Η επικείμενη εκλογή νέου αρχηγού του ΚΙΝ.ΑΛ. μπορεί να σηματοδοτήσει την αλλαγή σελίδας για τον πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς που εξακολουθεί να βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, δώδεκα χρόνια μετά την εκλογική νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 2009. Μέσα στη δωδεκαετία αυτή σημειώθηκαν σεισμικές αλλαγές στο πολιτικό τοπίο της χώρας, με κυριότερη τη μετακίνηση του κύριου όγκου των ψηφοφόρων του κεντροαριστερού χώρου στον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Το ζητούμενο για το ΚΙ.ΝΑΛ. είναι να ανακτήσει την κρίσιμη τούτη μάζα ψηφοφόρων, ώστε να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας και να αμφισβητήσει τη φαινομενική παντοδυναμία της «Νέας Δημοκρατίας».
Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ασφαλώς δύσκολο και θα χρειαστεί χρόνο, δεν είναι όμως ακατόρθωτο. Υπάρχει άλλωστε το ιστορικό προηγούμενο του 1958- 1961, όταν η τότε ΕΔΑ είχε αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά στη συνέχεια συρρικνώθηκε και πάλι, μετά τη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου . Και πέρα όμως από την ιστορία, γεγονός είναι ότι ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. δεν εχει διευρύνει την περιορισμένη βάση των κομματικών μελών του και η επιρροή των προσκείμενων σ΄ αυτόν παρατάξεων στον συνδικαλισμό και την τοπική/περιφερειακή αυτοδιοίκηση παραμένει σαφώς μικρότερη από ό,τι των αντίστοιχων του ΚΙΝ.ΑΛ. Άρα η κοινωνική του αγκύρωση είναι πιο αβέβαιη από όσο δείχνουν τα αποτελέσματα της επταετίας 2012-2019 σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών και ευρωεκλογών.
Το ΚΙΝ.ΑΛ. δεν μπορεί να επανασυνδεθεί με τον κόσμο του, δηλ. κατά βάση με τους μη – προνομιούχους της ελληνικής κοινωνίας, αναδιφώντας το παρελθόν. Πρέπει να πείσει τους ψηφοφόρους ότι διαθέτει πρόγραμμα για το μέλλον, πιο φιλολαϊκό από εκείνο της «Νέας Δημοκρατίας» και πιο ρεαλιστικό από αυτό του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Το ΚΙΝ.ΑΛ. χρειάζεται να υποβάλει στο εκλογικό σώμα μια πρόταση εξουσίας που θα συνδυάζει την αναπτυξιακή οικονομική δυναμική, η οποία αποδεδειγμένα λείπει από τον πολιτικό λόγο αλλά και την κυβερνητική πρακτική του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, με την κοινωνική δικαιοσύνη/αναδιανομή υπέρ των ασθενέστερων, που βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό έξω από την οπτική της «Νέας Δημοκρατίας». Και πέρα από αυτό, για να δείξει ότι μπορεί να αλλάξει την Ελλάδα προς το καλύτερο, πρέπει να αλλάξει και το ίδιο, κατακτωντας ένα ανωτερο επίπεδο δημοκρατικής λειτουργίας στο εσωτερικό του, σε αντιδιαστολή τόσο προς τον αρρωστημένο ηγεμονισμό του Αλέξη Τσίπρα , όσο και προς την κληρονομική φεουδαρχία των βαρώνων της «Νέας Δημοκρατίας».
Οι ηγετικές προσωπικότητες παίζουν πάντα ρόλο, συμβολικό και όχι μόνο. Η Φώφη Γεννηματά κατόρθωσε να ανακόψει την πορεία προς την άβυσσο, επιδεικνύοντας στις κρίσιμες στιγμές κοινή λογική και πολιτική ενσυναίσθηση. Αυτός όμως που βάζει φρένο στην πτώση δεν ταυτίζεται κατ΄ ανάγκη με εκείνον που θα εξασφαλίσει την αναγκαία ώθηση για την άνοδο. Για να δρομολογηθεί η τελευταία χρειάζεται στροφή προς τη νέα γενιά, η οποία εδώ και καιρό έχει γυρίσει την πλάτη της στην κεντροαριστερά. Χρειάζεται ένα πρόσωπο νέο και άφθαρτο, για ένα νέο ξεκίνημα. Από τις γνωστές υποψηφιότητες για την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. τα χαρακτηριστικά αυτά φαίνεται να τα συγκεντρώνει περισσότερο εκείνη του Νίκου Ανδρουλάκη.
Πέρα από τα πρόσωπα βέβαια καθοριστικής σημασίας είναι και η διαδικασία. Η συμμετοχή περισσότερων από 200.000 ψηφοφόρων στην προηγούμενη εσωκομματική εκλογή του 2017 και η ομαλή διεξαγωγή της θέτουν υψηλά τον πήχη και για το 2021, εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού. Η υπέρβασή του θα αποτελούσε ασφαλώς αίσιο οιωνό για το μέλλον του χώρου, ο οποίος μακροπρόθεσμα μπορεί να αναδειχθεί πιο ισχυρός αντίπαλος της «Νέας Δημοκρατίας» από ό,τι ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., επειδή μπορεί να απευθυνθεί και σε έναν μεσαίο χώρο ψηφοφόρων πολιτικά απρόσιτο για τον τελευταίο.
Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 13.9.2021