Κώστας Χρυσόγονος
Μέλος Π.Σ. ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου είναι νομικά νέες, αφού εκείνες του Μαΐου λογίζονται ως μη γενόμενες, μετά τη διάλυση της Βουλής. Από πολιτική όμως άποψη η τύχη της επαναληπτικής αυτής αναμέτρησης εμφανίζεται προδιαγεγραμμένη, αφού σε εκλογές με τόσο μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ο νικητής της πρώτης φοράς επικρατεί ξανά, με μεγαλύτερα ποσοστά. Δεδομένου ότι η «Νέα Δημοκρατία» θα είχε κερδίσει τον Μάιο 172 έδρες, αν εφαρμοζόταν τότε το εκλογικό σύστημα που θα ισχύσει τώρα, το πραγματικό ερώτημα είναι αν θα φθάσει σε επίπεδα μιας παντοδυναμίας π.χ. 180 και πλέον εδρών, πράγμα πολλαπλώς ανησυχητικό και επικίνδυνο.
Το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη ευτύχησε να επανέλθει στην κυβέρνηση το 2109, στο τέλος μιας δεκαετούς περιόδου δεινής κρίσης. Ήταν λογικά αναμενόμενο πως η ελληνική οικονομία θα πραγματοποιούσε μια μερική επαναφορά προς υψηλότερα επίπεδα, έστω και χωρίς να έχει αλλάξει ριζικά το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Την επαναφορά αυτή, π.χ. με το ΑΕΠ να ανεβαίνει από τα 165 δις ευρώ το 2020 στα 208 το 2022, την καρπώθηκε πολιτικά το κυβερνών κόμμα και έτσι τον Μάιο του 2023 αύξησε τα ποσοστά του σε σχέση με τον Ιούλιο του 2019. Πέρα όμως από την οικονομική συγκυρία, κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αρθρώσει πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχει ακόμα από τις παιδικές αρρώστιες του λαϊκισμού και του αριστερισμού, οι οποίες όχι μόνο τον είχαν οδηγήσει στη Βαρουφακειάδα του 2015, αλλά τον εμποδίζουν ακόμη και σήμερα να ασκήσει ειλικρινή και σοβαρή αυτοκριτική για τα πεπραγμένα συνολικά της κυβερνητικής του θητείας.
Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο σημαίνει ότι η προοπτική να διεκδικήσει στο μέλλον ξανά την εξουσία απομακρύνεται ανεπιστρεπτί. Παράλληλα η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη ενδέχεται να μείνει χωρίς πραγματικό αντίπαλο και τα φαινόμενα αυθαίρετης άσκησης της εξουσίας που είδαμε στην τελευταία τετραετία, όπως το σκάνδαλο των υποκλοπών, η απαξίωση της δημόσιας υγείας και των δημόσιων συγκοινωνιών, κ.ά., να χειροτερεύσουν ακόμη περισσότερο. Το κρίσιμο επομένως ερώτημα των εκλογών του Ιουνίου δεν είναι αν η χώρα θα αποκτήσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, αλλά αν θα αποκτήσει αξιωματική αντιπολίτευση ικανή να διαμορφώσει σταδιακά τις προϋποθέσεις μιας κυβερνητικής αλλαγής στις επόμενες εκλογές, π.χ. του 2026 ή 2027.
Η αξιωματική αντιπολίτευση που χρειάζεται ο τόπος ως αντίβαρο στην αυθαιρεσία μιας παντοδύναμης κυβέρνησης δεν είναι άλλη από το ΠΑ.ΣΟ.Κ/ΚΙΝ.ΑΛ., υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη και της νέας γενιάς (από ηλικιακή και όχι μόνο άποψη) στελεχών τα οποία τον περιβάλλουν. Οι νέοι αυτοί άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν στη χώρα μια πρόταση εξουσίας με χαρακτηριστικά ευρωπαϊκά, δηλ. με άξονα την αξιοκρατία και τον σεβασμό στους κανόνες της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά και σοσιαλδημοκρατικά, δηλ. στηριγμένη στην επιδίωξη μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ φορολογικών βαρών αφενός και κοινωνικών παροχών αφετέρου. Με άλλες λέξεις, το ζητούμενο των εκλογών του Ιουνίου είναι η παραπέρα αλλαγή των συσχετισμών μεταξύ του κατερχόμενου ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ και του ανερχόμενου ΠΑ.ΣΟ.Κ., προκειμένου να προετοιμαστεί μια προοδευτική στροφή για τη χώρα μετά την -ατυχώς- αναπόφευκτη νέα κυβερνητική θητεία της δεξιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου