Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» 16/07
Ο εναγκαλισμός μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας υφίσταται στη χώρας μας από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, προσλαμβάνοντας διάφορες μορφές, είτε θεσμοθετημένες (π.χ. επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από την Κυβέρνηση, σύμφωνα με το άρθρο 90 του Συντάγματος) είτε και άτυπες. Η αναίρεσή του κατά τρόπο διαρκή και πειστικό συνιστά μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις, προκειμένου το συστηματικό χάος που αποκαλείται «ελληνικό κράτος» να μετατραπεί σε έναν πολιτειακό οργανισμό ο οποίος θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα. Και βέβαια για την αναίρεση αυτή δεν αρκούν οι θεσμικές τομές (όπως π.χ. η αναθεώρηση του άρθρου 90), αλλά απαιτούνται και μεταβολές στον πολιτικό μας πολιτισμό.
Πρώτιστα πολιτισμικό θέμα αποτελεί ιδίως το να μάθουν τα εκάστοτε κυβερνητικά στελέχη να εκφράζονται με τη δέουσα αυτοσυγκράτηση όταν ασκούν κριτική σε δικαστικές αποφάσεις. Και δυστυχώς τα παραδείγματα έλλειψης αυτοσυγκράτησης και αμετροέπειας δεν προέχονται μόνο από αναπληρωτές υπουργούς της σημερινής κυβέρνησης, αλλά συναντώνται διαχρονικά, όπως όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος το 2011 χαρακτήριζε ως «ιδεολογική» την πρώτη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταγματικότητα του πρόσφατου τότε νόμου περί ιθαγένειας και ψήφου των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές, ή τη δεκαετία του 1980, όταν ο τότε πρωθυπουργός αντιδρούσε σε άλλη ανεπιθύμητη απόφαση, διακηρύσσοντας από προεκλογικό εξώστη ότι δεν υπάρχουν θεσμοί, παρά μόνο ο λαός. Άλλωστε η αμετροέπεια και η ανούσια φραστική οξύτητα συνιστούν γενικότερο πρόβλημα στον ελληνικό δημόσιο βίο, οφειλόμενο και στο γεγονός ότι πολλοί ψηφοφόροι φαίνεται να τις θεωρούν ως αρετές και να τις επιβραβεύουν στην κάλπη (αφθονούν και οι σχετικοί χαρακτηρισμοί, π.χ. «λεβεντιά», «μαγκιά», «παλληκαριά», κ.λπ.).
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι η δικαιοσύνη είναι υπεράνω κριτικής ή ότι διαθέτει το αλάθητο του Πάπα. Ωστόσο όταν η κριτική προέρχεται όχι από τον νομικό κόσμο αλλά από τους φορείς άλλων κρατικών εξουσιών, οφείλει να εκφράζεται με τέτοιον τρόπο ώστε να μη μπορεί να ερμηνευθεί ως απόπειρα παραβίασης της δικαστικής ανεξαρτησίας. Και βέβαια άλλο πράγμα είναι η (θεμιτή) κριτική σε συγκεκριμένη απόφαση και άλλο η στοχοποίηση των δικαστικών λειτουργών που την εξέδωσαν (ή πολύ περισσότερο ολόκληρου του δικαστικού σώματος) και μάλιστα από ανθρώπους αδαείς περί τα νομικά και χωρίς να υφίσταται καμία απόδειξη, ή έστω ένδειξη, ότι η δικαιοδοτική συμπεριφορά του ενός ή του άλλου δικαστή ελαύνεται από αθέμιτα κίνητρα.
Ζήτημα πολιτικού πολιτισμού είναι ακόμη η αποφυγή τοποθέτησης δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι παραιτούνται ή συνταξιοδοτούνται, σε άλλες θέσεις που υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας σχέσης οικειότητας και εμπιστοσύνης με φορείς πολιτικής εξουσίας. Τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τοποθετήσεις σε θέση διοικητή της ΕΥΠ, υποψήφιου βουλευτή Επικρατείας σε εκλόγιμη σειρά και προϊσταμένου του νομικού γραφείου της κυβέρνησης, από κυβερνήσεις και κόμματα με πολύ διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Όλα αυτά υπονομεύουν την αξιοπιστία της δικαιοσύνης, αφού αφήνουν να εννοηθεί ότι η σχέση οικειότητας προϋπήρχε της αποχώρησης του δικαστή ή του εισαγγελέα από το σώμα και άρα ότι η ανεξαρτησία του ήταν φαλκιδευμένη.
Στο θεσμικό εξάλλου επίπεδο η αποκοπή του ομφάλιου λώρου μεταξύ κυβέρνησης και δικαιοσύνης μπορεί να συντελεσθεί μέσω της κατάργησης της δυνατότητας του υπουργικού συμβουλίου να επιλέγει κατά την ανέλεγκτη κρίση του την ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων. Μια εύλογη κατά την άποψή μου σχετική πρόταση περιλαμβάνεται στη δέσμη ιδεών για συνταγματική αναθεώρηση της ομάδας εργασίας στην οποία μετείχα μαζί με τους καθηγητές Βερναρδάκη, Δημητρόπουλο, Ζώρα, Κατρούγκαλο και Νικολόπουλο και ήδη αποτελεί αντικείμενο δημόσιας ηλεκτρονικής διαβούλευσης. Σύμφωνα με αυτήν, η προαγωγή σε θέση προέδρου ή αντιπροέδρου ανώτατου δικαστηρίου θα γίνεται με προεδρικό διάταγμα χωρίς προσυπογραφή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κατόπιν επιλογής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ενός από τους τρεις υποψηφίους που θα του έχει προηγουμένως προτείνει το ίδιο το δικαστήριο. Πρόκειται συνεπώς για έναν συνδυασμό εκλογής από τις τάξεις του δικαστηρίου και επιλογής από έναν υπερκομματικό πολιτειακό παράγοντα, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ώστε να τερματισθούν τα παθολογικά φαινόμενα κυβερνητικών «καταδύσεων» στην επετηρίδα και να θωρακισθεί πολύ πιο αποτελεσματικά η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Το κύριο όμως ερώτημα σε σχέση με τη δικαστική ανεξαρτησία δεν είναι το αν και πως μπορεί αυτή να θωρακισθεί, αλλά αν υπάρχει τέτοια βούληση από τις πολιτικές δυνάμεις του συνταγματικού τόξου. Αν υπάρχει η βούληση, τότε οι τρόποι υλοποίησης θα βρεθούν χωρίς μεγάλη δυσχέρεια. Αν αντίθετα οι συγκρουόμενοι κομματικοί «στρατοί» επιμένουν να αντιμετωπίζουν (και) τη δικαιοσύνη ως ένα από τα πεδία μάχης μεταξύ τους, και μάλιστα μιας μάχης αδυσώπητης και με τη χρήση παντός μέσου, τότε απλώς δεν υπάρχει έδαφος για σοβαρή συζήτηση.
Τελικά επομένως το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η δικαιοσύνη, αλλά το πολιτικό μας σύστημα. Η χωρίς προηγούμενο (σε ειρηνική περίοδο) οικονομική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία οκτώ και πλέον έτη θα έπρεπε να μας είχε κάνει όλους σοφότερους και πιο ψύχραιμους. Έστω και τώρα πάντως δεν είναι αργά. Η κρίση μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία για τη χώρα σε όλα τα επίπεδα. Μια άλλη Ελλάδα είναι εφικτή, αν τη θέλουν οι πολίτες της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου