Κώστας Χρυσόγονος
Μέλος Π.Σ. ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ
Οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023 παρήγαγαν το παράδοξο, μιας ισχυρής κυβέρνησης (με 41% των ψήφων και 158 έδρες) χωρίς, επί της ουσίας, μείζονα ή «αξιωματική» αντιπολίτευση. Τυπικά τον ρόλο αυτό επωμίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πράξη η απώλεια των μισών περίπου ψήφων (930.000 τον Ιούνιο του 2023 έναντι 1.781.000 τον Ιούλιο του 2019, με ποσοστό 17,8% τώρα έναντι 31,5% τότε) και εδρών του (47 έναντι 86) προοιωνίζεται τη μελλοντική επιστροφή του κόμματος αυτού στον παραδοσιακό του ρόλο, ενός σχήματος διαμαρτυρίας στα επίπεδα του 3% ή 4%. Το μόνο ιστορικό προηγούμενο μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία όχι μόνο δεν κατάφερε να επωφεληθεί από τη φθορά που συνεπάγεται η άσκηση της εξουσίας για την κυβέρνηση, αλλά κατέρρευσε η ίδια, ήταν εκείνο της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου, από το 20% το 1974 στο 12% το 1977, για να ακολουθήσει η αυτοδιάλυση της τα επόμενα χρόνια.
Συνεπώς, οι ευρωεκλογές του Μαΐου 2024 αποκτούν αυξημένη σημασία για τα εθνικά μας πολιτικά δρώμενα, πέρα από την αυτονόητη ευρωπαϊκή τους διάσταση. Θα φανεί αν κάποιο από τα επτά συνολικά κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης θα καταφέρει να αναδειχθεί σε ρόλο δυνητικά επικίνδυνου αντιπάλου για τη «Νέα Δημοκρατία», στην προοπτική των επόμενων εθνικών εκλογών του 2027. Τούτο είναι πάντως ευκταίο από την άποψη της εύρυθμης λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος, αφού μια κυβέρνηση χωρίς αντιπολίτευση είναι ένα φαινόμενο πολλαπλώς επικίνδυνο, τόσο για τα συνταγματικά δικαιώματα (π.χ. τηλεφωνικές υποκλοπές), όσο και για τους θεσμούς (χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το έλλειμμα δικαστικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα).
Στην πραγματικότητα ο μόνος υποψήφιος να αναδειχθεί σε «αντίπαλον δέος» για τη «Νέα Δημοκρατία» είναι το ΠΑ.ΣΟ.Κ./ΚΙΝ.ΑΛ. Από τον Ιούλιο του 2019 στον Ιούνιο του 2023, το – προς το παρόν – τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα κατέγραψε τη μεγαλύτερη άνοδο από κάθε άλλο, ανεβαίνοντας από το 8,1% στο 11,8%, ενώ η μαζική συμμετοχή στη διαδικασία που οδήγησε στην εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη (270.000 πολίτες, έναντι 404.000 στην αντίστοιχη διαδικασία της Ν.Δ. το 2015 και μόλις 152.00 στον ΣΥΡΙΖΑ το 2022 επίσης), σε συνδυασμό με την αδιάκοπη ισχυρή παρουσία του στον συνδικαλισμό και την αυτοδιοίκηση (πολύ ισχυρότερη από την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση), καταδεικνύουν ότι υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις επιτάχυνσης της ανοδικής του πορείας και της επανόδου του σε ρόλο διεκδικητή της εξουσίας. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. οφείλει να πείσει τη μεγάλη μάζα των μη προνομιούχων ότι υπάρχει ένας «τρίτος δρόμος» για τη χώρα, ένας δρόμος δίκαιης ισορροπίας μεταξύ φόρων και κοινωνικών παροχών, μακριά τόσο από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους της τελευταίας τετραετίας, όσο και από τη συριζαϊκή φοροκαταιγίδα τη προηγούμενης τετραετίας, προκειμένου στις ευρωεκλογές του 2024 να εγγράψει προσημείωση για την ολική επαναφορά του ως κόμμα εξουσίας το 2027.
Δευτερεύουσα σημασία έχει, στο πλαίσιο αυτό, το κατά πόσο το όριο συμμετοχής στην κατανομή των εδρών θα παραμείνει στο 3% ή θα αυξηθεί στο 5% όπως φημολογείται ευρέως (γεγονός είναι ότι στα περισσότερα από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ένωσης το εκλογικό αυτό «κατώφλι» είναι υψηλότερο απ’ ό,τι στη χώρα μας, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος πολιτικού κατακερματισμού). Προβληματισμός, εξάλλου, ανακύπτει για τον τρόπο ανάδειξης των ευρωβουλευτών (σταυρός ή λίστα), δεδομένου ότι τα πρόσφατα κρούσματα παραβατικών συμπεριφορών από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους μας αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας διεθνώς. Ούτως ή άλλως πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι η ψήφος μας είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, τόσο στις εθνικές όσο και στις ευρωπαϊκές εκλογές.