Το άρθρο 19 παρ.1 του Συντάγματος προστατεύει το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με κάθε άλλο τρόπο, όπως είναι ιδίως η τηλεφωνική επικοινωνία. Προσθέτει όμως ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις κάτω από τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Παρόμοιες είναι και οι διατάξεις του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ο σχετικός ν. 2225/1994 προβλέπει στο άρθρο 3 τη διαδικασία άρσης του απορρήτου (με αίτηση δημόσιας αρχής προς τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών), χωρίς να διευκρινίζει περαιτέρω σε τι συνίσταται η «εθνική ασφάλεια». Η συνταγματική έννοια της τελευταίας πάντως είναι προφανώς στενότερη από εκείνη της δημόσιας τάξης (όρος που χρησιμοποιείται στο άρθρο18 παρ.3 Συντ. για να οριοθετήσει τις περιπτώσεις επίταξης πραγμάτων από το κράτος) ή της δημόσιας ασφάλειας (η ύπαρξη κινδύνου για την τελευταία δικαιολογεί την απαγόρευση δημόσιας συνάθροισης κατ’ άρθρο 11 παρ.2 Συντ.), περιλαμβάνοντας αποκλειστικά ό,τι αναφέρεται στην προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων (βλ. Κ. Χρυσόγονου/ Σ. Βλαχόπουλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδ. 2017, σ.301). Στην πράξη όμως εκδίδεται ένας υπέρμετρος αριθμός εισαγγελικών διατάξεων άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου (άνω των 20.0000 ετησίως, σύμφωνα με τις Εκθέσεις Πεπραγμένων της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) ύστερα από αιτήσεις της Ε.Υ.Π προς τον ενσωματωμένο (!) σ’ αυτήν Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος καταντά έτσι ν’ ασκεί κατ’ ουσία διοικητικά καθήκοντα, παραβιάζοντας και την απαγόρευση του άρθρου 89 παρ. 3 Συντ. Ο αριθμός των διατάξεων αυτών διογκώνεται τα τελευταία χρόνια ως κακοήθης όγκος, χωρίς να υφίσταται καμία απολύτως διαδικαστική εγγύηση και χωρίς να ενημερώνονται έστω και εκ των υστέρων οι στόχοι της παρακολούθησης, ακόμη και αν δεν έχει προκύψει κανένα αποτέλεσμα από εκείνη. Συντελείται έτσι διαρκής παραβίαση τόσο του Συντάγματος όσο και της ΕΣΔΑ.