Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ 10/11
Τις τελευταίες εβδομάδες έγινε επανειλημμένα λόγος για την πιθανότητα ενός τέταρτου Μνημονίου για την Ελλάδα, μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, το 2018. Η συζήτηση αυτή όμως δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το πολιτικό κόστος του διακρατικού δανεισμού προς την Ελλάδα βαίνει αυξανόμενο για τις κυβερνήσεις των κρατών-δανειστών (π.χ. το 2012 ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας είχε ρητά υποσχεθεί ότι ο δεύτερος διακρατικός δανεισμός που χορηγήθηκε τότε στην Ελλάδα θα ήταν ο τελευταίος, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 2015 να υποστεί χαρακτηρισμούς τύπου «Πινόκιο»).
Τούτο, σε συνδυασμό με την προκαλούμενη από άλλες αιτίες διόγκωση των ευρωφοβικών ρευμάτων σε αρκετά από τα κράτη αυτά, αφήνει να εννοηθεί ότι τέταρτο Μνημόνιο, συνοδευόμενο εννοείται από νέο διακρατικό δανεισμό, είτε δεν πρόκειται να υπάρξει είτε, αν υπάρξει, θα είναι το Μνημόνιο της δραχμής, με συνακόλουθη ακόμη μία πιο βίαιη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου μας. Είναι άρα αναγκαίο να ανακτήσει σταδιακά το ελληνικό κράτος την πιστοληπτική του ικανότητα έναντι των κεφαλαιαγορών, έτσι ώστε να αναχρηματοδοτήσει από αυτές μετά το 2018 τουλάχιστον εκείνο το μέρος του δημόσιου χρέους που δεν οφείλεται στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και στον ελεγχόμενο από αυτά ΕΜΣ, αλλά σε τρίτους (ΔΝΤ, ΕΚΤ, άλλες κεντρικές τράπεζες και ιδιώτες). Πρόκειται για περίπου το ένα τρίτο του συνολικού χρέους και η τυχόν αδυναμία μας να το αναχρηματοδοτήσουμε (αποπληρωμή μέσω πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων είναι ούτως ή άλλως ανέφικτη) θα μας οδηγούσε είτε σε άτακτη χρεοκοπία και ασύντακτο Grexit είτε, στην «καλύτερη» περίπτωση, στο Μνημόνιο της δραχμής, όπως εκτέθηκε.
Η πρόοδος όμως προς την κατεύθυνση της ανάκτησης της πιστοληπτικής ικανότητας είναι αργή, αφού οι σημερινές τιμές και οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων βρίσκονται περίπου στα ίδια επίπεδα στα οποία είχαν βρεθεί στις αρχές του 2014. Πρέπει λοιπόν να πέσουν οι τόνοι της (οξύτατης) πολιτικής αντιπαράθεσης και να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των πολιτικών κομμάτων του «συνταγματικού τόξου», με στόχο όχι βέβαια μια ουτοπική «οικουμενική» συγκυβέρνηση, αλλά την εκπόνηση μιας βιώσιμης εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη, αφού η είσοδος της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά είναι προϋπόθεση για να επανέλθουμε στις κεφαλαιαγορές. Κύριο χαρακτηριστικό της πρέπει να είναι η στοχευμένη τόνωση κλάδων όπου η Ελλάδα έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και μπορούν να λειτουργήσουν ως «ατμομηχανή» για το σύνολο της οικονομίας, εφόσον οι υποψήφιοι επενδυτές θα έχουν τη βεβαιότητα ότι οι κυβερνητικές αλλαγές σε βάθος μίας ή δύο δεκαετιών, δεν πρόκειται να συνεπάγονται δυσάρεστες εκπλήξεις γι' αυτούς. Το μέλλον του τόπου απαιτεί υπερβάσεις.
Τις τελευταίες εβδομάδες έγινε επανειλημμένα λόγος για την πιθανότητα ενός τέταρτου Μνημονίου για την Ελλάδα, μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, το 2018. Η συζήτηση αυτή όμως δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το πολιτικό κόστος του διακρατικού δανεισμού προς την Ελλάδα βαίνει αυξανόμενο για τις κυβερνήσεις των κρατών-δανειστών (π.χ. το 2012 ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας είχε ρητά υποσχεθεί ότι ο δεύτερος διακρατικός δανεισμός που χορηγήθηκε τότε στην Ελλάδα θα ήταν ο τελευταίος, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 2015 να υποστεί χαρακτηρισμούς τύπου «Πινόκιο»).
Τούτο, σε συνδυασμό με την προκαλούμενη από άλλες αιτίες διόγκωση των ευρωφοβικών ρευμάτων σε αρκετά από τα κράτη αυτά, αφήνει να εννοηθεί ότι τέταρτο Μνημόνιο, συνοδευόμενο εννοείται από νέο διακρατικό δανεισμό, είτε δεν πρόκειται να υπάρξει είτε, αν υπάρξει, θα είναι το Μνημόνιο της δραχμής, με συνακόλουθη ακόμη μία πιο βίαιη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου μας. Είναι άρα αναγκαίο να ανακτήσει σταδιακά το ελληνικό κράτος την πιστοληπτική του ικανότητα έναντι των κεφαλαιαγορών, έτσι ώστε να αναχρηματοδοτήσει από αυτές μετά το 2018 τουλάχιστον εκείνο το μέρος του δημόσιου χρέους που δεν οφείλεται στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και στον ελεγχόμενο από αυτά ΕΜΣ, αλλά σε τρίτους (ΔΝΤ, ΕΚΤ, άλλες κεντρικές τράπεζες και ιδιώτες). Πρόκειται για περίπου το ένα τρίτο του συνολικού χρέους και η τυχόν αδυναμία μας να το αναχρηματοδοτήσουμε (αποπληρωμή μέσω πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων είναι ούτως ή άλλως ανέφικτη) θα μας οδηγούσε είτε σε άτακτη χρεοκοπία και ασύντακτο Grexit είτε, στην «καλύτερη» περίπτωση, στο Μνημόνιο της δραχμής, όπως εκτέθηκε.
Η πρόοδος όμως προς την κατεύθυνση της ανάκτησης της πιστοληπτικής ικανότητας είναι αργή, αφού οι σημερινές τιμές και οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων βρίσκονται περίπου στα ίδια επίπεδα στα οποία είχαν βρεθεί στις αρχές του 2014. Πρέπει λοιπόν να πέσουν οι τόνοι της (οξύτατης) πολιτικής αντιπαράθεσης και να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των πολιτικών κομμάτων του «συνταγματικού τόξου», με στόχο όχι βέβαια μια ουτοπική «οικουμενική» συγκυβέρνηση, αλλά την εκπόνηση μιας βιώσιμης εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη, αφού η είσοδος της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά είναι προϋπόθεση για να επανέλθουμε στις κεφαλαιαγορές. Κύριο χαρακτηριστικό της πρέπει να είναι η στοχευμένη τόνωση κλάδων όπου η Ελλάδα έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και μπορούν να λειτουργήσουν ως «ατμομηχανή» για το σύνολο της οικονομίας, εφόσον οι υποψήφιοι επενδυτές θα έχουν τη βεβαιότητα ότι οι κυβερνητικές αλλαγές σε βάθος μίας ή δύο δεκαετιών, δεν πρόκειται να συνεπάγονται δυσάρεστες εκπλήξεις γι' αυτούς. Το μέλλον του τόπου απαιτεί υπερβάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου