Η κυβερνητική διετία 2019-2021 χαρακτηρίζεται, μεταξύ
άλλων, από την υποτονικότητά της αντιπολίτευσης, η οποία αποτυπώνεται στο
σύνολο των σχετικών δημοσκοπήσεων με χαμηλές αξιολογήσεις της τελευταίας από
την κοινή γνώμη και με σταθερή την πρώτη θέση της «Νέας Δημοκρατίας» στην
πρόθεση ψήφου, σε μεγάλη απόσταση από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Το βασικό πρόβλημα βέβαια του τελευταίου είναι όσα
έπραξε, αλλά και όσα δεν έπραξε, στην προηγηθείσα δική του θητεία στην εξουσία.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέγραψε την
Ιούλιο του 2019 μια πολύ ικανοποιητική επίδοση, με 31,5% των ψήφων, έχοντας
υποστεί περιορισμένη φθορά σε σχέση με το 35,5% του Σεπτεμβρίου του 2015, αλλά
έκτοτε δε φαίνεται να έχει ανοδική δυναμική, διότι δεν πείθει ότι μπορεί να
προσφέρει στη χώρα ένα νέο ξεκίνημά (άλλωστε δεν το πρόσφερε ούτε το 2015-19,
όταν περιορίσθηκε σε προσπάθειες αναδιανομής, υπέρ κάποιων από τους οικονομικά
ασθενέστερους, ενός απελπιστικά συρρικνωμένου εθνικού εισοδήματος).
Όσο για το ΚΙΝ.ΑΛ., εκείνο βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση,
καθώς όχι μόνο το βαρύνουν οι αποτυχίες προηγούμενων κυβερνητικών θητειών του,
αλλά αντιμετωπίζει και δυσκολίες προσανατολισμού.
Συχνά ετεροπροσδιορίζεται σε ό,τι αφορά στις πολιτικές
του θέσεις, επιδιώκοντας να κρατήσει ένα είδος μέσης γραμμής ανάμεσα σε αυτές
των μεγαλύτερων γειτόνων του, προς τα δεξιά (ΝΔ) και τα αριστερά (ΣΥ.ΡΙΖ.Α),
χωρίς να διαθέτει μια δική του πολιτική πρόταση με στοιχεία καινοτομίας.
Παρά ταύτα, τα ερείσματά του στον συνδικαλισμό και την τοπική αυτοδιοίκηση παραμένουν ισχυρά, και πάντως πολύ ισχυρότερα τόσο από τα αντίστοιχα του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τα ποσοστά του ίδιου του ΚΙΝΑΛ στις βουλευτικές εκλογές της τελευταίας δεκαετίας.
Τούτο αφήνει να εννοηθεί ότι η μετακίνηση του κύριου
όγκου των ψηφοφόρων του προς τον ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να αποδειχθεί στο μέλλον μια
διαδρομή μετ’ επιστροφής.
Εξάλλου, τα μικρότερα κόμματα στα δεξιά και στα αριστερά
του πολιτικού φάσματος είναι μάλλον εφήμερα (με την εξαίρεση - βέβαια - του
ΚΚΕ) σχήματα διαμαρτυρίας, με περιορισμένη δυνατότητα, ή και επιθυμία, να αναλάβουν
κυβερνητικές ευθύνες.
Οι αδυναμίες αυτές της αντιπολίτευσης δεν είναι ωφέλιμες
για το πολιτικό μας σύστημα, αφού το κάνουν να μοιάζει με σκάφος που έχει πάρει
κλίση προς τη μία (την κυβερνητική) πλευρά του.
Κυρίως όμως δεν είναι ωφέλιμες για τη χώρα, εφόσον και η
κυβέρνηση περιορίζεται κατά βάση στη διαχείριση των, ομολογουμένως τεράστιων,
προβλημάτων τα οποία έχει προκαλέσει η πανδημία, χωρίς να μπορεί κατά τα άλλα
να αντιμετωπίσει τις τεράστιες παθογένειες του κράτους, της οικονομίας και της
κοινωνίας.
Ακόμα και οι πιο εμβληματικές της εξαγγελίες, όπως οι
περιβόητες «μπουλντόζες στο Ελληνικό» ή η καταπολέμηση της εγκληματικότητας,
έχουν μείνει γράμμα νεκρό επί δύο χρόνια, ενώ η αναξιοκρατία, οι πελατειακές
σχέσεις, η γραφειοκρατία κλπ εξακολουθούν να ταλανίζουν τον τόπο.
Και βεβαία το μακροπρόθεσμα μεγαλύτερο εθνικό πρόβλημα,
δηλαδή το δημογραφικό, απουσιάζει σχεδόν πλήρως από τη δημόσια συζήτηση και
ασφαλώς δεν αντιμετωπίζεται με την πρόσφατα καθιερωμένη πενιχρή κρατική
επιχορήγηση των 2.000 ευρώ στα νεογέννητα.
Η Ελλάδα χρειάζεται restart, το οποίο δεν μπορεί να της
το προσφέρει το σημερινό κομματικό σύστημα.
Το κατά πόσο το ζητούμενο μπορεί να προκύψει μέσα από
έναν μετασχηματισμό κάποιου από τους υπάρχοντες πολιτικούς φορείς (οι
εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝ.ΑΛ ίσως θα μπορούσαν να είναι μια αφορμή) ή μέσα
από τη δημιουργία νέων σχημάτων θα φανεί στα επόμενα χρόνια.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι, αν συνεχισθεί η υστέρησή μας απέναντι στην πρόοδο που επιτελούν άλλες χώρες (πχ: στα τελευταία 30 χρόνια όλα τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας έχουν ξεπεράσει σε κατά κεφαλή εθνικό εισόδημα, πλην Βουλγαρίας και Ρουμανίας, οι οποίες θα μας ξεπεράσουν σε μερικά χρόνια αν συνεχισθούν οι σημερινοί ρυθμοί), σε συνδυασμό με τις αρνητικές δημογραφικές ροές, το μέλλον του Ελληνισμού διαγράφεται ζοφερό.
Κ. Χρυσόγονος - Καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.
Άρθρο μου δημοσιευμένο την Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021 στο liberal.gr