Η παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. καθιερώνει το πολιτικό δικαίωμα κάθε ψηφοφόρου να ιδρύει ή να συμμετέχει σε πολιτικό κόμμα, με την προσθήκη ότι η οργάνωση και δράση του τελευταίου “οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”. Περιορισμούς του δικαιώματος καθιερώνει, για συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων (δημόσιους υπαλλήλους κλπ.), η παρ. 3 του άρθρου 29 Συντ. Αντίθετα η ρήτρα της εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, στην παρ. 1 του άρθρου 29, δεν εμπεριέχει τέτοιον περιορισμό, ούτε παρέχει κριτήριο με βάση το οποίο κρατικά όργανα(έστω και δικαστήρια) μπορούν να απαγορεύσουν την ίδρυση κόμματος ή να διατάξουν τη διάλυση υφιστάμενου. Τούτο θα ήταν ασύμβατο όχι μόνο με την πολιτική ελευθερία ως συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής αρχής, αλλά και με την πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη να αποφύγει, διαδικασίες κηδεμόνευσης της πολιτικής ζωής κατά το (αρνητικό) πρότυπο του δικτατορικού συνταγματικού κειμένου του 1968. “Ο συνταγματικός νομοθέτης, έχοντας επίγνωση της εγγενούς ρευστότητας των ρητρών περί υποχρέωσης εξυπηρέτησης ή στήριξης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού Πολιτεύματος, μόνο κατ’ εξαίρεση τις συνόδευσε με κυρώσεις” (Δημ.Τσάτσος). Τέτοια εξαίρεση συνιστά π.χ. το άρθρο 14 παρ. 3 Συντ., το οποίο επιτρέπει την κατάσχεση εντύπου για δημοσίευμα που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του Πολιτεύματος, ενώ αντίθετα κυρώσεις δεν προβλέπονται στο άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. Η αναγνώριση της αρμοδιότητας ενός δικαστηρίου για απαγόρευση κομμάτων θα το καθιστούσε οιονεί επικυρίαρχο ή κηδεμόνα του (θεωρητικά) κυρίαρχου λαού. Εκτός τούτου, η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι οι απαγορεύσεις αυτές είναι και αναποτελεσματικές, αφού σύντομα θα εμφανισθεί άλλο κόμμα, με διαφορετικό τίτλο και άλλα πρόσωπα στην ηγεσία του, το οποίο θα έχει παρόμοιες πολιτικές στοχεύσεις. Κατά συνέπεια, ενδεχόμενη νομοθετική πρόβλεψη προληπτικής ή κατασταλτικής απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, δεν εναρμονίζεται προς το ισχύον Σύνταγμα. Τίποτα βέβαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, τα ίδια φυσικά πρόσωπα, που ιδρύουν ένα πολιτικό κόμμα και συγκροτούν την ηγετική του ομάδα, να συμμετέχουν ταυτόχρονα σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό τη διάπραξη αδικημάτων βίας και απώτερο σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος και την επιβολή αυταρχικού καθεστώτος. Το ενδεχόμενο αυτό αντιμετωπίζεται επαρκώς από τις ισχύουσες ποινικές διατάξεις σχετικά με τις προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρα 134 επ. ΠΚ), τα εγκλήματα κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας κ.ο.κ..Από νομική άποψη όμως το πολιτικό κόμμα,αφενός, και η εγκληματική οργάνωση, αφετέρου, είναι διακριτά συλλογικά μορφώματα, έστω και αν στελεχώνονται από τα ίδια φυσικά πρόσωπα. Σημειωτέον εξάλλου ότι το δικαίωμα του εκλέγεσθαι μπορεί να περιορισθεί ως συνέπεια ποινικής καταδίκης μόνο αν αυτή είναι αμετάκλητη (άρθρα 51 παρ. 3 και 55 παρ. 1 Συντ.). Αρμόδια να κρίνουν την εγκληματική οργάνωση είναι επομένως τα ποινικά δικαστήρια, ενώ η αρμοδιότητα και η ευθύνη να θέσει το αντιδημοκρατικό κόμμα εκτός Βουλής ανήκει στο εκλογικό σώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου