Η πραγμάτωση της πολιτικής ελευθερίας-συμμετοχής υπό τα πληθυσμιακά και κοινωνικά δεδομένα του σύγχρονου συνταγματικού κράτους προϋποθέτει κατά κανόνα τη συνένωση των υποκειμένων της σε ομάδες, οι οποίες διαθέτουν χρονική διάρκεια, οργανωτική υποδομή και συγκεκριμένο ιδεολογικό στίγμα. Οι ενώσεις αυτές, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα , εκφράζουν στο πολιτικό επίπεδο τον πλουραλισμό, δηλ. την πολλαπλότητα ιδεών και συμφερόντων που χαρακτηρίζει τους κοινωνικούς σχηματισμούς με κυρίαρχο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ταυτόχρονα καλούνται να συναιρέσουν και να συνθέσουν την πολλαπλότητα αυτή, έτσι ώστε το καθένα από αυτά να διαμορφώσει ένα πολιτικό πρόγραμμα, ή, με άλλες λέξεις, μια συνολική πρόταση για τον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας και να την υποβάλει στο εκλογικό σώμα, προκειμένου το τελευταίο να επιλέξει. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν επομένως τον αναγκαίο διαμεσολαβητή μεταξύ κοινωνίας και κράτους και τον πιο σημαντικό ιμάντα για τη θέση σε κίνηση των μηχανισμών πολιτικής αντιπροσώπευσης, καθώς είναι σήμερα πια αδιανόητη η διενέργεια π.χ. βουλευτικών εκλογών χωρίς αυτά.
Όπως καταδεικνύει όμως η ιστορική εμπειρία, κάθε κομματικός οργανισμός αναπτύσσει εγγενείς ολιγαρχικές τάσεις. Οι κομματικοί «στρατοί», παρόμοια με τους πραγματικούς στρατούς, χρειάζονται την ιεραρχία και την πειθαρχία προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί στο πεδίο της εκλογικής «μάχης». Γενικότερα άλλωστε, όχι μόνο στα πολιτικά κόμματα αλλά σε κάθε είδους κοινωνικούς οργανισμούς, ολιγομελή συλλογικά σώματα είναι συνήθως πιο αποτελεσματικά στη λήψη αποφάσεων και στη διασφάλιση της εφαρμογής τους από ό,τι πολυμελή και έτσι η πραγματική εξουσία στο εσωτερικό τους τείνει να διαρρέει, κατά κάποιον τρόπο, από τα πολυμελή προς τα ολιγομελή, όπως έχει διαπιστώσει ο Mancur Olson (έτσι π.χ. σε μεγάλες πολυμετοχικές επιχειρήσεις από τη νομικά κυρίαρχη γενική συνέλευση των μετόχων προς το διοικητικό συμβούλιο, σε κοινοβούλια από την ολομέλεια προς τις επιτροπές κ.ο.κ.). Η ολιγαρχική νομοτέλεια μπορεί, σε ό,τι αφορά τα πολιτικά κόμματα, να αντιμετωπισθεί ως ένα σημείο με θεσμικές διασφαλίσεις της εσωκομματικής δημοκρατίας, αλλά όχι και να εξαφανισθεί τελείως. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σε κράτη στα οποία έχει καθιερωθεί ρητή συνταγματική υποχρέωση των κομμάτων, η εσωτερική τους οργάνωση να ανταποκρίνεται στις δημοκρατικές αρχές (όπως ιδίως στη Γερμανία, άρθρο 21 παρ. 1 του Θεμελιώδη Νόμου), η εφαρμογή της είναι ατελής και αμφισβητούμενη.
Το πρόβλημα εξάλλου επιδεινώνεται επειδή η γένεση ενός βιώσιμου πολιτικού κόμματος έχει ως προαπαιτούμενο τη συγκέντρωση πολιτικού «κεφαλαίου» (δηλ. την ύπαρξη στόχων αποδεκτών από σημαντική μερίδα του λαού και μόνο από αυτή) και την καταβολή οργανωτικής προσπάθειας σε τέτοια κλίμακα, ώστε αυτή να καθίσταται σπάνια εφικτή. Νέα κόμματα εξουσίας προκύπτουν συνήθως σε έκτακτες ιστορικές περιστάσεις, μετά από ρήξεις στην πολιτική και συνταγματική συνέχεια, όπως όταν έχει καταρρεύσει ένα πολιτικό καθεστώς, ή μείζονες κοινωνικές μεταβολές, όπως η εκβιομηχάνιση και η εμφάνιση μιας πολυπληθούς εργατικής τάξης, ή μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές άλλωστε, από τη δημιουργία του κόμματος ως την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών εκ μέρους του ενδέχεται να μεσολαβεί η πάροδος αρκετών δεκαετιών.
Κατά συνέπεια η πραγματική λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τείνει να υποβαθμισθεί σε μια εναλλαγή κομματικών ολιγαρχιών στην εξουσία. Η εναλλαγή είναι χρήσιμη για την εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, αλλά δεν οδηγεί απαραίτητα σε ριζικές αλλαγές στην ασκούμενη πολιτική, μεταξύ άλλων επειδή οι ολιγαρχίες αυτές επαγγελματοποιούνται και συνεπώς αποκτούν κοινά κοινωνικά χαρακτηριστικά, μετασχηματιζόμενες σε μια νέου είδους πολιτική «αριστοκρατία». Η ελπίδα που εκφράζει ο Norberto Bobbio ότι «το μειονέκτημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε σύγκριση με την άμεση... που συνίσταται στην τάση σχηματισμού των μικρών ολιγαρχιών που αποτελούν τα πολιτικά ή εκτελεστικά γραφεία των κομμάτων... μπορεί να απαλειφθεί με την ύπαρξη μιας πλειάδας ολιγαρχιών σε ανταγωνισμό μεταξύ τους» αποδεικνύεται συχνά στην πράξη φρούδα. Όπως στις διαφόρων ειδών οικονομικές αγορές η διαμόρφωση επιχειρηματικών ολιγοπωλίων οδηγεί στη μεγιστοποίηση των κερδών τους και τη στυγνή, ενίοτε, εκμετάλλευση του καταναλωτικού κοινού, έτσι και στην πολιτική-εκλογική «αγορά» η ύπαρξη ενός λίγο-πολύ κλειστού κομματικού ολιγοπωλίου έχει ως αποτέλεσμα να ασκείται πολιτική εκμετάλλευση σε βάρος των πολιτών-ψηφοφόρων. Τα προγράμματα των κομμάτων αφενός εμφανίζουν σταδιακά αυξανόμενες ομοιότητες και αφετέρου αποκτούν τη μορφή ευχολογίου διατυπωμένου με εσκεμμένη αοριστία, ώστε να χωρούν να στεγάσουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα προσδοκιών των ψηφοφόρων. Η επιλογή μεταξύ αντικρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων, εάν δεν είναι προδιαγεγραμμένη με βάση αποφάσεις υπερεθνικών αρχών, λαμβάνει χώρα μετά τις εκλογές και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά τους. Σε αντίθεση μάλιστα με τα επιχειρηματικά ολιγοπώλια, τα οποία καταπολεμούνται από την έννομη τάξη με διάφορα μέσα (νομοθεσίες για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού κ.λπ.), τα κομματικά ολιγοπώλια τείνουν να θωρακίζουν θεσμικά τον εαυτό τους. Τέτοια θωράκιση συνιστά π.χ. η πρόβλεψη κρατικής χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και/ή κατανομής του τηλεοπτικού προεκλογικού χρόνου ανάλογα με τα ποσοστά των κομμάτων σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Φαλκιδεύεται έτσι η πολιτική ισότητα, αφού τα μέλη της νέας «αριστοκρατίας» δηλαδή της «πολιτικής τάξης», μονοπωλούν κατ’ ουσία τη συμμετοχή στον δημόσιο βίο, περιθωριοποιώντας τους πολίτες. Φαλκιδεύεται περαιτέρω και η πολιτική ελευθερία, δεδομένου ότι τα μέλη και πολύ περισσότερο τα στελέχη των κομμάτων οφείλουν να αυτολογοκρίνονται διαρκώς, προκειμένου να μην εκφύγουν από τα όρια της «κομματικής πειθαρχίας».
Όλα αυτά καταλήγουν στο ότι η «πολιτική τάξη» (δηλαδή η ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία την οποία συγκροτούν οι επαγγελματίες πολιτικοί) τείνει να αποχωρισθεί από την κοινωνία και άρα αδυνατεί να την αντιπροσωπεύσει κατά αυθεντικό τρόπο. Η διαφοροποίηση των αντιπροσωπευομένων από τους αντιπροσώπους τους είναι εμφανής ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού, αν παρατηρήσει κανείς τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των τελευταίων, αφού στα κοινοβούλια υπεραντιπροσωπεύονται γενικά οι άνδρες, οι μεγαλύτερες ηλικίες και οι πιο εύπορες μερίδες του πληθυσμού.
Οι διαφοροποιήσεις αυτές ανάγονται τελικά στην ίδια τη φύση της εκλογής και μάλιστα από έναν μεγάλο αριθμό (σε τάξη μεγέθους πολλών χιλιάδων έως εκατομμυρίων) ψηφοφόρων. Όπως παρατηρούσε με εξαιρετική οξυδέρκεια ο Αριστοτέλης «δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς, το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν» Εκείνοι οι οποίοι επιδιώκουν και επιτυγχάνουν τη συμμετοχή τους σ’ ένα αιρετό συλλογικό «αντιπροσωπευτικό» σώμα συνήθως διαθέτουν ελεύθερο χρόνο για να αφιερώσουν στην εκλογή τους, καθώς και (ίδιους ή προερχόμενους από τρίτους) οικονομικούς πόρους, αναγνωρισιμότητα και κοινωνικές διασυνδέσεις. Έτσι οι αιρετοί «αντιπρόσωποι» κατά κανόνα προέρχονται από τις συγκριτικά περισσότερο ευημερούσες μερίδες ή τάξεις μιας κοινωνίας και άρα, ανεξάρτητα από τη ρητορική που αναπτύσσουν, τα πραγματικά συμφέροντά τους τείνουν να βρίσκονται εγγύτερα σ’ εκείνες παρά στον «μέσο» κοινωνικό άνθρωπο ή στην κοινωνία ως σύνολο.
Εναλλακτικά, και ίσως ακόμη χειρότερα, ορισμένα τουλάχιστον από τα μέλη του «αντιπροσωπευτικού» σώματος ενδέχεται να μην προέρχονται κατά κυριολεξία από την κοινωνία, αλλά να είναι «προϊόντα» των κομματικών μηχανισμών, δηλαδή πρόσωπα που δεν άσκησαν στην πραγματικότητα κανένα επάγγελμα ή άλλη κοινωνική δραστηριότητα, εκτός από εκείνη του επαγγελματία της πολιτικής. Τέτοιοι είναι όσοι από νεαρή ηλικία εντάχθηκαν σ’ ένα κόμμα ως αμειβόμενα στελέχη του κατ’ αποκλειστική απασχόληση και εξασφαλίζουν στη συνέχεια την εκλογή τους χάρη στην υποστήριξη του κομματικού μηχανισμού. Συγκρίσιμο είναι και το φαινόμενο των γόνων προβεβλημένων πολιτικών προσωπικοτήτων, οι οποίοι οφείλουν την ανάδειξή τους σε αιρετά αξιώματα στα συγκροτημένα από τους ανιόντες συγγενείς τους πελατειακά δίκτυα. Ακόμη, ανάλογα και με τις προβλέψεις του εκλογικού συστήματος, ένας αριθμός βουλευτών, γερουσιαστών κ.λπ. μπορεί να μην εκλέγονται καν σε προσωπικό επίπεδο, αλλά να διορίζονται de facto από την κομματική ηγεσία.
Τέτοια φαινόμενα άλλωστε αποτελούν απλώς επιμέρους εκδηλώσεις της εγγενούς γενικότερης κλίσης των ανθρώπινων πολιτικών θεσμών για αποθέσμιση και ανάπτυξη, πάνω στο έδαφος τους, πελατειακών σχέσεων. Τα στοιχεία της πατρωνείας-πελατείας, με έπαθλο είτε δημόσια αξιώματα είτε ποικίλες προσωπικές «εξυπηρετήσεις», αφενός, και της επιδίωξης ουσιαστικών πολιτικών στόχων, αφετέρου, συνυπάρχουν στα πολιτικά κόμματα, σε διαφορετική δοσολογία στο καθένα. Ενώ όμως το πολιτικό στοιχείο υπόκειται σε διαρκείς και έντονες αυξομειώσεις, ανάλογα με την ένταση του πολιτικού διακυβεύματος στη συγκεκριμένη κοινωνία (ανάλογα δηλ. με το αν και κατά πόσο υφίστανται de facto σ’ αυτή πολιτικά διλήμματα ορατά και σημαντικά για όλους, ή έστω για τους περισσότερους), το πελατειακό είναι σχετικά πιο σταθερό. Αυτό εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, μέσω και της προσπάθειας των κατόχων θέσεων εξουσίας, ακόμη και επιλεγμένων με θεσμικό τρόπο και απρόσωπα κριτήρια, να τις μεταβιβάσουν κάποια στιγμή σε συγγενείς ή φίλους τους. Κατά συνέπεια υφίσταται μια εγγενής τάση των συλλογικών «αντιπροσωπευτικών» σωμάτων, να αποστασιοποιούνται από την πραγματική ταυτότητα και τους προσανατολισμούς των αντίστοιχων εκλογικών σωμάτων. Η τάση αυτή υφίσταται καθεαυτή και πέρα από τις τυχόν θεσμικές ή και εξωθεσμικές παρεμβάσεις που κατατείνουν εσκεμμένα στην επίτευξη πολιτικής διαφοροποίησης μεταξύ εκλογικού και «αντιπροσωπευτικού» σώματος. Στην καλύτερη περίπτωση η διαφοροποίηση σημαίνει ότι το τελευταίο αποδίδει μια στρεβλωμένη εικόνα για τον εντολέα του (δηλαδή τον λαό), ενώ στη χειρότερη (εάν τα πολιτικά κόμματα στερούνται εσωτερικής δημοκρατικής δομής και λειτουργίας, ή εάν οι εκλογές διεξάγονται υπό καθεστώς βίας και νοθείας) η διαφοροποίηση μπορεί να φθάνει σε σημείο διάστασης. Η πολιτική αντιπροσώπευση τείνει τότε να καταστεί αντιπροσώπευση της εξουσίας έναντι της κοινωνίας. Η πολιτική τάξη και οι συλλογικές οργανώσεις της, δηλ. τα κόμματα, ενσωματώνονται στο κράτος και μεταλλάσσονται σε «μακρά χείρα» του τελευταίου για τον έλεγχο της κοινωνίας. Η πολιτική ελευθερία κινδυνεύει έτσι να μετατραπεί σε καθαρά θεωρητικό μέγεθος, χάνοντας την πρακτική της αποτελεσματικότητα, και η πολιτική ισότητα να αναιρεθεί.
Αυτό το περιοριστικό πραγματικό πλαίσιο μπορεί να διευρυνθεί πάντως ως ένα σημείο, όπως προαναφέρθηκε, μέσα από την πρόβλεψη δημοκρατικών διαδικασιών στο εσωτερικό των κομμάτων. Το πρώτο ερώτημα εδώ είναι βέβαια ποιοι και πόσοι συμμετέχουν στις διαδικασίες αυτές. Καταστατικές ρυθμίσεις που καθιστούν το κόμμα μια ολιγομελή κλειστή λέσχη, θέτοντας την εγγραφή νέων μελών στις κομματικές οργανώσεις υπό την προϋπόθεση της συναίνεσης των υφισταμένων μελών, δεν ανταποκρίνονται στο πρόταγμα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν πρόκειται για κυβερνών κόμμα, αφού τότε αναπόφευκτα ένα σημαντικό ποσοστό των μελών και μάλιστα εκείνων τα οποία έχουν συγκριτικά μεγαλύτερη εσωκομματική επιρροή καλούνται να αναλάβουν διάφορες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι αντί το κόμμα να ελέγχει την κυβέρνηση, να περιέρχεται το ίδιο υπό τον έλεγχό της. Ένα παράδειγμα είναι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του 1996, όταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, εκλεγμένος με οριακή πλειοψηφία στη θέση αυτή από την κοινοβουλευτική ομάδα σύμφωνα με το άρθρο 38 του Συντάγματος μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου αναδείχτηκε πρόεδρος του κόμματος λαμβάνοντας το 55 % των ψήφων στο συνέδριο του έτους εκείνου. Και τούτο παρά το γεγονός ότι έως και λίγους πριν ήταν ένας σχεδόν μοναχικός αντιρρησίας απέναντι στην ευρεία «προεδρική» (παπανδρεϊκή) πλειοψηφία. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα του σημερινού ΣΥ.ΡΙΖ.Α., με 30.000 ή, κατ’ άλλη εκτίμηση, 22.000 μέλη να έχουν συμμετάσχει στις διαδικασίες για πρόσφατο συνέδριο του κόμματος, ενώ στις τελευταίες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 είχε συγκεντρώσει 1.926.000 ψήφους. Έτσι όμως η εσωκομματική «δημοκρατία» από δικαίωμα των πολλών, όπως θα έπρεπε να είναι για να ανταποκρίνεται στο όνομα της, καταντά προνόμιο των λίγων, ή μάλλον των ελάχιστων (σχέση μελών προς ψηφοφόρους στα επίπεδα του 1:88!), με αποτέλεσμα οι διαδικασίες να μην είναι πια αντιπροσωπευτικές σε σχέση με την κοινωνία. Το πιο αποτελεσματικό αντίδοτο απέναντι σ’ αυτό το «σύνδρομο της λέσχης» θα ήταν οι ανοικτές ψηφοφορίες, όπου δικαιούνται να προσέλθει και να συμμετάσχει όποιος δηλώνει ότι ασπάζεται τις ιδεολογικές αρχές του κόμματος και εγγράφεται ως μέλος ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή ψηφοφορίας ή αμέσως πριν από αυτή.
Δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι σε τι αφορούν οι ψηφοφορίες. Αν το καταστατικό του κόμματος κατοχυρώνει μόνο ψηφοφορίες για την ανάδειξη προσώπων σε κομματικά αξιώματα και κατά τα άλλα δεν υφίστανται εγγυήσεις διεξαγωγής ψηφοφοριών για ουσιαστικές πολιτικές επιλογές, ή αν οι εγγυήσεις αυτές είναι ρευστές και αόριστες και δεν τηρούνται στην πράξη, τότε δεν πρόκειται για εσωκομματική δημοκρατία αλλά για αιρετή μοναρχία. Τέτοιες είναι σήμερα οι περιπτώσεις της «Νέας Δημοκρατίας» και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. , δηλ. κομμάτων στα οποία εκλέγεται από τη βάση με ευρεία συμμετοχή (περίπου 400.000 ή σχέση μελών – ψηφοφόρων 1:4 στην πρώτη, περίπου 55.000 ή σε σχέση μελών-ψηφοφόρων 1:6 στο δεύτερο) μόνο ο αρχηγός, ενώ τα κορυφαία συλλογικά όργανα αναδεικνύονται με άλλες πολύ πιο κλειστές διαδικασίες. Το αποτέλεσμα αυτής της άνισης νομιμοποίησης είναι τα συλλογικά όργανα να εκφυλίζονται σε συνάξεις χειροκροτητών και οι κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις να λαμβάνονται προσωπικά και ανέλεγκτα από τον αρχηγό/αιρετό μονάρχη. Πιο κοντά στο πρόταγμα της εσωκομματικής δημοκρατίας βρίσκεται, από την άποψη αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι τόσο ο πρόεδρος όσο και η κεντρική επιτροπή του εκλέγονται από το συνέδριο του κόμματος ανά τριετία. Επειδή όμως στο συνέδριο αυτό εκπροσωπείται μόνο ένας μικρός, όπως προαναφέρθηκε, αριθμός κομματικών μελών, ο πρόεδρος του κόμματος και ταυτόχρονα πρωθυπουργός, περιβεβλημένος με την αίγλη του νικητή των βουλευτικών εκλογών και την ισχύ του επικεφαλής της κυβέρνησης μπορεί πρακτικά να λαμβάνει ο ίδιος τις πιο κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, χωρίς καν να συγκαλεί τα συλλογικά όργανα. Έτσι π.χ. η καίρια απόφαση για τον περιορισμό του αριθμού των τηλεοπτικών αδειών πανελλαδικής εμβέλειας στις τέσσερεις (αντί των έως τότε οκτώ) λήφθηκε και ανακοινώθηκε δημόσια χωρίς καμία προηγούμενη συζήτηση στην κεντρική επιτροπή ή στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, που κλήθηκε εκ των υστέρων να τη νομιμοποιήσει ψηφίζοντας τον σχετικό νόμο. Το αντίδοτο απέναντι στις αρχηγοκεντρικές παθογένειες αυτές θα μπορούσε να αναζητηθεί την άμεση εκλογή από τη βάση, όπως προαναφέρθηκε, τόσο του προέδρου όσο όμως και του κορυφαίου συλλογικού οργάνου (σε μια τάξη μεγέθους τριψήφιου αριθμού μελών) του κόμματος και στην αυτοδίκαιη σύγκληση του τελευταίου ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Τρίτο, θεμελιώδη σημασία έχουν οι διαστάσεις της «κομματικής πειθαρχίας», στην οποία υπάγονται γενικά τα μέλη του κόμματος και ειδικά όσα από αυτά είναι εκλεγμένα (μέσα από κομματικά ψηφοδέλτια) σε συλλογικά αντιπροσωπευτικά όργανα του κράτους ή της αυτοδιοίκησης (Βουλή, περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια κλπ.). Προφανώς κανένα κόμμα δεν μπορεί να επιβιώσει μακροπρόθεσμα ως συλλογικός πολιτικός οργανισμός εάν τα μέλη π.χ. της κοινοβουλευτικής του ομάδας ψηφίζουν διαρκώς κατά βούληση, αγνοώντας τις σχετικές υποδείξεις των κομματικών οργάνων. Από την άλλη πλευρά, εάν οι υποδείξεις αυτές («γραμμή») αφορούν το σύνολο των ψηφοφοριών και είναι δεσμευτικές, με την απειλή διαγραφής ή άλλων κυρώσεων, τότε τίθεται εκποδών η «ελεύθερη εντολή» του βουλευτή και η κοινοβουλευτική ομάδα αρχίζει να μοιάζει με στρατιωτική μονάδα. Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί ότι στην έννοια της εσωκομματικής δημοκρατίας περιλαμβάνεται και η αναγνώριση ενός περιθωρίου για τους βουλευτές ή άλλους αιρετούς να ψηφίζουν κατά συνείδηση σε ορισμένα τουλάχιστον θέματα και πάντως η εκ των προτέρων ενημέρωση τους ότι τίθεται ζήτημα «κομματικής πειθαρχίας» στη μια ή την άλλη ψηφοφορία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυθαιρεσίας ήταν η διαγραφή έξι βουλευτών της «Νέας Δημοκρατίας» το 1998, μεταξύ τους και του πρόσφατα ηττημένου στην εκλογή αρχηγού κόμματος Γ. Σουφλιά, επειδή δεν ακολούθησαν την κομματική γραμμή σε ψηφοφορία στη Βουλή, χωρίς όμως να τους έχει ενημερώσει κανείς ότι ετίθετο θέμα πειθαρχίας. Με άλλες λέξεις, ο νεοεκλεγμένος τότε πρόεδρος της Ν.Δ. Κ. Καραμανλής παγίδευσε τον ενοχλητικό διεκδικητή της ηγεσίας για να απαλλαγεί από την παρουσία του. Εξάλλου κατά κυριολεξία «κομματική» πειθαρχία , δηλ. συμμόρφωση στις αποφάσεις ή υποδείξεις ενός συλλογικού πολιτικού οργανισμού, υπάρχει μόνο όταν αυτές έχουν προέλθει μέσα από στοιχειωδώς συλλογικές διαδικασίες. Αν η συλλογικότητα είναι ανύπαρκτη, όπως συνήθως συμβαίνει στα πλείστα ελληνικά κόμματα, και η «γραμμή» συνιστά το προϊόν της ατομικής βούλησης του αρχηγού/αιρετού μονάρχη, τότε δεν πρόκειται για κομματική πειθαρχία αλλά για τη «σιωπή των αμνών».
Τέταρτο δείκτη μέτρησης της δημοκρατικής ποιότητας ενός κόμματος συνιστά η κατοχύρωση της ελευθερίας έκφρασης των μελών και ιδιαίτερα όσων διαφωνούν με την κομματική «γραμμή», όπως αυτή καθορίζεται από την ηγεσία. Και εδώ είναι προφανές ότι η ελευθερία αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, ότι δηλ. τα μέλη ενός συλλογικού πολιτικού οργανισμού οφείλουν να επιδεικνύουν ένα μέτρο αυτοσυγκράτησης όταν διαφοροποιούνται δημόσια, καθώς και ότι η κριτική τους οφείλει να είναι εποικοδομητική, δηλ. να συνοδεύεται από συγκεκριμένες προτάσεις περί του πρακτέου, και όχι αποδομητική, δηλ. στείρα άρνηση. Δεν είναι όμως κατά κυριολεξία δημοκρατικός ο λεγόμενος «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» που διέπει τα κόμματα λενινιστικού τύπου, όπως αυτός προδιαγράφηκε ως οργανωτική αρχή στις αποφάσεις του 10ου συνεδρίου του κόμματος των μπολσεβίκων της ΕΣΣΔ το 1921. Η πλήρης υποταγή των κατώτερων κομματικών οργάνων στα ανώτερα και η απόλυτη απαγόρευση έκφρασης των μειοψηφιών προς τα έξω, όπως και της δημιουργίας εσωκομματικών τάσεων, μεταφράζονται σε εσωκομματικό απολυταρχισμό και μπορούν να καταλήξουν, εάν ο ηγέτης αποδειχθεί πολιτικά μακρόβιος, σε προσωπολατρία σταλινικού τύπου. Στην πράξη τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, δηλ. το ΠΑ.ΣΟΚ. και η «Νέα Δημοκρατία», ακολουθούσαν κατά διαστήματα πρακτικές πολύ κοντά στον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», έστω και χωρίς αυτός να αποτελεί διακηρυγμένη καταστατική αρχή. Ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα ήταν η διαγραφή του βουλευτή Λ. Γρηγοράκου από το ΠΑΣΟΚ. Είχε προηγηθεί η μνημειώδης δήλωση της προέδρου του κόμματος Φ. Γεννηματά ότι το κόμμα απέχει μια «άβυσσο» από τη Νέα Δημοκρατία και ο ατυχής βουλευτής διαγράφηκε επειδή τόλμησε να επισημάνει δημόσια το αυτονόητο, ότι δηλ. εφόσον τα δύο αυτά κόμματα συγκυβερνούσαν έως πριν λίγους μήνες η μεταξύ τους απόσταση δεν μπορεί να είναι τόσο μεγάλη.
Πέμπτο καίριο ζήτημα εσωκομματικής δημοκρατίας συνιστά και η θεσμοποίηση ή μη της πειθαρχικής διαδικασίας στα κόμματα. Τούτο σημαίνει ότι οι διαγραφές ή άλλες κυρώσεις πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν μόνο από συλλογικά όργανα συγκροτημένα εκ των προτέρων (και όχι ad hoc και ad hominem), ύστερα από κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία και με βάση ευανάγνωστες σχετικές διατάξεις του καταστατικού του κόμματος. Αντίθετα στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες η πειθαρχική λειτουργία στα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή έχει καταστεί προσωποπαγής και αυθαίρετη, με την συστηματική παρερμηνεία της διάταξης του 16 παρ. 5 του Κανονισμού της Βουλής, η οποία προβλέπει ότι μεταβολές στη σύνθεση μιας κοινοβουλευτικής ομάδας γνωστοποιούνται με τη δήλωση του προέδρου της προς τον Πρόεδρο της Βουλής. Οι αρχηγοί διαφόρων κομμάτων επωφελούνται της διάταξης αυτής για να διαγράφουν βουλευτές χωρίς καμία προηγούμενη διαδικασία, λειτουργώντας ως εισαγγελείς, δικαστές και δήμιοι ταυτόχρονα και ενισχύοντας έτσι τον εσωκομματικό απολυταρχισμό.
Θα ήθελα ωστόσο στο σημείο αυτό να καταγράψω τη διαφωνία μου απέναντι στο ενδεχόμενο να επιβάλει το κράτος την εσωκομματική δημοκρατίας επεμβαίνοντας στα εσωτερικά των κομμάτων. Και τούτο διότι οι αντιλήψεις για την δημοκρατία μπορούν εύλογα να διαφέρουν μεταξύ των διάφορων κομμάτων ανάλογα με την ιδεολογική αφετηρία, το κοινωνικό του υπόβαθρο κ.λπ. Το να προσπαθήσει κανείς να επιβάλλει ομοιομορφία σ’ αυτό το ζήτημα, ενδεχομένως και με την απειλή απαγόρευσης κομμάτων, θα ισοδυναμούσε με εξουσιαστικό περιορισμό του πολιτικού πλουραλισμού, με τελικό αποτέλεσμα λιγότερη και όχι περισσότερη δημοκρατία. Οι δύο φαινομενικά αντίθετες αυτές αρχές – εσωκομματική δημοκρατία και μη επέμβαση του κράτους στα εσωτερικά των κομμάτων – πρέπει μάλλον ν’ αντιμετωπισθούν ως παραπληρωματικές . Σύμφωνα με την αρχή της μη επέμβασης τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κύριοι αποδέκτες της συνταγματικής επιταγής για εσωκομματική δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά όμως δεν υφίσταται εμπόδιο για να θεωρηθεί η επιταγή αυτή δεσμευτική για τον κοινό νομοθέτη. Σε όσο βαθμό απαιτείται λοιπόν η ρυθμιστική παρέμβαση του τελευταίου, αυτός πρέπει να απέχει από τη θέσπιση των διατάξεων που μπορούν να ενισχύσουν υπέρμετρα τις ηγεσίες των κομμάτων απέναντι στις κοινοβουλευτικές ομάδες ή τα μέλη τους. Έτσι π.χ. θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το σύστημα της λίστας για την ανάδειξη των βουλευτών είναι δημοκρατικά και συνταγματικά ανεκτό μόνο εφόσον έχει προηγηθεί ανοιχτή στο κοινό εσωκομματική διαδικασία ανάδειξης και τοποθέτηση των υποψηφίων στη λίστα (open primary) και ότι διαφορετικά είναι επιτακτική για τον εκλογικό νομοθέτη η πρόβλεψη ψήφου προτίμησης.
Καταλήγοντας επιτρέψτε μου να υπερθεματίσω απέναντι στη θέση των διοργανωτών της σημερινής εκδήλωσης ότι «η εσωκομματική δημοκρατία μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση των λειτουργιών των πολιτικών κομμάτων». Από τη δική μου οπτική γωνία θα έλεγα ότι όχι απλώς μπορεί να συμβάλλει, αλλά ότι σε μεγάλο βαθμό η ποιότητα της δημοκρατίας σε μία χώρα είναι ευθέως ανάλογη με τον βαθμό ύπαρξης εσωκομματικής δημοκρατίας, τουλάχιστον στα κόμματα που αποτελούν τους βασικούς πυλώνες του πολιτικού συστήματος στη χώρα αυτή. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι ένα κόμμα χωρίς εσωτερικές δημοκρατικές διαδικασίες και χωρίς σαφείς πολιτικές και ιδεολογικές αρχές δεν αξίζει καν να ονομάζεται κόμμα, αφού θα πρόκειται για πελατειακή πυραμίδα. Αρμόδιοι όμως να κρίνουν τα κόμματα σε μια δημοκρατία στοιχειωδώς αντάξια του ονόματος της δεν είναι οι δικαστές αλλά οι ψηφοφόροι. Και βέβαια η δημοκρατία, αν την αντιληφθούμε ως σύνθεση πολιτικής ελευθερίας και πολιτικής ισότητας κατά τον Αριστοτέλη και όχι απλά ως ελεύθερο εκλογικό ανταγωνισμό κατά τον Schumpeter, δεν είναι ποτέ μια παγιωμένη κατάσταση, αλλά παραμένει πάντα ένα ιδεώδες, προς το οποίο μπορούν απλώς να συγκλίνουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό οι ανθρώπινες κοινωνίες.