Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς 28/2 - 1/3/2014:
Ανάγκη για
ριζοσπαστικές τομές.
Μια κυβέρνηση της αριστεράς, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ,
φαίνεται σήμερα, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, να αποτελεί
μια ρεαλιστική προοπτική. Βέβαια η μνημονιακή συγκυβέρνηση και τα διαπλεκόμενα
με αυτή κέντρα οικονομικής ισχύος δεν έχουν εξαντλήσει ακόμη το οπλοστάσιό τους
και άρα στην πορεία ως τις επόμενες εθνικές βουλευτικές εκλογές μπορεί να
συμβούν πολλά, είτε σε θεσμικό (π.χ. τροποποίηση του εκλογικού συστήματος την
τελευταία στιγμή) είτε και σε εξωθεσμικό επίπεδο. Παρόλα αυτά η προοπτική είναι
υπαρκτή και ελπιδοφόρα.
Είναι όμως
αυτονόητο ότι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό για ένα
κόμμα της αριστεράς. Σκοπός είναι να υπάρξει ωφέλιμο κοινωνικό και τελικά
ιστορικό αποτέλεσμα, ιδιαίτερα για τον κόσμο της εργασίας, για τους άνεργους,
για τους συνταξιούχους, για τους νέους και τελικά για όλα τα θύματα της
νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και του μνημονιακού σχεδίου της βίαιης πτωχοποίησης
που υλοποιείται σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας. Αναγκαία προϋπόθεση για την
επίτευξη του ωφέλιμου αποτελέσματος της αριστερής διακυβέρνησης είναι η στήριξή
της στο μαζικό λαϊκό κίνημα, αλλά και η συναίσθηση των κινδύνων τους οποίους θα
κληθεί να αντιμετωπίσει. Χρειάζεται συνεπώς σοβαρός σχεδιασμός σε όλους τους
τομείς και μεταξύ τους και σ΄ εκείνους των
θεσμών, της δικαιοσύνης και της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος,
για την άμεση ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών σε σύντομο χρόνο (τάξης μεγέθους
εβδομάδων) μετά τις εθνικές εκλογές.
Σε ό,τι αφορά τη
δικαιοσύνη θα ήταν μάταιο αλά και αντίθετο προς την πολιτική και ιδεολογική
φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρήσει να την ελέγξει με τις μεθόδους των
παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, δηλ. με νομοθέτηση νέων θέσεων Αντιπροέδρων στα
ανώτατα δικαστήρια και με επιλεκτικές τοποθετήσεις μελών τους στην ηγεσία τους.
Αντίθετα, πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα σε αποφασιστικά βήματα προς την
κατεύθυνση της νομοθετικής θωράκισης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης,
εξωτερικής αλλά και εσωτερικής. Ειδικότερα απαιτείται:
Πρώτο, η
κατάργηση όλων των θέσεων Αντιπροέδρων των Ανωτάτων δικαστηρίων, εκτός από μια
για το καθένα, και παραμονή των υπηρετούντων σήμερα σε προσωποπαγείς θέσεις έως
την αποχώρησή τους λόγω ορίου ηλικίας ή παραίτησης. Τα τμήματα των ανώτατων
δικαστηρίων μπορούν να προεδρεύονται από το αρχαιότερο μέλος.
Δεύτερο, η
νομοθετική παρέμβαση ώστε να περιορισθεί ή και εξαλειφθεί η διακριτική ευχέρεια
των προϊσταμένων δικαστηρίων και εισαγγελιών κατά την ανάθεση των διαφόρων
υποθέσεων στα μέλη του αντίστοιχου σχηματισμού. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί
μέσω της κατανομής των υποθέσεων βάσει πάγιων καθ΄ ύλη κριτηρίων στα τμήματα
ενός δικαστηρίου και με κλήρωση κατά τα λοιπά. Τα πρόσωπα τα οποία θα
συγκροτήσουν κάθε φορά το δικαστήριο (κατ΄ επέκταση και ο εισαγγελικός
λειτουργός ο αρμόδιος για κάθε υπόθεση) πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων,
με βάση αντικειμενικά κριτήρια, και όχι επιλεκτικά και ενόψει των συγκεκριμένων
υποθέσεων.
Τρίτο, η
τροποποίηση του Οργανισμού Δικαστηρίων ώστε να διασφαλισθεί η εσωτερική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Σε πρώτο στάδιο
είναι συνταγματικά εφικτή η θέσπιση ενός ενδεικτικού συστήματος αντικειμενικών
κριτηρίων (μορίων) όσον αφορά στις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστών
και εισαγγελέων, με παράλληλη πρόβλεψη υποχρεωτικής αιτιολογίας σε περίπτωση
που το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά.
Ως προς τα μέσα
μαζικής «ενημέρωσης», όπου επικρατεί ένα καθεστώς διαρκούς πειρατείας από το
καλοκαίρι του 1989, όταν οι τηλεοπτικές συχνότητες καταλήφθηκαν εξ εφόδου από
διαπλεκόμενους με την πολιτική εξουσία μεγαλοεπιχειρηματίες, οι οποίοι
εξακολουθούν να τις κατέχουν ως σήμερα με αλλεπάλληλες δήθεν προσωρινές
προτάσεις των δήθεν προσωρινών «αδειών» τους, απαιτείται άμεση επίσης
νομοθετική παρέμβαση. Αυτή πρέπει να έχει στόχο την χωρίς καθυστέρηση προώθηση
διαγωνιστικής διαδικασίας για τη χορήγηση οριστικών αδειών των τηλεοπτικών
σταθμών με βάση αντικειμενικά κριτήρια και τον τερματισμό του καθεστώτος
ανομίας στη ραδιοτηλεόραση.
Ακόμη πρέπει να
δοθεί άμεσο τέρμα στη θητεία των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης,
η οποία έχει αντισυνταγματικά παραταθεί πάμπολλες φορές ως τώρα, προκειμένου οι
επιλεγμένοι στο παρελθόν από ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ. να επιβάλουν εξοντωτικές
κυρώσεις σε κάθε μη απολύτως ελεγχόμενο μέσο. Πρέπει να επιλεγούν για τις
θέσεις αυτές πρόσωπα ευρείας κοινωνικής αποδοχής, αν είναι εφικτό με ευρεία
κοινοβουλευτική συναίνεση, ή αλλιώς με την τροποποίηση του Κανονισμού της
Βουλής ως προς τη συγκρότηση της Διάσκεψης Προέδρων, ώστε η τελευταία να
προχωρήσει στην άμεση αποκαθήλωση του 86χρονου (!) σημερινού Προέδρου του
Ε.Σ.Ρ.
Επίσης άμεση
παρέμβαση χρειάζεται στο θεσμικό πλαίσιο σχετικά με το πολιτικό χρήμα. Η
αρμόδια για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και του πόθεν έσχες των
πολιτικών επιτροπή πρέπει να στελεχωθεί όχι από βουλευτές, όπως σήμερα (με
αποτέλεσμα ο ελεγχόμενος να γίνεται ελεγκτής!), αλλά από μη πολιτικά πρόσωπα
ευρείας αποδοχής και να ενισχυθεί με το απαραίτητο εξειδικευμένο επιστημονικό
προσωπικό, ώστε ο έλεγχος να αποκτήσει πραγματική υπόσταση. Επίσης τα κόμματα
μπορούν, με απειλή στέρησης της κρατικής χρηματοδότησης, να υποχρεωθούν να
τηρούν αξιόπιστα λογιστικά βιβλία Γ’
κατηγορίας αντί για τα σημερινά φυλλάδια.
Καταληκτικά μπορεί
να επισημανθεί ότι νομικά υφίστανται οι δυνατότητες ριζοσπαστικών τομών προς
την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και της διαφάνειας στο δημόσιο βίο, τόσο υπό
το Σύνταγμα του 1975 όπως ισχύει σήμερα, όσο και, πολύ περισσότερο, στα πλαίσια
μιας αναθεώρησής του. Τον Ιούνιο του
2013 άλλωστε συμπληρώθηκε πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση του 2008 και
άρα μπορεί να ξεκινήσει η επόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 6 Συντ., σε
πρώτο στάδιο με τη διαπίστωση της σχετικής ανάγκης και με τον προσδιορισμό των
αναθεωρητέων διατάξεων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Η
κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της αριστεράς πρέπει να προχωρήσουν
με ταχύτητα και τόλμη προς την κατεύθυνση αυτή.