο διάλογος με την Τουρκία, τον οποίο μας συνιστούν διάφοροι
εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (κυρίως η Γερμανία), δεν έχει, κάτω από αυτές
τις προϋποθέσεις, καμία πιθανότητα επιτυχίας. Ελληνοτουρκικός διάλογος,
άλλωστε, σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων των Υπουργείων Εξωτερικών, διεξάχθηκε επί
δεκαετίες, έως το 2016, χωρίς να
αποφέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, μάλιστα, σταδιακά η Τουρκία
αποθρασύνεται ολοένα και περισσότερο, προβάλλοντας νέες εξωφρενικές θεωρίες
περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο και τη…. Γαύδο (!), ανακινώντας ζήτημα Δυτικής
Θράκης κ.ά.
Όλα αυτά οφείλονται κατά βάθος στο γεγονός ότι η τουρκική
κοινωνία δεν έχει βιώσει την τραυματική εμπειρία του δεύτερου παγκόσμιου
πολέμου και ότι ο πολιτικός της πολιτισμός συμπεριλαμβάνει και αποδέχεται τη
χρήση βίας ως θεμιτής ή και «ηρωικής» πρακτικής. Τούτο ισχύει τόσο στο
εξωτερικό της χώρας αυτής, με επιχειρήσεις των ενόπλων δυνάμεών της κατά
καιρούς εκτός των συνόρων της (Κύπρος, Συρία, βόρειο Ιράκ, Λιβύη), όσο και στο
εσωτερικό, με επανειλημμένα πραξικοπήματα (το 1960, το 1971, το 1982 και το
2016), καθώς και με την αιματοχυσία διαρκείας σε βάρος των Κούρδων. Αντίθετα με
τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες, ύστερα από τον Αρμαγεδώνα των ετών
1939-1945, προσχώρησαν βαθμιαία σε λογικές ειρηνικής επίλυσης των πολιτικών
διαφορών, εσωτερικών και διεθνών, η τουρκική κοινωνία εξακολουθεί να είναι
εθισμένη στην οργανωμένη άσκηση βίας σε μαζική κλίμακα. Γι’ αυτό, άλλωστε, το
επίσημο τουρκικό κράτος εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αρνείται τις
γενοκτονίες σε βάρος των Αρμενίων και του μικρασιατικού και ποντιακού
ελληνισμού, σε αντίθεση π.χ. προς το γερμανικό κράτος, που έχει αποδεχθεί εδώ
και πολλές δεκαετίες τις ευθύνες του για το εβραϊκό Ολοκαύτωμα.
Καμία ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορούσε να ενδώσει, έστω κατά
ένα μέρος, στις τουρκικές αξιώσεις χωρίς να χάσει σχεδόν αυτόματα την
κοινοβουλευτική της πλειοψηφία και το λαϊκό της έρεισμα. Άρα, ρεαλιστική
προοπτική επίτευξης συμφωνίας είναι παντελώς ανύπαρκτη. Από την άλλη πλευρά, η
Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει σε δικαιοδοτική επίλυση από το
δικαστήριο της Χάγης ή του Αμβούργου, διότι γνωρίζει ότι θα κατέληγε σε
εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και απόρριψη της ουσίας των διεκδικήσεών της
(σημειωτέον ότι η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ενσωματώνει κατά
βάση το προϋπάρχον εθιμικό δίκαιο και άρα δεσμεύει ακόμα και χώρες που δεν την
υπέγραψαν).
Η μόνη ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος, όχι από την
ελληνική, αλλά από την ευρωπαϊκή οπτική γωνία, είναι η επίδειξη πραγματικής
αλληλεγγύης απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο. Τούτο, πέρα από νομική
υποχρέωση των κρατών-μελών της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 7 της
ιδρυτικής Συνθήκης της, είναι και πρακτική αναγκαιότητα για τη μακροπρόθεσμη
επιβίωση της τελευταίας. Αν η Ένωση παραμείνει απαθής σ’ ένα «θερμό επεισόδιο»,
το οποίο θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή λόγω της ακραίας τουρκικής
προκλητικότητας, τότε θα αποδεικνυόταν στην πράξη ότι το ευρωπαϊκό όραμα είναι
νεκρό και ότι η ίδια δεν μπορεί ή δεν θέλει να εγγυηθεί ούτε τα στοιχειώδη για
τα κράτη-μέλη της. Προκειμένου να αποτραπεί μια τέτοια προοπτική, θα πρέπει και
άλλα ευρωπαϊκά κράτη να ακολουθήσουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το
παράδειγμα της Γαλλίας, που έστειλε σιωπηρό αλλά ισχυρό μήνυμα με τη στάθμευση
πολεμικών αεροσκαφών της στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Πάφου. Και, βέβαια,
παράλληλα προς αυτό χρειάζεται η σταδιακή επιβολή πολιτικών και οικονομικών
κυρώσεων, ικανών να συνετίσουν το τουρκικό καθεστώς και να το αποτρέψουν από
περαιτέρω τυχοδιωκτισμούς.
*κείμενό μου δημοσιευμένο στο Ελληνικό Παρατηρητήριο τ.95, Αύγουστος 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου