Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ 25/05
Η απομείωση του δημοσίου χρέους βρίσκεται εδώ και χρόνια στο επίκεντρο του ελληνικού προβλήματος. Ήδη τρεις φορές επιτεύχθηκαν σχετικές συμφωνίες, τον Φεβρουάριο του 2012 με το περιβόητο PSI, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους με διευθετήσεις για επαναγορά ομολόγων και άλλες, και στα τέλη του 2016 με σταθεροποίηση των επιτοκίων που μακροπρόθεσμα μεταφράζεται σε μια μορφή ελάφρυνσης. Ύστερα από όλα αυτά όμως, το χρέος εξακολουθεί να είναι δυσβάστακτο και να υπονομεύει κάθε προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Αργά ή γρήγορα πάντως τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, τα οποία διακρατούν περίπου δύο τρίτα του συνόλου του χρέους, θα υποχρεωθούν από τα πράγματα να συναινέσουν στην ελάφρυνση, έστω όχι ονομαστική (haircut), αλλά με βελτίωση των όρων αποπληρωμής (διάρκεια και επιτόκιο). Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να επιστραφεί κάποτε το μέρος εκείνο του διακρατικού δανεισμού που μπορεί ρεαλιστικά να αναχρηματοδοτηθεί από τις κεφαλαιαγορές. Το να επιμένουν αδιάλλακτα στα σήμερα ισχύοντα θα απέβαινε σε βάρος τους, διότι κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε κάποια στιγμή την Ελλάδα σε νέα χρεοκοπία, με αποτέλεσμα να μην εξοφληθούν ποτέ.
Σε ό,τι μας αφορά, όσο γρηγορότερα έρθει η απομείωση τόσο το καλύτερο, αφού έτσι θα βελτιωθεί η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Τούτο όμως προσκρούει στο πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις των δανειστών και ειδικά τη γερμανική, στην οποία τόσο η επικεφαλής όσο και ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός είναι οι ίδιοι από το 2009. Οταν έρθει η ώρα της διαδοχής, θα είναι ευκολότερο για τους επόμενους να συναινέσουν σε μια ρεαλιστική λύση, επιρρίπτοντας στους προκατόχους τους την ευθύνη για απώλειες που αναπόφευκτα θα βάρυναν σε έναν βαθμό τους φορολογουμένους/ψηφοφόρους.
Το ελληνικό πρόβλημα όμως είναι ευρύτερο και βαθύτερο από την υπερχρέωση του Δημοσίου. Η τελευταία ήρθε ως αποτέλεσμα της σταδιακής απώλειας του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και την πρώτη του 21ου και τη συνακόλουθη αύξηση των πολιτικών πιέσεων στα δημόσια οικονομικά. Το ζητούμενο είναι συνεπώς να βρούμε ένα παραγωγικό μοντέλο που θα μας επιτρέπει να παράγουμε διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες σε πολύ ευρύτερη κλίμακα από ό,τι σήμερα, και τούτο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, ύστερα από σοβαρό διάλογο των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου και των παραγωγικών φορέων.
Η απομείωση του δημοσίου χρέους βρίσκεται εδώ και χρόνια στο επίκεντρο του ελληνικού προβλήματος. Ήδη τρεις φορές επιτεύχθηκαν σχετικές συμφωνίες, τον Φεβρουάριο του 2012 με το περιβόητο PSI, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους με διευθετήσεις για επαναγορά ομολόγων και άλλες, και στα τέλη του 2016 με σταθεροποίηση των επιτοκίων που μακροπρόθεσμα μεταφράζεται σε μια μορφή ελάφρυνσης. Ύστερα από όλα αυτά όμως, το χρέος εξακολουθεί να είναι δυσβάστακτο και να υπονομεύει κάθε προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Αργά ή γρήγορα πάντως τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, τα οποία διακρατούν περίπου δύο τρίτα του συνόλου του χρέους, θα υποχρεωθούν από τα πράγματα να συναινέσουν στην ελάφρυνση, έστω όχι ονομαστική (haircut), αλλά με βελτίωση των όρων αποπληρωμής (διάρκεια και επιτόκιο). Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να επιστραφεί κάποτε το μέρος εκείνο του διακρατικού δανεισμού που μπορεί ρεαλιστικά να αναχρηματοδοτηθεί από τις κεφαλαιαγορές. Το να επιμένουν αδιάλλακτα στα σήμερα ισχύοντα θα απέβαινε σε βάρος τους, διότι κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε κάποια στιγμή την Ελλάδα σε νέα χρεοκοπία, με αποτέλεσμα να μην εξοφληθούν ποτέ.
Σε ό,τι μας αφορά, όσο γρηγορότερα έρθει η απομείωση τόσο το καλύτερο, αφού έτσι θα βελτιωθεί η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Τούτο όμως προσκρούει στο πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις των δανειστών και ειδικά τη γερμανική, στην οποία τόσο η επικεφαλής όσο και ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός είναι οι ίδιοι από το 2009. Οταν έρθει η ώρα της διαδοχής, θα είναι ευκολότερο για τους επόμενους να συναινέσουν σε μια ρεαλιστική λύση, επιρρίπτοντας στους προκατόχους τους την ευθύνη για απώλειες που αναπόφευκτα θα βάρυναν σε έναν βαθμό τους φορολογουμένους/ψηφοφόρους.
Το ελληνικό πρόβλημα όμως είναι ευρύτερο και βαθύτερο από την υπερχρέωση του Δημοσίου. Η τελευταία ήρθε ως αποτέλεσμα της σταδιακής απώλειας του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και την πρώτη του 21ου και τη συνακόλουθη αύξηση των πολιτικών πιέσεων στα δημόσια οικονομικά. Το ζητούμενο είναι συνεπώς να βρούμε ένα παραγωγικό μοντέλο που θα μας επιτρέπει να παράγουμε διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες σε πολύ ευρύτερη κλίμακα από ό,τι σήμερα, και τούτο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, ύστερα από σοβαρό διάλογο των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου και των παραγωγικών φορέων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου