Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο Liberal.gr
Η ήττα στις ευρωεκλογές και η συνακόλουθη προκήρυξη εθνικών εκλογών σηματοδοτεί το τέλος της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα. Τούτο βέβαια καθαυτό είναι μια εξέλιξη αναμενόμενη, αργά ή γρήγορα, για κάθε κυβέρνηση σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το κακό στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι, πολύ πριν τον τερματισμό της περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα αυτό, είχαν τερματισθεί κατά τρόπο οριστικό οι ελπίδες να αποτελέσει το τελευταίο τον καταλύτη για τη μετεξέλιξη του πολιτικού μας συστήματος σε μια κατεύθυνση περισσότερο δημοκρατική και λιγότερο πελατειακή.
Έως τις προηγούμενες ευρωεκλογές (του 2014) η εσωτερική δομή και λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πιο ουσιαστική και πιο πολυφωνική από κάθε άλλου ελληνικού κόμματος, αφού οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονταν από τα συλλογικά όργανα, με κατοχύρωση της ελευθερίας της έκφρασης (των λεγόμενων «συνιστωσών») ακόμη και προς τα έξω. Τούτο δημιουργούσε την ελπίδα ότι, εφόσον διευρυνόταν κατ’ αναλογία προς το εκλογικό ακροατήριο και η οργανωμένη βάση του κόμματος, ώστε να εκπροσωπείται περισσότερο ο ευρύτερος προοδευτικός χώρος και λιγότερο η παραδοσιακή αριστερά, θα μπορούσε να οικοδομηθεί ένα κόμμα πιο κοντά στα ευρωπαϊκά οργανωτικά πρότυπα και να «ρυμουλκήσει» και τα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα στην κατεύθυνση μιας πιο δημοκρατικής και μαζικής λειτουργίας.
Στην πράξη, τα επόμενα χρόνια, η πολύ περιορισμένη αριθμητικά και πολιτικά κομματική βάση όχι μόνο δε διευρύνθηκε, αλλά συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο. Από τα περίπου 30.000 μέλη της εποχής του ιδρυτικού συνεδρίου (του 2013) σήμερα είναι ζήτημα αν έχουν απομείνει τα μισά και μάλιστα τα περισσότερα από αυτά απέκτησαν άμεση ή έμμεση σχέση με τον κρατικό μηχανισμό (ως αιρετοί, μετακλητοί, επί θητεία μέλη αρχών και οργάνων κλπ.). Όσο για τα συλλογικά όργανα, εκείνα μεταλλάχθηκαν σε ομηγύρεις χειροκροτητών του αρχηγού του κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ της κυβερνητικής τετραετίας κατέληξε να αποτελεί μια καρικατούρα του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, με τον Αλέξη Τσίπρα να προσπαθεί να περπατήσει πάνω στα πολιτικά «υποδήματα» του Ανδρέα Παπανδρέου (απελπιστικά μεγάλα για το μέγεθός του), τον Πολάκη να υποδύεται τον Μένιο Κουτσόγιωργα κ.ο.κ. Έγινε δηλ. ένα αρχηγικό πελατειακό δίκτυο, με την κρίσιμη διαφορά βέβαια ότι τη δεκαετία του 1980 το ελληνικό κράτος διέθετε πιστοληπτική ικανότητα για να χρηματοδοτούνται οι πελατειακές εξυπηρετήσεις και οι ψηφοθηρικές παροχές σε ευρεία κλίμακα, ενώ σήμερα όχι. Έτσι η βιωσιμότητα στο χρόνο του μοντέλου αυτού άσκησης της εξουσίας αποδείχθηκε αναγκαστικά πολύ πιο περιορισμένη τη φορά αυτή.
Το τι θα επακολουθήσει είναι προς το παρόν άδηλο. Η αιφνίδια πάντως άνοδος της Βαρουφακειάδας ενδέχεται να αποτελέσει απαρχή δεινών για τον απερχόμενο πρωθυπουργό, καθώς είναι εξάλλου εμφανές (π.χ. από τα πρόσωπα των νέων ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ) ότι το εκλογικό του ακροατήριο δεν είναι συμπαγές. Εφόσον έχει πια καταστεί φανερό ότι η επάνοδος της ΝΔ στην εξουσία δεν ανακόπτεται, πολλοί από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ χάνουν το βασικό τους κίνητρο και οι διαρροές προς τα αριστερά μπορεί να ενταθούν, συμπιέζοντας την επίδοξη αξιωματική αντιπολίτευση σε μεγέθη πιο κοντά σε εκείνα του Μαΐου του 2012 παρά στα σημερινά.
Η ήττα στις ευρωεκλογές και η συνακόλουθη προκήρυξη εθνικών εκλογών σηματοδοτεί το τέλος της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα. Τούτο βέβαια καθαυτό είναι μια εξέλιξη αναμενόμενη, αργά ή γρήγορα, για κάθε κυβέρνηση σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το κακό στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι, πολύ πριν τον τερματισμό της περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα αυτό, είχαν τερματισθεί κατά τρόπο οριστικό οι ελπίδες να αποτελέσει το τελευταίο τον καταλύτη για τη μετεξέλιξη του πολιτικού μας συστήματος σε μια κατεύθυνση περισσότερο δημοκρατική και λιγότερο πελατειακή.
Έως τις προηγούμενες ευρωεκλογές (του 2014) η εσωτερική δομή και λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πιο ουσιαστική και πιο πολυφωνική από κάθε άλλου ελληνικού κόμματος, αφού οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονταν από τα συλλογικά όργανα, με κατοχύρωση της ελευθερίας της έκφρασης (των λεγόμενων «συνιστωσών») ακόμη και προς τα έξω. Τούτο δημιουργούσε την ελπίδα ότι, εφόσον διευρυνόταν κατ’ αναλογία προς το εκλογικό ακροατήριο και η οργανωμένη βάση του κόμματος, ώστε να εκπροσωπείται περισσότερο ο ευρύτερος προοδευτικός χώρος και λιγότερο η παραδοσιακή αριστερά, θα μπορούσε να οικοδομηθεί ένα κόμμα πιο κοντά στα ευρωπαϊκά οργανωτικά πρότυπα και να «ρυμουλκήσει» και τα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα στην κατεύθυνση μιας πιο δημοκρατικής και μαζικής λειτουργίας.
Στην πράξη, τα επόμενα χρόνια, η πολύ περιορισμένη αριθμητικά και πολιτικά κομματική βάση όχι μόνο δε διευρύνθηκε, αλλά συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο. Από τα περίπου 30.000 μέλη της εποχής του ιδρυτικού συνεδρίου (του 2013) σήμερα είναι ζήτημα αν έχουν απομείνει τα μισά και μάλιστα τα περισσότερα από αυτά απέκτησαν άμεση ή έμμεση σχέση με τον κρατικό μηχανισμό (ως αιρετοί, μετακλητοί, επί θητεία μέλη αρχών και οργάνων κλπ.). Όσο για τα συλλογικά όργανα, εκείνα μεταλλάχθηκαν σε ομηγύρεις χειροκροτητών του αρχηγού του κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ της κυβερνητικής τετραετίας κατέληξε να αποτελεί μια καρικατούρα του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, με τον Αλέξη Τσίπρα να προσπαθεί να περπατήσει πάνω στα πολιτικά «υποδήματα» του Ανδρέα Παπανδρέου (απελπιστικά μεγάλα για το μέγεθός του), τον Πολάκη να υποδύεται τον Μένιο Κουτσόγιωργα κ.ο.κ. Έγινε δηλ. ένα αρχηγικό πελατειακό δίκτυο, με την κρίσιμη διαφορά βέβαια ότι τη δεκαετία του 1980 το ελληνικό κράτος διέθετε πιστοληπτική ικανότητα για να χρηματοδοτούνται οι πελατειακές εξυπηρετήσεις και οι ψηφοθηρικές παροχές σε ευρεία κλίμακα, ενώ σήμερα όχι. Έτσι η βιωσιμότητα στο χρόνο του μοντέλου αυτού άσκησης της εξουσίας αποδείχθηκε αναγκαστικά πολύ πιο περιορισμένη τη φορά αυτή.
Το τι θα επακολουθήσει είναι προς το παρόν άδηλο. Η αιφνίδια πάντως άνοδος της Βαρουφακειάδας ενδέχεται να αποτελέσει απαρχή δεινών για τον απερχόμενο πρωθυπουργό, καθώς είναι εξάλλου εμφανές (π.χ. από τα πρόσωπα των νέων ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ) ότι το εκλογικό του ακροατήριο δεν είναι συμπαγές. Εφόσον έχει πια καταστεί φανερό ότι η επάνοδος της ΝΔ στην εξουσία δεν ανακόπτεται, πολλοί από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ χάνουν το βασικό τους κίνητρο και οι διαρροές προς τα αριστερά μπορεί να ενταθούν, συμπιέζοντας την επίδοξη αξιωματική αντιπολίτευση σε μεγέθη πιο κοντά σε εκείνα του Μαΐου του 2012 παρά στα σημερινά.